Στις 11 Νοεμβρίου 1990 η «επαναστατική» πένα του Γιάννη Ρίτσου «σιγεί» για πάντα, έχοντας γράψει νωρίτερα αλησμόνητα έργα, που εξύμνησαν τη ρωμιοσύνη και την ανθρώπινη φύση. Ο Γιάννης Ρίτσος δοκιμάστηκε πολλές φορές, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε οικογενειακό επίπεδο, με πατέρα βυθισμένο στον τζόγο, με μητέρα και αδελφό να προσβάλονται από φυματίωση και να «φεύγουν» πρόωρα και με τον ίδιο, επίσης, να δέχεται το χτύπημα της ασθένειας (φυματίωση). Δεν υπέκυψε στο καθεστώς Παπαδόπουλου, εξορίστηκε 4 φορές(!), αλλά διατήρησε αταλάντευτο και αδιαπραγμάτευτο το πάθος και το κουράγιο του για την ποίηση.
Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος του– τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος.
Από το ποίημα «Ο χώρος του ποιητή», συλλογή «Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη».
Advertising
Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου – Τα πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας, έχοντας τρία αδέλφια, τη Νίνα, τον Μίμη και την πολυαγαπημένη του Λούλα. Ο πατέρας του, Ελευθέριος Ρίτσος, ήταν μεγαλοκτηματίας, που δεν υιοθέτησε ποτέ το κλασσικό πατρικό πρότυπο, όντας γυναικάς και -από νωρίς- βυθισμένος στον τζόγο. Από την άλλη, η μητέρα του, Ελευθερία Βουζουναρά, κόρη πλουσίων εμπόρων με καταγωγή από το Γύθειο ήταν σαφώς πιο στοργική και καλή κηδεμόνας.
Όσον αφορά την εκπαίδευσή του, φοίτησε στο σχολαρχείο Μονεμβασιάς, και σε ηλικία δέκα ετών (1919) αποφοίτησε. Δύο χρόνια αργότερα, γράφτηκε στο γυμνάσιο Γυθείου. Η συγκεκριμένη χρονιά (1921), ήταν ίσως η πιο καταστροφική για τον ποιητή, καθώς «έχασε» τη μητέρα του και τον αδελφό του, τον Μίμη, από φυματίωση. Το 1924 κατάφερε να δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα» και την αμέσως επόμενη χρονιά αποφοίτησε από το γυμνάσιο. Μαζί με την αδελφή του Λούλα, λίγο καιρό μετά, ταξίδεψαν για την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας του συνέχιζε να στροβιλίζεται στη δίνη του τζόγου, μέχρι που καταστράφηκε οικονομικά. Έτσι, ο νεαρός Ρίτσος, προκειμένου να βιοποριστεί, εργάζεται αρχικά ως δακτυλογράφος, και εν συνεχεία ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα.
Γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;
«Ο Γέροντας με τους Χαρταϊτούς».
