Στέκεται πίσω από την κάμερα και καθοδηγεί τους χαρακτήρες να ακροβατούν ανάμεσα στον τόπο και το χώρο, σαν αερικά. Η ομίχλη τρέχει από πάνω τους, καταλήγοντας να σκεπάζει σαν πέπλο τα σπίτια ενός κινηματογραφικού τοπίου, γνώριμου και μελαγχολικά απόκοσμου. Ζητάει απ’ τους ηθοποιούς να στέκουν αγέρωχοι, αλλά όχι στυλιζαρισμένοι. Να μιλούν λίγο, να μη φλυαρούν. Προσπαθεί σαν μαέστρος να δημιουργήσει κόσμους και χαρακτήρες που λένε πολλά, χωρίς να λένε τίποτα. Περιστρέφει την κάμερα αργά, τελετουργικά. Σε ένα πετρόκτιστο καφενείο πιο κάτω ακούγεται ένας παππούς να τραγουδάει «Μωρή κοντούλα λεμονιά, με τα πολλά λεμόνια, Βησσανιώτισσα, σε φίλησα κι αρρώστησα κι ούτε γιατρό δε φώναξα.» Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μαγεύεται. Χρόνια αργότερα θα πει, πως αυτό που θέλει να κρατήσει φεύγοντας είναι η εικόνα των σπιτιών στα Ζαγοροχώρια και αυτή τη φωνή του γέροντα που τραγουδούσε την Κοντούλα Λεμονιά. Τον στιγματίζει. Σταματάει για λίγο το γύρισμα, σα να βρήκε αυτό που έψαχνε καιρό. Τώρα φωνάζει: Φώτα, κάμερα, πάμε!
27 Απριλίου 1935 στην Αθήνα γεννιέται ο Θόδωρος Αγγελόπουλος
Στον Άγιο Παντελεήμονα της οδού Αχαρνών τελειώνει το Δημοτικό σχολείο, τότε που βλέπει την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων, έχοντας στα διπλανά θρανία τον καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστο Γιανναρά, το δημοσιογράφο και στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο και το ζωγράφο Αλέκο Φασιανό. Ο θείος του είναι δικηγόρος, έχοντας ένα καλό γραφείο, όμως δεν έχει αντικαταστάτη. Έτσι, η οικογένειά του τον παροτρύνει να ακολουθήσει νομικές σπουδές και να σταθεί επαγγελματικά στο πλευρό του.
Στα χρόνια της ανασφάλειας και της ματαιότητας, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο μικρός Θόδωρος κάθεται σε μία καρέκλα που τα πόδια του οριακά ακουμπούν στη γη και παρακολουθεί την ταινία του Μάικλ Κέρτιζ «Κολασμένες Ψυχές.» Ο ίδιος, χρόνια αργότερα φορώντας πια τα γαλόνια του σημαντικού σκηνοθέτη θα πει:
«Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή: Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σε έναν τοίχο και μια κραυγή»
Advertising
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος το έσκαγε απ’ τη Νομική και πήγαινε σινεμά
Το 1953 διαβαίνει τις πύλες της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως, αντί να πηγαίνει στα μαθήματα της σχολής του, πήγαινε το πρωί σινεμά και έβλεπε ταινίες. Δεν τον ενδιέφεραν οι ηθοποιοί. Μόνο αυτοί που γράφονταν στο τέλος με μικρά γράμματα, οι δημιουργοί. Τη σχολή την εγκαταλείπει λίγο πριν πάρει το πτυχίο. Στην Πατησίων 65 και Ιουλιανού γωνία, στη Σχολή Σταυράκου πηγαίνει στην αρχή, όμως επειδή δεν του άρεσε το κλίμα, φεύγει. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1961 φεύγει για το Παρίσι, όπου αρχικά παρακολουθεί στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, φιλμογραφίας με τον Ζορζ Σαντούλ και εθνολογίας με τον Κλοντ Λεβί- Στρος.
