Το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας είναι γεμάτο με μορφές που έδωσαν την ζωή τους υπερασπιζόμενες την πίστη αλλά παράλληλα και την πατρίδα τους. Μια από αυτές, η οποία ξεχωρίζει, είναι και αυτή του Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτη Σμύρνης καθώς και των συν αυτώ αναιρεθέντων Αγίων Αρχιερέων. Ο Άγιος Χρυσόστομος πρόσφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη κάθε μιας από τις περιοχές στις οποίες αρχιεράτευσε και έδωσε την ζωή του στα νύχια του μαινόμενου τουρκικού όχλου αρνούμενος να εγκαταλείψει το ποίμνιό του όταν αυτό κινδύνευε.
Τα πρώτα στάδια της ζωής του
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Χρυσόστομος γεννήθηκε την 8η Ιανουαρίου 1867 στην πόλη Τρίγλια της Βιθυνίας (επαρχία της Προύσας), η οποία βρίσκεται στην Προποντίδα της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του ήταν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμονίδου, οι οποίοι είχαν συνολικά οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και εκπροσωπούσε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, είχε ανάμειξη στα κοινά και είχε εκλεγεί δημογέροντας. Η μητέρα του ήταν ευσεβής χριστιανή και μαρτυρείται ότι είχε τάξει στην Παναγία τον νεαρό Χρυσόστομο τα Φώτα του 1868, κατά την επίσκεψη στην Τρίγλια του Μητροπολίτη Προύσας.
Ο Χρυσόστομος φανέρωσε νωρίς την επιθυμία του να ενταχθεί στο κληρικό σώμα. Οι γονείς του έγιναν συνοδοιπόροι στην επιθυμία-κλήση του γιού τους. Οι γονείς του διακρίνοντας την ευφυΐα του, μερίμνησαν για την μόρφωσή του παρέχοντάς του αξιόλογους δασκάλους. Συγκεκριμένα, τον τότε αρχιμανδρίτη (μετέπειτα Μητροπολίτη) Ιωαννίκιο για τα εκκλησιαστικά, τον Χριστόφορο Μουμουζή για τα τουρκικά, τον Γαζή για τα ελληνικά, τον Νικ. Χατζηχρυσάφη για τα γαλλικά, τον π. Θεοδόση για την βυζαντινή μουσική. Μιας και δεν είχαν οικονομική ευχέρεια πούλησαν ακίνητη περιουσία και τον έστειλαν οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί, είχε την τύχη, να έχει περίφημους δασκάλους. Επίσης, ήταν τυχερός στο θέμα των σπουδών του επειδή τα έξοδα των σπουδών του τα ανέλαβε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης. Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και αξιολόγησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος τελείωσε τη Σχολή με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, ο κατά κάποιο τρόπο φύλακας άγγελός του, τον χειροτόνησε διάκονο και τον προβίβασε σε αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896, τον Χρυσόστομο απασχόλησε το θέμα που δημιούργησαν κάποιοι καθολικοί καλόγεροι της Μονής Λαζαριστών της Σμύρνης. Αυτοί, θέλοντας να προσηλυτίσουν ορθοδόξους χριστιανούς της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο έναν τόπο που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διακηρύξανε ότι ανακάλυψαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προχώρησε σε πλήθος δημοσιεύσεων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία δημοσίευσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές, ισχυρισθήκαν ότι δεν πρόκειται για τάφο αλλά για σπίτι της Θεοτόκου.