Advertising
Η μετέπειτα ζωή του – Η ασθένεια που επιβαρύνει την υγεία του
Τον επόμενο χρόνο (1925), ο Μονεμβασιώτης ποιητής θα προσβληθεί, όπως και η μητέρα του και ο αδελφός του, από φυματίωση και θα επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του για ανάρρωση. Παρά τις δυσκολίες που του προκαλεί η ασθένεια, ο Ρίτσος θα εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά δε θα καταφέρει να αποφοιτήσει. Ως εκ τούτου, θα εργαστεί ως βοηθός βιβλιοθηκάριου, και στη συνέχεια ως γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Όμως, δε μπορεί να αγνοήσει την αρρώστια, η οποία επιβαρύνει αρκετά την υγεία του και τον Ιανουάριο του 1927 θα νοσηλευτεί στην κλινική «Παπαδημητρίου». Τον επόμενο μήνα μεταφέρθηκε στη κλινική «Σωτηρία», όπου και παρέμεινε για τρία ολόκληρα χρόνια. Στη «Σωτηρία» θα γνωρίσει σπουδαίους μαρξιστές, διανοούμενος, αλλά και την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη. Την ίδια περίοδο, χωρίς να χάσει το πάθος και το κουράγιο του ούτε στιγμή, γράφει ποιήματα, τα οποία θα δημοσιευτούν αργότερα στο φιλολογικό παράρτημα της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Τρία χρόνια μετά (φθινόπωρο 1930-1), θα λάβει εξιτήριο και θα ζήσει για αρχή στα Χανιά, αλλά -λόγω καταγγελιών για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης- θα μεταφερθεί στο σανατόριο του «Αγίου Ιωάννη» για θεραπεία. Τον Οκτώβριο του 1931 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα λάβει τη διευθυντική θέση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης, θα σκηνοθετήσει κάποιες παραστάσεις και θα συμμετάσχει σε άλλες ως ηθοποιός. Η υγεία του πλέον, όπως και τα οικονομικά του, έχουν βελτιωθεί πολύ, και σε αυτό συμβάλλει η αδελφή του Λούλα, που πλέον ζει στην Αμερική, έχοντας παντρευτεί.
Ο Γιάννης Ρίτσος και η ποίηση
Ο Ρίτσος, λίγα χρόνια μετά (1933), θα συνεργαστεί με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια θα συμμετέχει σε διάφορους θιάσους, όπως της Ζ. Νταλμά, του Ριτσιάρδη, του Μακέδου και του Παπαϊωάννου.
Ένα χρόνο μετά, γράφει στο «Ριζοσπάστη», εκδίδει την ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο «Σοστίρ» (αναγραμματισμός του επιθέτου του) και εγγράφεται ως μέλος στο Κ.Κ.Ε., εισερχόμενος έτσι και επίσημα στην κομμουνιστική ιδεολογία, στην οποία θα μείνει πιστός για όλη του τη ζωή. Παράλληλα, όμως, ο πατέρας του -κατεστραμμένος οικονομικά- θα χάσει και τη λογική του, και το 1934 θα νοσηλευτεί στο «Δαφνί», γεγονός που θα επηρεάσει βαθιά και τη ψυχική υγεία της αδελφής του Λούλας, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί και αυτή, το 1938.
Στο μεταξύ, ο Γιάννης Ρίτσος, συνεχίζοντας το ποιητικό του έργο, θα εκδώσει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Πυραμίδες». Παράλληλα, προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του, θα εργαστεί ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».
Την αμέσως επόμενη χρονιά όμως, θα γίνει μάρτυρας αιματηρών επεισοδίων στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα βρεθεί, καθώς οι καπνεργάτες, το πιο πολυπληθές συνδικάτο της εποχής -αποτελούμενο κατά 70% από γυναίκες-, θα διαδηλώσουν έντονα στις 29 Απριλίου 1936, με την αστυνομία και το στρατό να εμπλέκονται με άσχημο τρόπο.
Η εικόνα μιας μάνας, την επομένη, να θρηνεί το γιο της, θα δώσει την αφορμή στον Ρίτσο, να γράψει τον «Επιτάφιο», που θα κυκλοφορήσει σε 10.000 αντίτυπα. Ωστόσο, με τη δικτατορία του Μεταξά αρκετά από αυτά θα καούν στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Το 1938 ο Ρίτσος θα εκδώσει την «Εαρινή Συμφωνία» και θα συμμετάσχει στο Εθνικό θέατρο. Ένα χρόνο αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», ενώ γίνεται και χορευτής στη Λυρική σκηνή!
Η περίοδος της Κατοχής
Λίγα χρόνια μετά, βιώνει έντονα την περίοδο της κατοχής με δυσάρεστες συνέπειες. Ζει κατάκοιτος, όμως παρ’ όλα αυτά, συμμετέχει στην αναμόρφωση του Ε.Α.Μ. Δεν πήρε ποτέ χρήματα, όταν κινδύνεψε το 1942 από τις κακουχίες, κι ούτε από το Ε.Α.Μ.
