Την προηγούμενη εβδομάδα ο Ρώσος Πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν απέσυρε την Ρωσία από την Συνθήκη Αποβολής Πυρηνικών που είχε υπογραφεί με τις Η.Π.Α με το πρόσχημα ότι οι σχέσεις με την εν λόγω χώρα έχουν αρχίσει να χειροτερεύουν σε ένα περιβάλλον που έχει αλλάξει ριζικά.
Το πλαίσιο της Συνθήκης
Η συγκεκριμένη συνθήκη είχε υπογραφεί το 2000 στα πλαίσια συνεργασίας των δύο χωρών στην νεότερη, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εποχή. Στόχος ήταν η σταδιακή διάλυση των πυρηνικών όπλων που κατείχαν οι δύο χώρες. Μάλιστα το ποσό δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Υπολογίζεται ότι Η.Π.Α και Σοβιετική Ένωση είχαν πολλούς τόνους πυρηνικού υλικού (88 τόνοι για τις Η.Π.Α και 128 για την Ρωσία), ενώ για να μπορεί να διεξαχθεί ένας πυρηνικός πόλεμος χρειάζονται περίπου 4 κιλά πυρηνικού υλικού.
Η Συνθήκη ήταν μια ανάσα για όλους παγκοσμίως, μιας και έδωσε την ελπίδα ότι ο κίνδυνος των πυρηνικών θα εξαλειφθεί. Εξάλλου, ας μη ξεχνάμε πως στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η διαχωριστική γραμμή της μη-έναρξης κλασικού πολέμου ήταν αρκετά λεπτή. Η δράση αποβολής των πυρηνικών και από τις δύο χώρες ήταν σίγουρα ένα παράδειγμα καλής θέλησης. Σίγουρα δε, θεωρήθηκε μια κίνηση που εισήγαγε μια νέα εποχή, με την αυγή του 21ο αιώνα.
Τα νέα δεδομένα
Η απόσυρση της Ρωσίας από την Συνθήκη την θέτει στην θέση να μπορεί να κρατήσει και να διαχειριστεί ότι πυρηνικά έχει από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό με τη σειρά του επαναφέρει τον φόβο ενός πυρηνικού πολέμου, με λίγα λόγια της Αποκάλυψης, καθώς τίθεται ο κίνδυνος ολοκληρωτικής καταστροφής της ανθρωπότητας.
Γνωρίζοντας τα αποτελέσματα που είχαν οι δύο πυρηνικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στην Ιαπωνία τον προηγούμενο αιώνα, οπότε μπορούμε να σκεφτούμε και να υπολογίσουμε ποιες θα ήταν οι συνέπειες από μια γενικευμένη χρήση πυρηνικών όπλων.
Η κίνηση δε αυτή της Ρωσίας θεωρείται από πολλούς όχι μόνο προκλητική, αλλά και εν δυνάμει πρόδρομο ενός πολέμου. Ορισμένοι θεωρούν τη στάση αυτή του Πούτιν συνέχεια της «επιθετικής» συμπεριφοράς που κρατά τα τελευταία χρόνια, τόσο με το ζήτημα της Ουκρανίας ή της Συρίας όσο και με άλλα θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας. Αρκετοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ενώ άλλοι περιμένουν την απάντηση από το αντίπαλο στρατόπεδο. Το σίγουρο είναι ότι αναμένεται η επίσημη αντίδραση της Ουάσινγκτον μετά τα αποτελέσματα των Προεδρικών εκλογών.