Την 2α Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (ως Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο-αρχιμανδρίτη τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε-όρισε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή, ο Χρυσόστομος, προέδρευσε μιας μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με άμεσο ζήτημα την ένωση των δύο Εκκλησιών. Ακόμη, συνέβαλε στη ματαίωση των σχεδίων της Πανσλαβιστικής Εταιρείας, που απέβλεπε στην αλλοίωση του ελληνικού χαρακτήρα του Αγίου Όρους και τον εκσλαβισμό των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Ταυτόχρονα, χρησιμοποίησε την ευγλωττία του στο κήρυγμα. Μνημειώδης αποτελεί ο επικήδειός του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικό πατέρα του Κωνσταντίνου Ε΄. Επίσης, ο λόγος του μπροστά στον Εσταυρωμένο, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901 υπήρξε διδακτικός και συγκλονιστικός. Την ίδια ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από τον Οικουμενικό Θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄ και κατόπιν επανεξελέγη ο δραστήριος Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής. Επειδή και αυτός αξιολόγησε θετικά τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι τον άφησε στην θέση του ως Μέγα Πρωτοσύγκελου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Την ίδια χρονιά εκλέγεται παμψηφεί και με την στήριξη του Πατριάρχη Ιωακείμ, στις 23 Μαΐου 1902, Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», γεγονός που έγινε 20 χρόνια αργότερα.
Ο Χρυσόστομος ως Μητροπολίτης Δράμας
Η έλευση και η ενθρόνιση του Χρυσοστόμου στη Δράμα έγινε στις 22 Ιουλίου 1902. Πρώτη του σκέψη έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των Ελληνικών σχολείων της περιοχής. Με πρωτοβουλία του ανεγέρθηκαν παρά πολλά ελληνικά σχολεία, όπως το καλλιμάρμαρο Γυμνάσιο Αρρένων Δράμας με σχήμα κάτοψης Ε, εικονίζοντας τις λέξεις Ελλάδα και Ελευθερία. Επίσης, με κινήσεις του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου οικοδομήθηκαν τα Εκπαιδευτήρια Δράμας το 1907. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1907 και οι εργασίες τελείωσαν το 1909, κατά τη δεύτερη περίοδο αρχιερατείας του Χρυσοστόμου στη Δράμα, έπειτα από πολλές παύσεις και επεμβάσεις από την οθωμανική διοίκηση. Η δαπάνη ανέγερσης ανήκει στην οικογένεια Μελά, σε προαιρετικές εισφορές των κατοίκων της Δράμας, αλλά και σε ενοίκια της ακίνητης περιουσίας της μητρόπολης Δράμας. Στην ανέγερση συμμετείχαν βοηθώντας τεχνίτες της γύρω περιοχής. Το κτίριο, με σχήμα κάτοψης Π με σαφή αναφορά στη λέξη Πατρίδα, ήταν ο χώρος για παρθεναγωγείο και αρρεναγωγείο.
Ταυτόχρονα, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έκανε περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες που ήταν υπό τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα καθώς είχε εκδηλωθεί κύμα διωγμών των Ορθοδόξων χριστιανών στη Μακεδονία και την ανατολική Ρωμυλία, εκ μέρους Τούρκων και Βουλγάρων, όπως η Προσοτσάνη και ο Βώλακας. Οι Βούλγαροι επιχειρούσαν οργανωμένα με απειλές, βιαιότητες και δολοφονίες να επιβάλουν στους Έλληνες να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία. Αυτό το έκαναν επειδή η εκκλησιαστική ενσωμάτωση των κατοίκων μιας περιοχής οριζόταν ως ο πρόδρομος της εδαφικής προσάρτησής της, όταν αργότερα θα σκόρπιζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε επανδρώνοντας τις επίμαχες μητροπόλεις με άξιους και ικανούς ηγέτες.
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Χρυσοστόμου αντιμετωπίστηκαν οι τρομοκρατικές ενέργειες του βουλγαρικού κομιτάτου καθώς και η τότε ρουμανική προπαγάνδα. Αυτό το πέτυχε καθώς αναπτύχθηκε η έξοχη εθνική δράση, συγκρατήθηκαν οι πεπλανημένοι, ενθουσιάστηκαν οι λιγόψυχοι και η διεύθυνση του Αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζίδων πέρασε στα χέρια του ιδίου. Ο Χρυσόστομος επέκτεινε τη συνεργασία με τη Δημογεροντία της Δράμας και κατάρτισε σώματα Μακεδονομάχων, ντόπιων αλλά και προερχόμενων από άλλες περιοχές του Ελληνισμού. Επιπλέον, ο Χρυσόστομος αλληλογραφούσε τακτικά με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τους Προξένους αλλά και τις Ελληνικές Αρχές, καθώς με το σκοπό αυτό ήθελε να γίνουν γνωστά τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τους κομιτατζήδες, και να μαζευτεί η απαραίτητη βοήθεια.