Έζησε από κοντά τα Δεκεμβριανά. Ο Ελλάς ηττάται και ο Γιάννης Ρίτσος εντάσσεται σε άλλη μονάδα, ώστε να συμπτυχθούν οι δυνάμεις. Περνά από τη Λαμία, γνωρίζεται με τον Άρη Βελουχιώτη, και οδεύει προς την Κοζάνη, όπου ανεβάζει τη θεατρική παράσταση «Αθήνα στ ‘άρματα». Το έτος 1945 γράφει το -τεράστιας σπουδαιότητας- έργο του, τη «Ρωμιοσύνη», ένα ποίημα που το 1966 θα μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, αφού νωρίτερα είχε γνωρίσει και προσωπικά τον Ρίτσο.
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο[..]
«Ρωμιοσύνη».
Ο Εμφύλιος πόλεμος
Μετά την περίοδο της Κατοχής, ήταν έτοιμος να βιώσει ακόμα πιο οδυνηρές συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου, λόγω των αριστερών του φρονημάτων.
Αρχικά, θα εξοριστεί στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη συνέχεια στη Μακρόνησο (1949), και έπειτα στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1). Το 1952 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα ενταχθεί στην ΕΔΑ. Δυο χρόνια μετά, θα παντρευτεί την αγαπημένη του Φιλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο και θα αποκτήσει την κόρη του Έρη (1955).
Με την κόρη του να είναι πλέον ενός έτους, ο Ρίτσος θα ταξιδέψει μέχρι τη Σοβιετική Ενωση, ως αντιπρόσωπος των εν Ελλάδι διανοουμένων και ως δημοσιογράφος, ενώ παράλληλα θα λάβει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το εξαιρετικό ποίημά του «Σονάτα του Σεληνόφως (1956)».
Το ποίημα αυτό θα διαβάσει και ο Γάλλος ποιητής και συγγραφέας, Λουί Αραγκόν, χαρακτηρίζοντάς το «βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυϊας» και επισημαίνοντας πως ο Γιάννης Ρίτσος αποτελούσε τον «μεγαλύτερο από τους ποιητές του καιρού μας, που βρίσκονται στη ζωή».
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
«Ρωμιοσύνη».
Η υπόλοιπη ζωή του Ρίτσου και ο θάνατος
Το 1962 μετέβη στη Ρουμανία, όπου γνώρισε τον Ναζίμ Χικμέτ, και μαζί συνεργάστηκαν σε μεταφράσεις έργων στα ελληνικά. Στη συνέχεια, θα ταξιδέψει στην Τσεχία, στη Σλοβακία, στην Ουγγαρία και στη Γερμανία, με κύρια ασχολία του να αποτελεί η ανθολογία Τσέχων ποιητών.
Το 1964 συμμετείχει στις εκλογές της ΕΔΑ, ενώ τον Απρίλιο του 1967 ξέσπασε πραξικόπημα, το οποίο και βίωσε με άσχημο τρόπο. Παρά τις παραινέσεις φίλων του, δεν εγκατέλειψε το σπίτι του, ούτε την Ελλάδα. Συνελήφθη σχεδόν αμέσως και οδηγήθηκε στον Ιππόδρομο του Φαλήρου, έγκλειστος. Μετά, στάλθηκε στη Γυάρο, και εν συνεχεία στο Παρθένι της Λέρου. Με τις τόσες περιπέτειες, η υγεία του επιβαρύνθηκε, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στον «Άγιο Σάββα», και έπειτα στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι με κατ’ οίκον περιορισμό.
