Ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού
Είναι δεδομένο ότι η 13η Σεπτεμβρίου 1922 (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο 31 Αυγούστου) άλλαξε αιφνίδια όσο και οριστικά τον ρου της ιστορίας. Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, που κατοικούσε τα ευρωπαϊκά παράλια της Εγγύς Ανατολής από αρχαιοτάτων χρόνων, ξεριζώθηκε με αποτρόπαιο και βίαιο τρόπο από τα προγονικά του εδάφη. Το όνειρο της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας, που θεμελίωνε και αιτιολογούσε για σχεδόν έναν αιώνα τον λόγο ύπαρξης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, κατέρρευσε μια για πάντα. Έτσι, τα μεγαλεπήβολα σχέδια του αιθεροβάμονος λαού για απελευθέρωση και ανάκτηση του αλύτρωτου ελληνισμού, παρέμειναν απλά σχέδια και δεν επιχειρήθηκε εκ νέου προσπάθεια για υλοποίηση του «ονείρου».
Γιατί, δεν αποτελούσε μόνο η ασταθής πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, στην δεκαετία του 1910, αποτρεπτικό παράγοντα επόμενων διεκδικήσεων και πολεμικών επιχειρήσεων στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Ήταν ακριβώς αυτή η ολέθρια, και, όμως, αναμενόμενη κατάληξη της χαοτικής κατάστασης που επικρατούσε στους κόλπους του στρατεύματος και στα πολιτικά τεκταινόμενα της Ελλάδας, που οδήγησε την Μικρασιατική Καταστροφή, να αποτελεί «πληγή» του ελληνικού κράτους, για πολλές δεκαετίες αφού εκείνη τελέστηκε. Και ενώ η Ελλάδα θρηνούσε τον χαμό του μικρασιατικού ελληνισμού, η Τουρκία του Κεμάλ βρισκόταν προ των πυλών της συγκρότησης μιας Τουρκίας «για τους Τούρκους», μπροστά στην περάτωση του αρχικού της σχεδίου.
Η εξωγενής εμπλοκή
Ωστόσο, η απώλεια του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, σαφέστατα δεν επηρέασε μόνο τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά παρουσίασε ένα διεθνές αντίκτυπο, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η ισχυροποίηση του Κεμάλ, ήδη πριν τα προαναφερθέντα γεγονότα, είχε σπεύσει να του χαρίσει συμμάχους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η συμφωνία φιλίας της Κεμαλικής Τουρκίας και της Ρωσίας του Λένιν, η οποία όπλισε, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, τους τσέτες, αφού προσέφερε στην τουρκική κυβέρνηση μεγάλη οικονομική και στρατιωτική αρωγή. Η Ρωσία, παρόλα αυτά, δεν ήταν η μόνη που στράφηκε στην Τουρκία του Κεμάλ. Σίγουρα έσπευσε, πολύ νωρίς, να την προσεγγίσει, πάντως δεν ήταν σε καμία περίπτωση η πρώτη που σκέφτηκε να στραφεί στην Ανατολή για να ικανοποιήσει τα δικά της συμφέροντα.
Η απαρχή της σχέσης Τουρκίας – Γερμανίας
Από τα 1870, και συγκεκριμένα από την στιγμή που ανακηρύχθηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία, στις 18 Ιανουαρίου του 1871 αρχίζει να «μετράει» η γερμανοτουρκική σχέση. Όπως εύκολα διαπιστώνεται, από τις χρονολογικές αναφορές, επρόκειτο για μία σχέση ιστορικά μακρά, η ερμηνεία της οποίας εξετάζεται ολιστικά υπό το πρίσμα μίας σχέσης που προέβλεπε αποκλειστικές και ανοιχτές εταιρικές δραστηριότητες. Αδιαμφισβήτητα, η σχέση αυτή προσέλαβε αμφοτεροβαρή χαρακτήρα χωρίς ωστόσο καμία προσπάθεια από πλευράς Γερμανίας να συγκαλύψει την φιλοτουρκική πολιτική της. Η γραμμική καταγραφή και αφήγηση της ιστορίας αιτιολογεί την στροφή της Γερμανίας προς την Ανατολή και συγκεκριμένα προς την Τουρκία, χαρακτηρίζοντας ωστόσο ως γενεσιουργό αιτία αυτής της σύνδεσης το πλέον σημαντικό οικονομικό-κοινωνικό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας, την Βιομηχανική Επανάσταση.
