Ο Χαλίλ Γκιμπράν αγαπήθηκε πολύ μέσα από τα γραπτά του και θεωρήθηκε ένας σοφός της εποχής του. Αν και κλειστός χαρακτήρας, μετέδιδε την ευαισθησία του μέσα από τα έργα του.
Τα πρώτα χρόνια στον Λίβανο
Ο Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1883 στο Μπσαρί της ορεινής περιοχής του Λιβάνου, πόλη διάσημη για το Δάσος των Ιερών Κέδρων, από όπου ο Σολομών έχτισε τον Ναό της Ιερουσαλήμ. Γονείς του ήταν ο Χαλίλ Γκιμπράν και η Καμίλα Ραχμέχ, κόρη ενός μαρωνίτη καθολικού ιερέα, του πατέρα Εστεφάν Ραχμέχ. Η οικογένεια είχε εκτός από τον μικρό Γκιμπράν, τον Πέτρο, την Μαριάννα και την Σουλτάνα. Ο μικρός βαφτίστηκε στην μαρωνίτικη εκκλησία και πήρε το όνομα του παππού του, σύμφωνα με το λιβανέζικο έθιμο. Το πλήρες όνομά του ήταν Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν. Με αυτό υπέγραφε στα αραβικά, ενώ στα αγγλικά με το όνομα Χαλίλ Γκιμπράν.
Ο μικρός Γκιμπράν ήταν ένα μοναχικό παιδί. Απολάμβανε τη φύση και προτιμούσε την ανάγνωση και την περισυλλογή παρά την ανθρώπινη συντροφιά. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε διαβάζοντας, γράφοντας ή σχεδιάζοντας. Στις λιγοστές του κουβέντες με άλλα παιδιά έδινε την εντύπωση ενός αλλόκοτου παιδιού.
Η επιπολαιότητα του πατέρα, σε δύσκολες εποχές, οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια κι έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Μάθαινε με τις συχνές επισκέψεις στον ιερέα του χωριού, ο οποίος τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, παράλληλα με την συριακή και την αραβική γλώσσα. Για την ερευνητική φύση του παιδιού αυτό ήταν ένα άνοιγμα στον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.
Η μετανάστευση στις Η.Π.Α.
Οι οθωμανικές αρχές φυλάκισαν τον πατέρα Γκιμπράν για χρέη και κατέσχεσαν την περιουσία του. Η οικογένεια έμεινε άστεγη και φιλοξενήθηκε για λίγο σε γνωστούς και συγγενείς. Η μητέρα, μια δυναμική γυναίκα, αποφάσισε η οικογένεια να μεταναστεύσει αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Ο πατέρας αποφυλακίστηκε το 1894 και κρίθηκε ανεπιθύμητος. Η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε για τις Η.Π.Α. στις 25 Ιουνίου 1895. Σε ηλικία 12 ετών ο Γκιμπράν φτάνει στις Η.Π.Α. και η οικογένεια εγκαθίσταται στο Σάουθ Εντ της Βοστόνης. Εκεί η μητέρα εργάστηκε ως γυρολόγος στους φτωχούς δρόμους της περιοχής.
Για να κρατήσουν τα παιδιά μακριά από τους δρόμους, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα σε περιοχές με μετανάστες, τα βοηθούσαν να ενταχθούν σε δημόσια σχολεία. Από την οικογένεια μόνο ο Γκιμπράν πήγε. Οι αδελφές του δεν επιτρεπόταν να μπουν στο σχολείο από την παράδοση της Μέσης Ανατολής για τις γυναίκες, αλλά και από τις οικογενειακές οικονομικές δυσκολίες. Εκεί φοίτησε για 2,5 χρόνια και στην συνέχεια για 1 χρόνο στο νυχτερινό σχολείο, παρακολουθώντας μαθήματα γενικού περιεχομένου. Αργότερα, ο Γκιμπράν έγινε υπέρμαχος της χειραφέτησης και μόρφωσης των γυναικών.