Παράλληλα, δημιούργησε μεγαλοπρεπή Ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο ενώ έφτιαξε και μουσικούς ομίλους. Επίσης, προνόησε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου αναστάτωσε την τουρκική διοίκηση, η οποία και έστειλε μήνυμα στην Κωνσταντινούπολη, κατορθώνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη τον Οκτώβριο του 1907. Έχει διασωθεί το περιστατικό πως ο Χρυσόστομος έφυγε από τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Ο Ιεράρχης επανήλθε και παρέμεινε στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, και εκεί ο Χρυσόστομος προώθησε την καλλιέργεια του πνεύματος και δεν σταμάτησε τον αγώνα για την ανύψωση των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Ανήγειρε μέχρι και σχολείο. Τον Ιούλιο του 1908 δόθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία, με την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και έτσι ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να ξαναγυρίσει στο ποίμνιό του στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908.
Επί αρχιερατείας του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ο συνεργάτης του Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ως Αρχιδιάκονος και μετά Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, διεξήγαγε ανασκαφές πίσω από την κόγχη του Ιερού Βήματος του βυζαντινού Ναού Αγίας Σοφίας Δράμας ο οποίος λειτουργούσε τότε ως τζαμί, κατόπιν άδειας που του παραχώρησε ο τούρκος ιερωμένος της περιοχής. Η ανασκαφή έφερε στο φως δισκοπότηρα, θυμιατά, κανδήλες και άλλα ιερά σκεύη, τα οποία τοποθέτησε ο Χατζησταύρου στην Ιερά Μητρόπολη της Δράμας. Επίσης, εντόπισε στον αύλειο χώρο του ναού μαρμάρινη πλάκα, την οποία αναποδογύρισε και προς έκπληξή του διάβασε την ακόλουθη σχεδόν κατεστραμμένη επιγραφή: «… ΕΝ ΚΟΥΡΟΠΑΛΑΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΕ ΦΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΙΑΚΗ. ΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΕΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΥ». Την επιγραφή αυτή, ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, τη δημοσιοποίησε στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μαζί με τον π. Θεμιστοκλή Χατζησταύρου έδειξαν μέριμνα ώστε να διασώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αρχαιότητες της περιοχής της Δράμας από την κλοπή και την καταστροφή. Έτσι, ενεργούσαν για τη περισυλλογή, διαφύλαξη και γνωστοποίηση των επιγραφών καθώς θεωρούσαν πως οι ενεπίγραφοι λίθοι (επιγραφές) ήταν αψευδείς μάρτυρες της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Το 1909 κατασκευάστηκαν με πρωτοβουλία του Χρυσοστόμου τα Εκπαιδευτήρια στην Προσοτσάνη Δράμας, όπου συστεγάστηκαν η Αστική Σχολή Αρρένων και το Παρθεναγωγείο.
Η συνεχής δραστηριοποίηση του Χρυσοστόμου, σε όλα τα επίπεδα, για την υπεράσπιση του Ελληνισμού ενάντια στις βιαιότητες των Κομιτατζήδων για τον εκβουλγαρισμό της περιοχής, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του αποκλείσουν τις επισκέψεις στα χωριά της Δράμας. Οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων ερμηνεύονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς, εξαιτίας της δράσης του Χρυσόστομου. Έτσι, Οθωμανοί και Βούλγαροι βρήκαν ευκαιρία, για μια ακόμη φορά, να ζητήσουν την απομάκρυνσή του, με το επιχείρημα ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προξενεί τη διασάλευση της τάξης. Τελικά, πέτυχαν τη δεύτερη και τελική απομάκρυνσή του Χρυσοστόμου από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909. Ο Ιεράρχης μετέβη και πάλι εξόριστος στη γενέτειρά του, την Τρίγλια. Ωστόσο, διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών μέχρι το 1910.