Το σημείο αυτό καμπής των οικονομιών όλων εν δυνάμει των χωρών στις οποίες εξαπλώθηκε η «Επανάσταση των Μηχανών» εκφράστηκε και ξεδιπλώθηκε διαφορετικά στις κατεξοχήν τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Το αποκορύφωμα της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία σημειώθηκε το 1837, ενώ στην Γαλλία το 1871. Αντίθετα στην Γερμανία, η κορύφωση αυτή άργησε να επέλθει. Έτσι, εν συγκρίσει με τις δυο προαναφερθείσες χώρες της Ευρώπης, η Γερμανία καθυστέρησε σημαντικά να αποκρυσταλλώσει στους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς κόλπους της το αντίκρισμα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η καθυστέρηση αυτή έδωσε πλεονεκτήματα στην Αγγλία και την Γαλλία, τα οποία η Γερμανία δεν είχε την τύχη να γευτεί. Δηλαδή, τόσο η Αγγλία, το φόριμο έδαφος που γέννησε την Επανάσταση, όσο και η Γαλλία, που την υποδέχτηκε δεύτερη, είχαν άπλετο χρόνο να δρέψουν τους καρπούς που αποκόμισαν και να διευρύνουν την οικονομική τους δραστηριότητα. Αντίθετα, το μεγάλο οικονομικό άλμα που διέγραψε η Γερμανία στο μεσοδιάστημα του 1880 και του 1910 είχε πολύ στενά περιθώρια να την καταστήσει ανταγωνιστική και υπολογίσιμη δύναμη μπροστά στις άλλες δύο χώρες. Διότι, αν και αδιαμφισβήτητα η οικονομική ισχύς που βρισκόταν συγκεντρωμένη στα χέρια της ήταν τεράστια, το έδαφος στο οποίο αυτή απλωνόταν ήταν εξαιρετικά περιορισμένο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου οικονομικής ανάπτυξης ήταν ήδη κατειλημμένο.
Τα κίνητρα της γερμανικής προσέγγισης
Το αποτέλεσμα ήταν, ότι η ικανοποίηση των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών της Γερμανίας προσέπιπτε σε κωλύματα, παρόλο που η οικονομία της ήταν αρκετά εύρωστη για να τα υπερβεί. Έτσι , αποφάσισε να είναι εφευρετική και να αναζητήσει φθηνές πρώτες ύλες και να διευρύνει τις αγορές της αξιοποιώντας την τακτική της υπερπόντιας επέκτασης. Και βέβαια, στην περίπτωση αυτή, τα τουρκικά εδάφη, αλλά και εν γένει η τουρκική πραγματικότητα της εποχής αποτελούσε την λυδία λίθο της Γερμανίας. Στο τελευταίο τέταρτο λοιπόν του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του επόμενου, η Γερμανία και παράλληλα η γερμανική πολιτική στην προσπάθεια εδραίωσης της ως Μεγάλη Δύναμη Παγκόσμιας Εμβέλειας, αξιοποιεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως Wirtschaftlicher Erganzungsraum, δηλαδή ως ενισχύοντα οικονομικό χώρο προς τον μείζονα ευρωπαϊκό. Και καθώς η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν επί θύρας, οι ηγετικές δυνάμεις της είχαν κάθε λόγο να επιδιώκουν επίρρωση των δεσμών με την Γερμανία.
Η γερμανική πολιτική και αρωγή στην διαμόρφωση της τουρκικής ιδέας για εθνοκάθαρση
Βέβαια, η γενικότερη ευμένεια προς την Τουρκία, είχε ξεπεράσει τα όρια της πολιτικής σκοπιμότητας και είχε εμφωλευθεί και στον απλό γερμανικό λαό, ο οποίος εξέφραζε μία πρωτόγνωρη επιθυμία να επισκεφθεί και την ανατολική πλευρά του Αιγαίου. Έτσι, η γερμανική πολιτική και ιδεολογία ενισχύθηκε στον ανατολίτικο λαό, η οποία είχε ξεκινήσει μεν να εισχωρεί στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας μέσω της προπαγάνδας και επεκτάθηκε δε μέσω της τριβής του Γερμανού και του Τούρκου πολίτη. Γιατί, το εθνικό σύνθημα και όραμα του τουρκικού λαού που συμπυκνώνεται στην φράση «Η Τουρκία για τους Τούρκους» είχε σαφέστατα επηρεαστεί από τη γερμανική αντίληψη περί Αρίας φυλής. Η αλήθεια είναι, ότι παρά το γεγονός πως, τωόντι, μεταξύ των Γερμανών αιωρούνταν το αβάσιμο αίσθημα της ανωτερότητας σε φυλετικό επίπεδο, στην Τουρκία δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Περισσότερο, όσοι κρατούσαν τα ηνία της χώρας, αναζητούσαν μια δικαιολογία για εθνοκάθαρση, όχι ακριβώς επειδή ασπάζονταν τις γερμανικές αντιλήψεις των οποίων οι φορείς προσπαθούσαν να τους εμφυσήσουν.
