Πρόσφατα έγινε γνωστό από την εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung πως η γερμανική κυβέρνηση παρήγγειλε στην εταιρεία δημογραφικών και οικονομικών μελετών McKinsey μια έρευνα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της εισροής προσφύγων στη Γερμανία. Η έρευνα αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα πως αφενός θα πρέπει να απελαθούν τουλάχιστον μισό εκατομμύριο νεοαφιχθέντες πρόσφυγες στην Γερμανία και αφετέρου θα πρέπει να επανέλθει σε καθολική ισχύ ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ. Παρά το γεγονός πως η έρευνα αυτή καταγγέλθηκε ως χαλκευμένη από αρκετούς κοινωνικούς φορείς και κόμματα της αριστεράς με βασικότερο επιχείρημα πως απλά ενσωματώνει τη ρητορική της ακροδεξιάς σε ένα επιστημονικοφανές κείμενο, το πιθανότερο είναι πως το αποτέλεσμα της θα χρησιμοποιηθεί από την γερμανική κυβέρνηση όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως επιχείρημα για την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής και τον περιορισμό των προσφύγων και μεταναστών στις χώρες του Νότου και κυρίως στην Ελλάδα.
Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ (ή Κανονισμός 343/2003 ) είναι νομικό κείμενο που θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και καθορίζει τη χώρα η οποία θα είναι υπεύθυνη για να δώσει άσυλο στον αιτούντα πρόσφυγα. Σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ, ο μετανάστης δικαιούται να ζητήσει άσυλο στην ευρωπαϊκή χώρα στην οποία θα εισέλθει την πρώτη φορά. Μετανάστες οι οποίοι εισέρχονται στην Ελλάδα και κατόπιν μεταβαίνουν σε άλλη χώρα για να αιτηθούν άσυλο θα πρέπει, σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ, να επιστρέφονται πίσω στην Ελλάδα. Εξαιτίας όμως κάποιων παραγόντων με κυριότερους το μη λειτουργικό σύστημα παροχής ασύλου στην Ελλάδα αλλά και τη θύελλα αντιδράσεων που είχε ξεσηκωθεί ο κανονισμός αυτός ποτέ δεν εφαρμόστηκε όπως προβλεπόταν.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 που εκ των πραγμάτων καθιστούσε την Ελλάδα ανήμπορη να επωμιστεί το οικονομικό βάρος τόσων προσφύγων αλλά και με την έξαρση της προσφυγικής κρίσης από το 2011 μέχρι σήμερα, είχε αρχίσει να θωρείται πιθανό ότι ο κανονισμός του Δουβλίνου θα αναθεωρούνταν ή και θα καταργούνταν με σκοπό την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου που θα έδινε το πλαίσιο μιας πανευρωπαϊκής διαχείρισης του θέματος της μετανάστευσης. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η άνοδος της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη έφερε στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και στα εθνικά κοινοβούλια ένα μεγάλο ποσοστό των αντίστοιχων κομμάτων τα οποία απαιτούν τον περιορισμό της μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Λόγο της έντασης της τελευταίας προσφυγικής κρίσης από την Συρία η Γερμανία ανέστειλε για λίγο την ισχύ του κανονισμού ωστόσο σήμερα βρίσκει πρόφαση να τον επαναφέρει στηρίζοντας τον μάλιστα με έρευνες και μελέτες. Το πιθανότερο είναι πως και άλλες χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης θα μιμηθούν το παράδειγμα της Γερμανίας προσπαθώντας να ευχαριστήσουν την ολοένα και αυξανόμενη μάζα των ξενοφοβικών πολιτών. Δεν αποκλείεται από το ερχόμενο έτος να δούμε να εμφανίζονται αντίστοιχες έρευνες και μελέτες σε άλλες χώρες που θα βγάζουν τα ίδια συμπεράσματα με την έρευνα της εταιρείας McKinsey ενώ στην Ελλάδα ήδη είχαμε την διασπορά της ψευδούς είδησης ότι οι «πρόσφυγες φέρνουν μαζί τους καινούργιες ασθένειες» να ακούγεται ακόμα και από τον γιατρικό κόσμο – ευτυχώς από μια μικρή μερίδα προς το παρόν.
Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα στην Ευρώπη θυμίζει όλο και περισσότερο την δεκαετία του 1930 στην ίδια ήπειρο όταν επιστήμονες από όλους τους κλάδους των κοινωνικών και θετικών επιστημών (κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι ακόμα και γιατροί) προσανατόλιζαν τις έρευνες τους στο να αποδείξουν πόσο επιβλαβείς και επικίνδυνοι ήταν οι Εβραίοι για το κοινωνικό σώμα και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Σήμερα τη θέση των Εβραίων έχουν πάρει οι πρόσφυγες από την Αφρική και την Ασία. Η Ευρώπη με πρώτη και κύρια την Γερμανία έχει θέσει ως στόχο να κάνει την Ελλάδα ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπως την Πολωνία στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ οι ολοένα και φτωχότεροι Ευρωπαίοι ψάχνοντας να βρουν υπαίτιους για την κατάσταση τους αποδέχονται τις πολιτικές αυτές με χειροκροτήματα. Το πιο ανησυχητικό σε όλα αυτά είναι πως όταν η επιστήμη μπαίνει στην υπηρεσία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας διαστρεβλώνοντας την αλήθεια τότε τίποτα ελπιδοφόρο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Όταν ο ρατσιστής έχει στη φαρέτρα του όχι μόνο την ανοχή του κράτους αλλά και την «αιτιολόγηση» της επιστήμης τότε νιώθει και ασφαλής από τις όποιες επιπτώσεις αλλά και υποχρεωμένος να «προστατεύσει» τη φυλή του από τις άλλες επικίνδυνες φυλές. Τα αποτελέσματα αυτής της αντίληψης μας τα έχει δείξει η Ιστορία και δυστυχώς η Ευρώπη ετοιμάζεται να την επαναλάβει για μια ακόμα φορά.