Ο Χρυσόστομος ως Μητροπολίτης Σμύρνης
Στις 11 Μαρτίου 1910, ο Χρυσόστομος μετατέθηκε στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη δεν σταμάτησε τους εθνικούς αγώνες Εκεί οργάνωσε, μάλιστα, πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταμηνύσει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων καθώς και την στήριξη των τουρκικών αρχών προς τη βουλγαρική προπαγάνδα.
Το πολυμερές έργο του επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής ζωής -ποιμαντικό, εθνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό- με ριζοσπαστική πρωτοβουλία το μεγάλο κοινωνικό έργο θεμελίωσης ευαγών ιδρυμάτων και αθλητικών εγκαταστάσεων για τη νεολαία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με επινόηση και ενέργειες του Χρυσοστόμου έγινε στη Σμύρνη το γήπεδο του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, έχοντας μάλιστα απορρίψει δάνειο 100.000 χρυσών λιρών που του πρόσφεραν οι Άγγλοι.
Κατά την πρώτη δίωξη των Μικρασιατών (στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) ο Χρυσόστομος βοήθησε πολλές οικογένειες ναυλώνοντας πλοία με σκοπό να διασωθούν σε ασφαλείς περιοχές. Παράλληλα με όλα αυτά, ερχόταν σε επαφή συνεχώς με Οθωμανούς αξιωματούχους. Ακόμη, εξηγούσε σε συνεντεύξεις και με επιστολές τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολής σε πρόσωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο υπουργός θρησκευμάτων του Σουλτάνου αιτήθηκε την ανάκληση του Χρυσοστόμου από τη Σμύρνη καθώς οι τουρκικές αρχές είχαν ενοχληθεί έντονα από την, σε πολλά επίπεδα, δράση του υπέρ του Ελληνισμού. Στις 20 Αυγούστου 1914 Τούρκοι αστυνομικοί απομακρύνουν τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο από την Μητρόπολή του και τον φέρνουνε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος επανέρχεται στη Σμύρνη μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, ενώ η υποδοχή του πίσω στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ήταν μια μεγάλη λαϊκή μάζωξη.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, στην περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν Ελληνική Διοίκηση. Ο Χρυσόστομος σ’ αυτήν την περίοδο αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μάλιστα, ήταν ο εμπνευστής της «Μικρασιατικής Άμυνας» για το σχηματισμό αυτόνομου κράτους σε ενδεχόμενο ήττας του ελληνικού στρατού. Ο Χρυσόστομος υποδεχόταν τα ελληνικά στρατεύματα ευλογώντας τις ελληνικές σημαίες και ήταν επικεφαλής ενός λαού ο οποίος ζητωκραύγαζε την άφιξή τους. Στις 10 Αυγούστου 1920 με τη Συνθήκη των Σεβρών παραχωρήθηκε στους Έλληνες η πολιτική εξουσία της περιοχής της Σμύρνης. Η Συνθήκη, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε καθώς στην Τουρκία επικράτησε ο Κεμάλ Ατατούρκ και αντικαταστάθηκε από την Συνθήκη της Λοζάνης. Η κατάρρευση, όμως, του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 απέλπισε τον Χρυσόστομο, ο οποίος αποδοκιμάζοντας τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του Ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία, ταυτόχρονα ζητούσε δυνατά από την Ελληνική Κυβέρνηση τρόπους, έως την τελευταία στιγμή, για τη διάσωση του Ελληνισμού από την επερχόμενη σφαγή. Μπορεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία να κατέρρεε ωστόσο μια νέα Τουρκία αναγεννιόνταν με επικεφαλής τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Χρυσόστομος προσπαθούσε να εξασφαλίσει τρόφιμα και φάρμακα και οργάνωσε υπηρεσίες περίθαλψης προσφύγων που έρχονταν από τα ενδότερα της Μικρασίας. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στα πολιτικά της περιόδου καθώς ο σκοπός ξεφεύγει του παρόντος άρθρου.