Στο Παρίσι τα έξοδα σπουδών είναι πολλά και αδυνατεί να αντεπεξέλθει. Έτσι, δουλεύει στη ρεσεψιόν της φοιτητικής εστίας, όπου διαμένει. Στη συνέχεια, γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή Κινηματογράφου IDHEC, αλλά την εγκαταλείπει, επειδή θα έρθει σε ρήξη με ένα καθηγητή του. Στο Παρίσι θα μείνει για τέσσερα χρόνια. Όταν θα επιστρέψει, η μητέρα του θα τον περιμένει στο αεροδρόμιο και αφού τον αγκαλιάσει και τον φιλήσει θα του πει: «Το έκανες κι αυτό. Τώρα θα πάρεις και το πτυχίο της Νομικής για να είσαι ασφαλής…» Ὀμως ο Αγγελόπουλος δεν θα το κάνει.
«Μια ταινία έχω κάνει… την Αναπαράσταση»
Το 1970 είναι η χρονιά που οι Έλληνες σινεφίλ θα ακούσουν για πρώτη φορά το όνομα Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ο σκηνοθέτης θα συστηθεί στο κοινό με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Αναπαράσταση,» που βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και αφορά την αστυνομική και δημοσιογραφική διερεύνηση του θανάτου ενός μετανάστη, που λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, δολοφονείται από τη γυναίκα του και τον εραστή της.Έτσι, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα προβλήματα και τις συνθήκες διαβίωσης της ελληνικής επαρχίας με μια οπτική ρεαλιστική και πρωτοποριακή. Πλάνα αργά, χαρακτήρες που σιωπούν, τοπία πνιγμένα στην ομίχλη και Ιστορία. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σκέπτεται με την Ιστορία, από την Ιστορία και για την Ιστορία. Δεν μπορεί να ζήσει έξω απ’ την ροή των γεγονότων. Ακόμη και η παραμικρή του χειρονομία παίρνει ιστορική διάσταση, όπως θα πει ο Γεωργουσόπουλος σε συνέντευξή του.
Η «Αναπαράσταση» προμηνύει την εμμονή του Αγγελόπουλου, που δε θα την απατήσει μέχρι την τελευταία του ταινία. Την εμμονή του να κάνει αυτό που αγαπά όχι για να τον αγαπήσει το κοινό, αλλά για να νιώθει εκείνος καλά στο τέλος των γυρισμάτων.
«Εγώ έχω κάνει μία ταινία…την Αναπαράσταση. Όλες οι άλλες βγαίνουν μέσα απ’την Αναπαράσταση. Όλες οι άλλες δεν είναι παρά παραλλαγές πάνω στο κεντρικό μουσικό θέμα της Αναπαράστασης. Εκεί θα βρει κανείς τον τρόπο γραφής μου, τα ελαττώματά και τα προτερήματά μου. Εκεί θα βρει κανείς όσα αγαπώ.»
Οι ταινίες του Αγγελόπουλου δομούν το θρυμματισμένο κομμάτι της μνήμης μας
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σε συνέντευξή του θα πει: «Το παρελθόν υπάρχει στο παρόν και το οριοθετεί.» Κι αυτό ακριβώς ήταν που αποτύπωσε στις ταινίες του. Το παρελθόν στο έργο του εμφανίζεται, όχι με την προσκόλληση σε αυτό, αλλά με την μνεία, την αναφορά. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν συντηρητικός και εμμονικός με το παρελθόν. Σε κάθε ταινία του μετέφερε μπροστά μας τη συλλογική μνήμη. Δεν τον ενδιέφερε το παρελθόν, μονάχα η σημασία του. Ο Ελύτης είχε πει: «Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε, δώσε της διάρκεια, μπορείς!». Αυτό ακριβώς έκανε ο Αγγελόπουλος. Έδινε τη δύναμη στους ανθρώπους να σκεφτούν, να θυμηθούν, να αποκτήσουν αίσθημα ευθύνης απέναντι στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. «Αν με ρωτούσαν τι είναι ο χρόνος θα απαντούσα, εμείς!», θα πει ο σκηνοθέτης κάποια στιγμή.