Το 1970 γύρισε στην Αθήνα, δε συμβιβάστηκε με το καθεστώς Παπαδόπουλου και εξορίστηκε στη Σάμο. Επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα, εγχειρίστηκε επιτυχώς στην Κλινική Αθηνών, ενώ συμμετείχε και στα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Με την πτώση της δικτατορίας, ο Γιάννης Ρίτσος ζει στην Αθήνα, γράφει πυρετωδώς και αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας παράλληλα το γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφέ ντε Βινί», το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα, και αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ στα Πανεπιστήμια του Μπέρμιγχαμ, Καρλ Μαρξ (Λειψία), Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Το 1986 θα λάβει το βραβείο του ΟΗΕ, «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης». Λίγα χρόνια μετά, στις 11 Νοεμβρίου του 1990, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, αλλά και ένα τεράστιο έργο πίσω του, με πλήθος ποιητικών έργων, δημοσιευμάτων και μελετών από τους συγχρόνους του.
«Το τραγούδι της αδελφής μου» – Η ιστορία πίσω από ένα σπουδαίο έργο
Το 1937, οικογενειακά προβλήματα σε συνδυασμό με τη διαταραγμένη ψυχική υγεία του πατέρα της, αναγκάζουν τη Λούλα να νοσηλευτεί στο ψυχιατρείο Δαφνί. Η υγεία της κλονίστηκε κυρίως, όταν είδε και τον αδελφό της Γιάννη, να κάνει αιμόπτυση και να προσβάλεται από φυματίωση. Ο Γιάννης Ρίτσος είχε ήδη δει τη μητέρα και τον αδελφό του να πεθαίνουν από φυματίωση, και τον πατέρα τους να διαταράσσεται ψυχικά. Μην αντέχοντας την κατάσταση της αδελφής του, λυγίζει. Η υγεία της δε βελτιώνεται και η νοσηλεία της διαρκεί αρκετά, πράγμα που τον ανησυχεί ιδιαίτερα. Παίρνει λοιπόν την απόφαση, να γράψει «το τραγούδι της αδελφής μου», ένα έργο, που ίσως δίχως να το περιμένει, γνώρισε μεγάλη αποδοχή, με αποκορύφωμα το εγκωμιαστικό σχόλιο -εν είδει στίχου- του Κ. Παλαμά: «Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης, παραμερίζουμε ποιητή, για να περάσεις».
Πώς ο Μ.Κατράκης διέσωσε σε μπουκάλια τα ποιήματα του Ρίτσου
Ο Μάνος Κατράκης εντάχθηκε στο Ε.ΑΜ. και βρέθηκε στην ίδια σκηνή με τον Γιάννη Ρίτσο. Αμέσως οι δυο τους, αν και χωρίζονταν κάποιες στιγμές, ανέπτυξαν μια ισχυρή φιλία. Ο Κατράκης εξομολογήθηκε αργότερα για το φίλο του, Ρίτσο: «Θυμάμαι με συγκίνηση το πάθος του για το γράψιμο. Πάθος που, βέβαια, δεν τον άφησε ποτέ. Ξύπναγε το πρωί, άπλωνε το ένα χέρι δεξιά, το άλλο αριστερά, έπιανε μολύβι και χαρτί, ανασηκωνόταν λιγάκι και άρχιζε να γράφει. Έγραφε… Έγραφε… Έγραφε… Έσκιζε, ξαναέγραφε, χωρίς να πιει καφέ, χωρίς τίποτα»[..] «Σηκωνόμουν εγώ να του κάνω ένα καφεδάκι κι αυτός εκεί να γράφει, παρόλο που δεν ήταν πολύ καλά. Είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες. Καμιά φορά, όταν μπορούσα, πήγαινα και του μάζευα κανένα χορταράκι να του το βράσω, να πιει το ζουμί του, που ήταν δυναμωτικό».