Μαρτύριο-Δυο συγκλονιστικές περιγραφές (Τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα είναι παρμένα αυτούσια από την πηγή νούμερο 2)
Η περισσότερο επίσημη περιγραφή για την τραγική δολοφονία του Ιεροεθνομάρτυρα Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης είναι αυτή που μας δίνει ο Γάλλος ιερωμένος και βουλευτής των Παρισίων αββάς Εδουάρδος Σουλιέ. Έγραψε ο Σουλιέ: «Το απόγευμα, της 9ης Σεπτεμβρίου, δηλαδή 27η Αυγούστου (παλ. Ημερολογίου), το Γαλλικό Προξενείο ειδοποιήθηκε, ότι ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Χρυσόστομος, διέτρεχε έσχατο κίνδυνο και ότι θα έπρεπε να σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες για να προστατεύσουν την απειλούμενη ζωή του. Ο επικεφαλής του αγήματος πρότεινε στον ιεράρχη να τον οδηγήσει στην εκκλησία της «Sacre Coeur», ή στο Γαλλικό Προξενείο.
Ο Χρυσόστομος δεν ανήκει στην Εκκλησία της Γαλλίας, αλλά αυτό δεν μ’ εμποδίζει να εκφράσω τον βαθύτατο σεβασμό προς την μνήμην του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθεί το προσφερόμενο καταφύγιο, λέγων ότι το καθήκον του είναι να μείνει για να συγκακοπαθήσει με το ποίμνιόν του. Όταν το Γαλλικό άγημα απεχώρησε, κατέφθασε με στρατιωτική άμαξα Τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες και ζήτησε από τον Χρυσόστομο να τον ακολουθήσει.
Οδήγησαν τότε τον ιεράρχη εις τα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός σ’ ένα κουρείο. Εκεί του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως για να διακρίνεται καλύτερα και εκεί διαδραματίσθηκε το φρικτό έγκλημα.
Του ξερρίζωσαν τα γένεια, τον κτύπησαν με μαχαίρι πισώπλατα και στη συνέχεια λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες του έκοψαν μύτη και αυτιά. Στο πλευρό των ανδρών συναγωνίζονταν μαινόμενες τουρκάλες που ενθάρρυναν με αρές και κατάρες τους λυσσασμένους άνδρες τους.
Αφού έριξαν χάμω τον ιεράρχη και τον καταπάτησαν, ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε χαμάληδες να σύρουν το πτώμα και αφού το πρόσδεσαν σε μια σακαράκα τό’ βαλαν μπροστά κι άρχισε να τρέχει σβαρνίζοντας το άγιο λείψανο του μάρτυρα ιεράρχη που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες του ελληνικού διχασμού και την υπεροψία των λεγόμενων χριστιανικών δυνάμεων που απεδείχθησαν και του Ποντίου Πιλάτου χειρότεροι!»
Μια άλλη (ίσως η πιο συγκλονιστική) μαρτυρία είναι αυτή του ακαδημαϊκού Γ. Μυλωνά. Ο Μυλωνάς ανέφερε αυτή τη μαρτυρία σε μια έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 60 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή (1922-1982). Έτσι, είπε τότε: «Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.
Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι οι Έλληνες χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδινές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο.
Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθησω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;», με ρωτά. «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;». «Ναι», του λέω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του’ βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκόπησαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτυρία που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε τι έλεγε;». «Ναι, ξέρω», του απήντησα. «Έλεγε: “Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς∙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”». «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία ευλογίας, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυό σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και που τον έθαψαν;», ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».»