Ο Γκιμπράν, περίεργη φύση, εξερεύνησε πολιτισμικά τη Βοστόνη. Στα σκίτσα του αποτύπωνε αυτό τον κόσμο κι έτσι τράβηξε την προσοχή των δασκάλων του, που τον έφεραν σε επαφή με τον Φρεντ Χόλαντ Ντέι (Fred Holland Day), καλλιτέχνη και υποστηρικτή καλλιτεχνών. Κι από εκεί, βήμα – βήμα, ο Γκιμπράν απέκτησε καλλιτεχνική φήμη. Μπήκε στους καλλιτεχνικούς κύκλους και με τις δυνατότητές του απέκτησε σταθερή φήμη σε πολύ νεαρή ηλικία.
Η οικογένειά θεώρησε αυτή την πρόωρη εξέλιξη πρόβλημα για το μέλλον και μετά τα επίμονα παρακάλια του, στέλνει τον Γκιμπράν στον Λίβανο το 1898 να σπουδάσει στο Μαντρασάτ-αλ-Χικμάτ, τη «Σχολή της Σοφίας», που είχε ιδρύσει ο μαρωνίτης επίσκοπος Ζοζέφ Ντέμπς στη Βηρυτό, και να βελτιώσει τα αραβικά του. Όταν αποφοίτησε, ταξίδεψε σε όλη την Συρία και τον Λίβανο για να επισκεφτεί ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους. Είχε μάθει πια καλά αραβικά και γαλλικά.
Ο καλλιτέχνης Χαλίλ Γκιμπράν
Η σχέση με τον πατέρα του ήταν πάντα σε ένταση. Η στερημένη, όμως, ζωή στον Λίβανο, αλλά κυρίως τα άσχημα νέα που έφτασαν από τις Η.Π.Α. τον ανάγκασαν να φύγει τον Μάρτιο του 1902 και να μην ξαναγυρίσει ποτέ ζωντανός στον Λίβανο. Τελικά, τον Απρίλιο του 1902, πεθαίνει η αδερφή του Σουλτάνα. Τον Φεβρουάριο του 1903 πέθανε ο αδερφός του Πέτρος και τρεις μήνες μετά πεθαίνει και η λατρεμένη του μητέρα. Εκείνη την περίοδο ο Γκιμπράν έκανε πρόταση γάμου στην Ζοζεφίν Πίμποντι (Josephine Peabody), μεγάλο του έρωτα, όμως εκείνη τον απέρριψε. Συνέχιζε, ωστόσο, να νοιάζεται για τον Γκιμπράν. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Γκιμπράν πούλησε την επιχείρησή της και με την βοήθεια της Ζοζεφίν και του Φρεντ Χόλαντ Ντέι, ξεκίνησε την πρώτη καλλιτεχνική έκθεση με σκίτσα του, 3 Μαΐου 1904, που γοήτευσαν την Βοστόνη. Εκεί γνωρίζει και την Μαίρη Χάσκελ (Mary Elizabeth Haskell), η οποία επηρέασε την λογοτεχνική του καριέρα από εκεί και πέρα.
Το 1904 ο Γκιμπράν ξεκίνησε να γράφει στην αραβόφωνη εφημερίδα για μετανάστες, την Al-Mouhajer (Ο Μετανάστης). Το πρώτο του έργο εκεί ήταν το «Όραμα», ένα ρομαντικό δοκίμιο. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και την στήλη «Δάκρυα και Γέλιο», βάση για το βιβλίο του Δάκρυ και Χαμόγελο. Το 1905 δημοσιεύεται το πρώτο αραβόφωνο έργο του με τίτλο «Μουσική», το 1906 το δεύτερο έργο του «Οι Νύμφες της Κοιλάδας» και το 1908 το έργο «Επαναστατημένα Πνεύματα». Το έργο αυτό απαγορεύθηκε από την συριακή κυβέρνηση και παραλίγο να αφοριστεί λόγω του αντικληρικού περιεχομένου του.