Μετά την «Αναπαράσταση,» ακολουθούν οι ταινίες: «Μέρες του ’36» (1972), «Θίασος» (1974) και «Κυνηγοί» (1977). Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία «Μεγαλέξανδρος,» που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, που έμελλε να είναι το πρώτο μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, γνωρίζεται με τη διευθύντρια παραγωγής Φοίβη Οικονομοπούλου, η οποία έγινε από τότε η σύντροφος της ζωής του. Μαζί θα αποκτήσουν τρεις κόρες, την Άννα (1980), την Κατερίνα (1982) και την Ελένη (1985). Το 1984, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει το «Ταξίδι στα Κύθηρα,» την πρώτη ταινία από την «Τριλογία της σιωπής,»,όπως ο ίδιος ονόμασε. Ακολουθεί ο «Μελισσοκόμος» το 1986. Η τριλογία κλείνει με το «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988). Έχει τιμηθεί με το σπουδαιότερο βραβείο της καλύτερης ταινίας, Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1998, για την ταινία Μία αιωνιότητα και μία μέρα. Το 1995, ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία «Το Βλέμμα του Οδυσσέα,» εκφράζοντας την ανάγκη του μέσω του φιλμ, για μια νέα θέαση του κόσμου.
«Το μόνο που ξέρω είναι αυτό που θέλω να κρατήσω εγώ φεύγοντας…»
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στις 24 Ιανουαρίου του 2012 θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Παρασύρθηκε, κατά τη διάρκεια γυρισμάτων, από μοτοσικλέτα. Συχνά έλεγε, πως αυτό που ήθελε να κρατήσει φεύγοντας είναι την εικόνα της ομίχλης που σκέπαζε τα σπίτια στα Ζαγοροχώρια και τη φωνή εκείνου του παππού, που τραγουδούσε την Κοντούλα Λεμονιά της «Αναπαράστασης.» Εκεί, όπου χρόνια μετά άκουσε την καλύτερη κριτική ταινίας που είχε ακούσει στη ζωή του. Στο Συρράκο, ψάχνοντας ένα χωριό για τη νέα του ταινία, άκουσε έναν καφετζή να λέει σε έναν παππού που καθόταν σε μια γωνία κοντά στην σόμπα, στηρίζοντας το πηγούνι στη βακτηρία του: «Μπάρμπα Γιώργη αυτός εδώ ο κύριος έχει κάνει την ταινία με τη γυναίκα που…» (προσπαθώντας να του εξηγήσει την «Αναπαράσταση»). Ο Αγγελόπουλος τότε έκπληκτος πλησιάζει τον παππού και τον ρωτάει: «Δε μου λες μπάρμπα, πώς σου φάνηκε;» Ο παππούς σοβαρεύει απότομα το ύφος του και του λέει: «Κοίταξε, μερικά πράγματα δεν τα κατάλαβα, όμως είναι πράγμα δικό μας.»
Η τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου «Η σκόνη του χρόνου», θα ξεκινήσει: «Τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν τελειώνει. Ξαναγυρίζω σε μια Ιστορία που άφησα να ξεγλιστράει στο παρελθόν, να χάνει σε διαύγεια από την σκόνη του χρόνου αλλά απρόσμενα κάποια στιγμή να επιστρέφει σαν όνειρο.» Αυτές είναι οι τέσσερις λέξεις που χαρακτηρίζουν το έργο του. Και ο Αγγελόπουλος είτε σ’αρέσει είτε όχι, δημιουργούσε κόσμους και σύμπαντα. Κόσμους γεμάτους μνήμη, επιστροφή, ματαίωση, πόνο, Ελλάδα, Ιστορία. Την αλλαγή που δεν μπορούσε να κάνει πολιτικά, επιχείρησε να την κάνει κινηματογραφικά. Και το κατάφερε! Είτε λοιπόν συμφωνούμε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, είτε διαφωνούμε, του οφείλουμε ένα Ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ για την Ελλάδα που μας σύστησε απ’ την αρχή. Ένα ευχαριστώ που μας άφησε για λίγο να δούμε με τα μάτια του σύγχρονου Οδυσσέα.
Ακολουθεί βίντεο-απόσπασμα απο την ταινία « Αναπαράσταση»:
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο:
Η ιστορία των χαμένων χρόνων μου Θ. Αγγελόπουλος 1970.|youtube
Η ζωή είναι αλλού Θόδωρος Αγγελόπουλος.|youtube
Θόδωρος Αγγελόπουλος|Ένας αιώνας και μια μέρα του Χρήστου Κωβαίου, ΝΕΤ 2000.|youtube
Theo Angelopoulos-interview thiasos.|youtube
.