Η αγιοκατάταξη του Αγίου Χρυσοστόμου και των συν αυτώ
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, το έτος 1992 (70 χρόνια μετά την Καταστροφή και τον μαρτύριο του Χρυσοστόμου), ανέθεσε στον αείμνηστο μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο Βαλληνδρά, αντιπρόεδρο αυτής στην συνοδική περίοδο 1991-92, να ετοιμάσει σχετική εισήγηση περί της αγιοκατατάξεως του Χρυσοστόμου και των συν αυτώ μαρτύρων. Έτσι, ο ιεράρχης συνέταξε εμπεριστατωμένη Εισήγηση, η οποία εγκρίθηκε τόσο από τη Συνοδική Επιτροπή επί Νομοκανονικών Ζητημάτων, όσο και από την Ιερά Σύνοδο. Εν συνεχεία, ακολούθησε η από 4ης Νοεμβρίου 1992 απόφαση της Ιεράς Συνόδου, υπό την προεδρία του αείμνηστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ και η έκδοση της υπ’ αρ. 2556/5.7.1993 εγκυκλίου προς του Μητροπολίτες, η οποία γνωστοποιούσε τα εξής (αυτούσιο από την πηγή 2): « «όπως από τον νυν και εις το εξής και εις τον αιώνα τον άπαντα», ο Χρυσόστομος και οι μετ’ αυτού «μαρτυρήσαντες επίσκοποι Γρηγόριος Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ικονίου, Ευθύμιος Ζήλων και οι συν αυτοίς κληρικοί τε και λαϊκοί ζήσαντες εις χρόνους δυσχερείς, πιστώς δε και θεαρέστως τον επίγειον διανύσαντες δόλιχον» απολαμβάνουν «την προσήκουσαν τοις αγίοις τιμήν».»
Προστάτης Άγιος
Ο Άγιος Χρυσόστομος έχει οριστεί ως ο προστάτης άγιος των Μικρασιατών. Επίσης μαζί με τον Άγιο Νεκτάριο είναι ο προστάτης άγιος του αθλητισμού και της γυμναστικής, καθώς ως πρωτοπόρος για την εποχή του, ηγήθηκε στην ανάπτυξη της άθλησης των νέων και τη δημιουργία αθλητικών – γυμναστικών εγκαταστάσεων, σχολείων και γηπέδων.
Ναοί στη μνήμη του
Ιεροί Ναοί στη μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν ανεγερθεί στη Δράμα, την Πτολεμαΐδα, στη Νέα Ιωνία Μαγνησίας, τη Ζίντα Ηρακλείου Κρήτης, τη Σάμο, στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Καμμένων Βούρλων Φθιώτιδας, στην πόλη Μπέργκεν της Νορβηγίας κ.α. Παρεκκλήσια στη μνήμη του υπάρχουν στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης και στον Ιερό Ναό Παναγίας Παντοβασίλισσας Ραφήνας.
Δημόσια Μνήμη
Σε πολλές πόλεις της χώρας υπάρχει οδός που φέρει το όνομά του καθώς και ανδριάντες και προτομές του κοσμούν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Σμύρνη, την Πάτρα, τη Νέα Ιωνία Μαγνησίας, τη Γλυφάδα, τον Πειραιά, τη Νίκαια Αττικής, το Περιστέρι Αττικής, τον Υμηττό, τη Δράμα, τις Σέρρες, την Καλαμάτα, τη Μενεμένη Θεσσαλονίκης, την Πτολεμαΐδα και άλλες πόλεις.
Δείτε την όμορφη ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε από μαθητές κατηχητικών σχολείων για την ζωή του Αγίου Χρυσοστόμου:
Πηγές:
1) Χρυσόστομος Σμύρνης – Βικιπαίδεια (wikipedia.org) (https://el.wikipedia.org/wiki/Χρυσόστομος_Σμύρνης)
2) ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ο ιερομάρτυς της Σμύρνης / ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ, Ευαγγέλου Π. Λέκκου, Εκδοτική παραγωγή ΣΑΪΤΗΣ, Σειρά: «ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΕΟΡΤΕΣ», Αρίθμηση βιβλίου στη Σειρά: 79, ISBN: 978-960-487-243-5, Σελ. 3-34