Ο Γκιμπράν στο Παρίσι
Την 1 Ιουλίου 1908 ο Γκιμπράν ταξίδεψε στο Παρίσι για σπουδές στην Σχολή Καλών Τεχνών. Έμεινε 3 χρόνια υπό την καθοδήγηση του διάσημου γλύπτη Ογκίστ Ροντέν. Έγινε, όμως, φανερή η έλλειψη βασικής εκπαίδευσης. Αποξενώθηκε από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση και σκίτσαρε αδιάκοπα σύμφωνα με την προσωπική του αντίληψη.
Στην Αμερική επιστρέφει στις 31 Οκτωβρίου 1910. Εγκαθίσταται στην Νέα Υόρκη, μακριά από την λιβανέζικη συνοικία, αναζητώντας χώρο έκφρασης. Στην Νέα Υόρκη ο Γκιμπράν δουλεύει το έργο «Σπασμένα Φτερά», μια πνευματική βιογραφία, όπως το χαρακτήρισε. Είναι το μεγαλύτερο αραβικό του μυθιστόρημα, όπου περιγράφεται η τραγική ιστορία της παντρεμένης Σέλμα Κάραμεχ και το ερωτικό της δράμα με ένα νεαρό άντρα. Η ιστορία βασίζεται σε μια ερωτική υπόθεση του Γκιμπράν με την Λιβανέζα χήρα Σουλτάνα Ταμπίτ, την περίοδο της εκπαίδευσής του στον Λίβανο.
Παρά την μόνιμη εγκατάστασή στην Νέα Υόρκη, κάθε χρόνο επισκεπτόταν την αδερφή του Μαριάνα στην Βοστόνη, για να γράψει και να ζωγραφίσει μακριά από τους αγχώδεις ρυθμούς της πόλης.
Ο Χαλίλ Γκιμπράν και η πολιτική
Το 1911 ο Γκιμπράν έφτιαχνε πορτρέτα γνωστών ατόμων της εποχής, τους οποίους συναντούσε αποκλειστικά για να σκιτσάρει. Μεταξύ αυτών ο παλιός του δάσκαλος Ογκίστ Ροντέν, η Σάρα Μπερνάρ, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και ο Τσαρλς Ράσελ. Τότε ασχολήθηκε και με την πολιτική. Συνδέθηκε με την οργάνωση «Χρυσοί Σύνδεσμοι», αποτελούμενη από νέους Σύριους αφιερωμένους στην βελτίωση της ζωής των απανταχού Σύριων. Στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο υποστήριξε ένθερμα την ένοπλη εξέγερση των Αράβων κατά του οθωμανικού ζυγού. Το 1913 επέστρεψε στην συγγραφή με το έργο του «Ο τρελός». Το θέμα του άρεσε πολύ όταν έμαθε ότι στην πατρίδα του, τρελός λέγεται όποιος κατέχεται από το τζιν. Το 1914 δημοσιεύεται το πέμπτο αραβόφωνο βιβλίο του με τίτλο «Kitab DamΆah wa Ibtisamah», δηλαδή «Δάκρυ και Χαμόγελο», μια ανθολογία από την στήλη του. Αυτό καθυστερεί την δημοσίευση του «Ο τρελός», που θα γίνει το 1918. Τον Οκτώβριο του 1923 εκδόθηκε το έργο του «Ο Προφήτης», μέτριας υποδοχής στις Η.Π.Α.
