Μετά από εννέα περίπου συναπτά χρόνια οικονομικής ύφεσης στο ελληνικό κράτος, έχουν αλλοιωθεί πολλά στοιχεία, τα οποία αποτελούσαν ακραιφνή χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Ένα εκ των κυριοτέρων από αυτά, αποτελεί η μεταβολή των κοινωνικών δομών, μέσω της συνεχούς οικονομικής κατάπτωσης.
Φυσικά αυτές οι μεταβολές αποτελούν επακόλουθο των δυσμενών συνεπειών της μεγάλης κρίσης, που οδήγησε στη βίαιη αποδυνάμωση των ελληνικών νοικοκυριών. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη δημιουργία προβλημάτων, περιστέλλοντας αισθητά τα επίπεδα των χρηματικών ροών και της ανατροφοδότησης της αγοράς με ρευστότητα.
Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη ραγδαία συρρίκνωση των εισοδημάτων της μεγαλύτερης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα το οποίο ενήργησε κατασταλτικά σε πολλαπλά μέρη της οικονομίας, δύναται να συνοψιστούν σε δυο. Πρώτον, η εξοντωτική λιτότητα που επιβλήθηκε από τους κρατικούς φορείς εξουσίας μέσω αυξήσεων των άμεσων και έμμεσων φόρων και δεύτερον, οι διαρκείς συμπιέσεις μισθών, συντάξεων, καθώς και λοιπών εισοδημάτων (π.χ ενοίκια).
Οι αυξήσεις στη φορολόγηση εισοδήματος, στις ασφαλιστικές και έκτακτες εισφορές και η επιβολή του φόρου ακίνητης περιουσίας σε συνδυασμό με την απώλεια των εισοδημάτων, η οποία προήλθε από τις περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών, αλλά και της συνεχιζόμενης ανόδου του επιπέδου των τιμών, επέφερε συρρίκνωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2015 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποχώρησε στις 16.100 ευρώ, ενώ το 2008, πριν δηλαδή την εξάπλωση της κρίσης, βρίσκονταν στις 21.800 ευρώ, ποσό το οποίο υπήρξε και το υψηλότερο από το χρόνο ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη. Όσον αφορά το έτος 2016 δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη τα αποτελέσματα, όμως είναι αρκετά πιθανό να έχει υπάρξει περαιτέρω συστολή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ λόγο της ύφεσης και των νέων δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας.
Παράλληλα, ως απότοκο των συνεχών εισοδηματικών μειώσεων και των αυξήσεων των φορολογικών βαρών, τα επίπεδα της κατανάλωσης, εύλογα, σημείωσαν φθίνουσα πορεία. Από το 2008 ως το 2015 η κατανάλωση της ελληνικής κοινωνίας μειώθηκε κατά 41 εκ ευρώ. Το 2008 καταγράφηκε στα 159 εκ, τα οποία σταδιακά ελαττώθηκαν, με απόρροια να φθάσουν το 2015 μόλις στα 118 εκ.
Οι προσωρινές εκτιμήσεις τις ΕΛΣΤΑΤ για τα επίπεδα της κατανάλωσης για το έτος 2016, προβλέπουν αύξηση κατά 1,2 εκ και αναμένεται να διαμορφωθούν στα 119 εκ. Ωστόσο, είναι άξιο απορίας, πως καθίσταται δυνατό να υπάρξει αύξηση των τιμών κατανάλωσης, εφόσον οι οικονομικές συνθήκες παρουσιάζουν επιδείνωση και όχι βελτίωση.
Από αυτόν τον όγκο της απώλειας εισοδημάτων, επηρεάστηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό τα νοικοκυριά και συγκεκριμένα η μεσαία τάξη. Η βαθμιαία εξασθένιση της, αποτελεί ορόσημο της σφοδρότητας της κρίσης και των κυβερνητικών οικονομικών πολιτικών. Δυστυχώς, οι υψηλές δημοσιονομικές αποδόσεις των μέτρων που νομοθέτησαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, οδήγησαν στη στοχοποίηση της μεσαίας τάξης, για την παραγωγή θηριωδών πλεονασμάτων. Όμως, το κόστος στην πραγματική οικονομία από την υιοθέτηση και υλοποίηση αυτών των πολιτικών είναι ευρύ και ορατό σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Συμπερασματικά, η κατάσταση δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί άμεσα, αντίθετα αποδίδεται, ότι η ελληνική κοινωνία θα οδηγηθεί σε εντονότερες συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας, αφού το κλίμα δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις μετά και τη συμφωνία κυβέρνησης και δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ως και το 2021. Συμπληρωματικά, η έλλειψη αντισταθμιστικών πολιτικών για την προώθηση αναπτυξιακών μέτρων, εντείνει την παρατεταμένη περίοδο απομόχλευσης όπου παραμένει η ελληνική οικονομία, προτού μπορέσει να εισέλθει σε φάση ανόρθωσης.
Σύνταξη: Γιώργος Σαμαράς
Επιμέλεια: Δημήτρης Κουφογιαννίδης