Ο Κατράκης υπέστη μαζί με τον Ρίτσο ψυχολογικό πόλεμο και βασανιστήρια από το καθεστώς και στάλθηκαν από κοινού στη Μακρόνησο. Εκεί, ο Κατράκης μαζί με το συνεξόριστο και φίλο του, Γιολάση, σκέφτηκε να διασώσει τα ποιήματα του Ρίτσου, πιστεύοντας ότι αν δεν το έκανε, δε θα κατάφερναν να επιβιώσουν. Έτσι, αν και ο Γιολάσης διαφωνούσε, τα έβαλαν μαζί, τυλίγοντάς τα μέσα σε μπουκάλια, σε έναν κουβά με πανί. Προσποιήθηκαν ότι θα μάζευαν χόρτα και πέρασαν μπροστά από τους φρουρούς με μεγάλη ευκολία.
Ο Κατράκης ανέφερε στη βιογραφία του: «Είχαμε έναν καβγά με τον Γιολάση, γιατί εγώ τράβαγα προς το φυλάκιο. Εκείνος έλεγε ότι θα μας δουν και μου φώναζε ότι είμαι τρελός. Εγώ πάλι πίστευα, ότι, αφού μας βλέπανε σχεδόν κάτω από τη μύτη τους, δε θα υποψιαζόντουσαν». Έτσι, ενώ ο Κατράκης με τον Γιολάση έκαναν ότι μάζευαν χόρτα, ο Κατράκης αυτοβούλως έσκαβε λάκκο, και έκρυβε σιγά – σιγά τα μπουκάλια. Πριν σταλεί στον Άϊ – Στράτη, ο Κατράκης πρόλαβε να τα ξεθάψει και να τα πάρει μαζί του. Τα ποιήματα αυτά -λόγω τόπου και κατάστασης- ονομάστηκαν «Μακρονησιώτικα» ή «Πέτρινος Χρόνος» (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1949).
Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει, παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.
Αντί επιλόγου
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Γιάννης Ρίτσος εξομολογήθηκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου στη γυναίκα του, Φιλίτσα: «Να καταλάβετε ότι δε θέλω να ζήσω άλλο. Ως εδώ ήταν. Δε λυπάμαι και δε φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα[..]. Αυτή ήταν η ζωή μου», συνέχισε. «Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω[..]. Όχι πικρία. Λύπη, ναι. Κακή εποχή. Ιστορική αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολη υπόθεση. Αργούν να καταλάβουν. Αργούν να προχωρήσουν».
Ο Γιάννης Ρίτσος «έφυγε», έχοντας μεγάλη πνευματική διαύγεια και απόλυτη λογική, στις 11 Νοεμβρίου 1990, την ίδια μέρα (11 Νοεμβρίου), που «έφυγε» και η μητέρα του.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.«Αποχαιρετισμός».
Παρακάτω, ακολουθεί ένα βίντεο με μια εξομολόγηση καρδιάς από τον Ρίτσο, για το λόγο που έγραφε, και ένα δεύτερο για τη σεμνοτυφία στην τέχνη. Καλή απόλαυση.
Γιάννης Ρίτσος – Πηγές αφιερώματος
http://www.mixanitouxronou.gr/edosa-ke-pira-polla-tora-den-perno-pia-oute-dino-irthe-i-ora-na-figo-to-sigkinitiko-antio-tou-ritsou-stous-filous-tou-mesa-apo-to-nosokomio-akomi-ke-sto-chirourgio-zitise-na-kapnisi-ke-tou-t/
http://www.mixanitouxronou.gr/to-tragoudi-tis-adelfis-mou-to-piima-pou-egrapse-o-ritsos-gia-tin-adelfi-tou-otan-afti-nosilevotan-sto-psichiatrio-mazi-me-ton-patera-tous/
http://www.mixanitouxronou.gr/pos-o-katrakis-diesose-ta-piimata-tou-ritsou-stin-exoria-tis-makronisou-to-ripsokindino-schedio-me-ton-kouva-ke-ta-boukalia/
http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=586
https://www.sansimera.gr/biographies/1065