Η υγεία του κλονίζεται
Το 1928 η υγεία του Χαλίλ Γκιμπράν κλονίζεται. Είχε ψυχοσωματικούς πόνους και αναζήτησε ανακούφιση στο αλκοόλ, την εποχή μάλιστα της ποταπαγόρευσης. Τον Νοέμβριο του 1928 εκδίδεται το έργο του «Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου». Το 1929 διαγνώστηκε με ηπατικό οίδημα, αλλά αγνόησε όλες τις ιατρικές εντολές. Για να αποφύγει μάλιστα το θέμα, καταπιάστηκε έντονα με ένα παλιό του έργο του 1911 για τρεις γήινους θεούς. Σε αυτή την νέα εκδοχή παρουσιάζεται το δράμα ενός νεαρού ζευγαριού. Το βιβλίο εκδίδεται στα μέσα Μαρτίου 1930 από την Μαίρη Χάσκελ. Η υγεία του, όμως, επιβαρύνεται. Πάσχει από εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος και ταυτόχρονα φυματίωση και στις 10 Απριλίου 1931, σε ηλικία μόλις 48 ετών, ο Χαλίλ Γκιμπράν πεθαίνει. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άτομα παγκοσμίως αλλά κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του. Η ταφή του έγινε τον επόμενο χρόνο, από την Μαίρη Χάσκελ, στην πατρίδα του, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Ο Χαλίλ Γκιμπράν σε όλο τον κόσμο
Ο Χαλίλ Γκιμπράν προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Υπήρξε αντικείμενο θαυμασμού και πηγή έμπνευσης για πολλούς, όπως ο Έλβις Πρίσλεϋ και ο Τζον Λένον. Το τραγούδι «Julia» των Beatles, που γράφτηκε για την μητέρα του Τζον Λένον, έχει παραλλαγές από στίχους του Γκιμπράν.
Ένα από τα γνωστότερά του έργα, «Ο Προφήτης», μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως animation. Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 2014 στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Συμμετείχαν σε αυτή 9 σκηνοθέτες, όλοι υπό την επίβλεψη του Ρότζερ Άλερς, γνωστού από την ταινία «The Lion King».
Στην πατρίδα του Γκιμπράν, το Μπσαρί, βρίσκεται το μουσείο του Χαλίλ Γκιμπράν. Σε πολλές χώρες του κόσμου υπάρχουν μνημεία και αγάλματα του Χαλίλ Γκιμπράν. Στην Ρουμανία υπάρχει και το πάρκο του Χαλίλ Γκιμπράν (Parcul Khalil Gibran).
Στο ακόλουθο βίντεο βλέπουμε απόσπάσματα από το «Ο Προφήτης & ο κήπος του Προφήτη», οπού ο Γκιμπράν μιλάει για την αγάπη:
Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν πηγές από:
Γκιμπράν, Χ. (2019). Πεζοτράγουδα. Αθήνα: Εκδόσεις Ωκεανίδα
Χαλίλ Γκιμπράν, Ανακτήθηκε από: https://el.wikipedia.org Τελευταία πρόσβαση 23/3/20
Μουσόπουλος, Θ. (2019). Ο Χαλίλ Γκιμπράν που από φοιτητής αγαπώ… Ανακτήθηκε από: https://sparmatseto.gr/ Τελευταία πρόσβαση 23/3/20
Χαλίλ Γκιμπράν (2019). Ανακτήθηκε από: https://boro.gr/ Τελευταία πρόσβαση 23/3/20
Γκόγκου, Μ. (2016). Τι έμαθα διαβάζοντας Χαλίλ Γκιμπράν. Ανακτήθηκε από: https://frapress.gr/ Τελευταία πρόσβαση 23/3/20
30 αποφθέγματα ζωής του δημοφιλούς Λιβανοαμερικανού ποιητή Χαλίλ Γκιμπράν, Ανακτήθηκε από: https://www.diaforetiko.gr/ Τελευταία πρόσβαση 23/3/20
Λέσχη Ανάγνωσης Αραβικής Λογοτεχνίας | Γκ. Χαλίλ Γκιμπράν (2019). Ανακτήθηκε από: https://www.debop.gr/ Τελευταία πρόσβαση 23/3/20