Η πραγματικότητα είναι, ότι στα εδάφη της Μικράς Ασίας και του Πόντου, η εκπαίδευση, η υγεία, το εμπόριο και άλλες κερδοφόρες επιχειρήσεις βρίσκονταν στο πεδίο του ελληνικού και όχι του τουρκικού μονοπωλίου. Και έτσι, ο οικονομικός παράγοντας και το γόητρο της κυριαρχίας, ανάχθηκαν σε αρκετά ικανούς λόγους για την προαναφερθείσα εθνοκάθαρση. Άλλωστε στην δύση -πλέον -της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αβδούλ Χαμίτ στην προσπάθεια του να απαλλαγεί από το οικονομικό αδιέξοδο και ανακτήσει την κυριαρχία της χώρας του, τάχθηκε πιο ανοιχτά από ποτέ στο πλευρό της Γερμανίας. Αλλά και αργότερα, όταν η Υψηλή Πύλη κατέρρευσε και την θέση της πήρε η νεοεμφανιζόμενη Τουρκία του Κεμάλ και των Νεότουρκων, οι οποίοι υπόσχονταν «ισότητα, ισονομία, αδελφοσύνη» η γερμανική υπόδειξη παρέμενε ακραιφνώς ίδια. Ειδικότερα, το 1912, ο Λίμον φον Σαντερς, ο οποίος προσκλήθηκε στην Τουρκία με πενήντα αξιωματικούς έχοντας ως αποστολή την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού , σημείωσε το εξής: «Αυτούς εδώ τι τους φυλάτε, εφόσον αφήνετε αυτούς εδώ είσθε είλωτες των Ελλήνων».
Η αναδρομική ευθύνη στην Μικρασιατική καταστροφή
Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπονοηθεί ότι η εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου μεθοδεύτηκε εξ ολοκλήρου από τη γερμανική πλευρά, καθώς αυτό βρισκόταν ήδη στα σχέδια των νεοτουρκικών κυβερνήσεων. Με βάση, επομένως, τα παραπάνω δεδομένα, η συμμαχία της Τουρκίας και της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (οι οποίες μαζί με τη Βουλγαρία και την Αυστροουγγαρία αποτέλεσαν τις Κεντρικές Δυνάμεις) ήταν αναμενόμενη και αιτιολογείται. Όπως επίσης αιτιολογείται, αλλά δεν δικαιολογείται η απαθής και αδρανής στάσης όλων των Μεγάλων Δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένη και την γερμανική πολιτική, μπροστά στις θηριωδίες απέναντι στο ανθρώπινο είδος που εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το αποκύημα της εν λόγω ιστορικής καταγραφής αποδεικνύει τη μεθοδικότητα με την οποία οι εκάστοτε γερμανικές κυβερνήσεις επέλεξαν να προσεγγίσουν την παραπαιόντα Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ιδιαίτερες φιλοδοξίες τους. Βέβαια, όπως τονίστηκε, η γερμανοτουρκική αυτή σχέση είχε αμφοτεροβαρή χαρακτήρα, ο οποίος ήταν, αν όχι προσχηματικός, σίγουρα εφήμερος. Και επειδή αναιρέθηκε αρκετά εύκολα, δεν πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στη μεμονωμένη και στιγμιαία αντίδραση της Γερμανίας μπροστά στη γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού που είχε ως αποκορύφωμα την καταστροφή της Σμύρνης αλλά στον καθοδηγητικό και ενισχυτικό ρόλο που αυτή είχε στην πραγμάτωση της.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν:
1.https://www.capital.gr/arthra/3480671/germania-tourkia-summaxoi-diaxronika-etairoi-kai-ston-21o-aiona/. Τελευταία πρόσβαση: 8/4/2024
2.https://www.eleftheriskepsis.gr/p/117244/germania-katestrepse-ellinismo-toyrkias.html. . Τελευταία πρόσβαση: 8/4/2024
3. Ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος 1914-1918, Marc Ferro.