
«Συνοικία το όνειρο» είναι ο τίτλος μιας ταινίας, της μοναδικής που σκηνοθέτησε ο μεγάλος ηθοποιός Αλέκος Αλεξανδράκης. Η ταινία μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί σαν ένα ποίημα φτιαγμένο από εικόνες και αλήθεια, μιας και ένας από τους σεναριογράφους της ήταν ο σπουδαίος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής που έγραψε ένα «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα», έγραψε και για μια μικρή συνοικία με μεγάλα όνειρα. Η συνοικία αυτή ήταν ο Ασύρματος, μια παραγκούπολη κάτω από την Ακρόπολη, στην Αθήνα. Οι άνθρωποι που την κατοικούσαν, ονειρευόταν μέσα σε «Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά», να ξημερώσει γι’ αυτούς ένα καλύτερο αύριο, με λιγότερα δάκρυα και περισσότερα χαμόγελα.
«Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα».
Τάσος Λειβαδίτης, από το βιβλίο «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα»
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης εμπνέεται από τον ιταλικό κινηματογράφο
Η έμπνευση του Αλέκου Αλεξανδράκη να σκηνοθετήσει μία ταινία η οποία θα εξέφραζε τις σκέψεις του, προήλθε από τον ιταλικό κινηματογράφο. Βλέποντας πόσο μοιάζει ο λαός μας στον ιταλικό λαό, ονειρεύτηκε να δημιουργήσει ένα έργο μέσα από το οποίο θα μπορούσε να δείξει την ελληνική πραγματικότητα στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια της δεκαετίας του ’60.
Παράλληλα, πρωταγωνιστώντας ο ίδιος στην ταινία, θα ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει από τους ρόλους του ζεν πρεμιέ, για τους οποίους επιλεγόταν παρά τους επέλεγε ο ίδιος και τους ερμήνευε τελικώς για οικονομικούς λόγους. Η ιδέα του δεν άργησε να μπει σε εφαρμογή. Με την τότε σύζυγό του, Αλίκη Γεωργούλη, καταξιωμένη ηθοποιό του θεάτρου, ανέλαβαν δράση.

Ο αγαπημένος ποιητής
Ο Αλεξανδράκης ήταν λάτρης της ποίησης και ήδη διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον μεγάλο ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Έτσι του πρότεινε να γράψει το σενάριο της ταινίας σε συνεργασία με τον θεατρικό συγγραφέα Κώστα Κοτζιά, αδερφό του λογοτέχνη Αλέξανδρου Κοτζιά και επίσης καλό φίλο του ηθοποιού.
Το όνειρο, η ιδέα για την ταινία, είχε σχεδόν ζωντανέψει στις σκέψεις των δημιουργών κι εκείνο που έλειπε πια, ήταν τα πρακτικά μέρη της εφαρμογής του έργου, με πρώτο μέλημα την αναζήτηση του κατάλληλου σκηνικού.

Ο «Ασύρματος»
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη επισκέφτηκαν πολλές συνοικίες για να διαλέξουν την κατάλληλη για την πραγματοποίηση των γυρισμάτων της ταινίας, όμως υπήρξε μια συνοικία που δεν την γνώριζαν, ο Ασύρματος. Την συγκεκριμένη περιοχή την βρήκαν πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου, στα Πετράλωνα, εκεί όπου παλιά υπήρχε το λατομείο. Ήταν μια παραγκούπολη που είχαν φτιάξει με τα χέρια τους και με ότι υλικά είχαν βρει οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, μέσα σε μια νύχτα.
Καλύβια από λαμαρίνες και σανίδια, στην αρχιτεκτονική της βίαιης φτώχειας και της ανάγκης, το πολύ δυο μέτρα ψηλά, χωρούσαν μέσα τους πολυμελείς οικογένειες και τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Ο συνοικισμός αυτός έγινε για τους πρόσφυγες ο κόσμος τους, το βιός τους. Παρά τις επεμβάσεις της αστυνομίας και τις συχνές κατεδαφίσεις λόγω αυθαιρεσίας, παρέμειναν εκεί χτίζοντας και ξαναχτίζοντας, αντιστεκόμενοι σε έναν ακόμη διωγμό. Επέμεναν να ζουν, αν και στην ανέχεια.
Η ονομασία της περιοχής αυτής παλιότερα ήταν Ατταλιώτικα, λόγω της καταγωγής των κατοίκων της, που ήταν η Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Αργότερα παρέμεινε η ονομασία Ασύρματος, η οποία προήλθε από την σχολή ασυρμάτου του Ναυτικού που βρισκόταν εκεί κατά μία πηγή. Κατά άλλη πηγή, ονομάστηκε από τον ασύρματο των Γερμανών που ήταν τοποθετημένος εκεί επί Κατοχής.

Ιδανικοί κομπάρσοι σ’ ένα θλιμμένο σκηνικό
Χωμάτινοι δρόμοι, βράχια και παράγκες στριμωγμένα στην πλαγιά ενός λόφου. Γυμνά παιδικά πόδια, ροζιασμένα χέρια, αταίριαστα στα νεαρά σώματα των γυναικών, αντρικά πρόσωπα που τα σημάδεψαν και τα γέρασαν πρόωρα οι κακουχίες. Άνθρωποι, χτίστες, νοικοκυρές, λούστροι και μικροπωλητές. Κάθε ηλικίας άνθρωποι είχαν στοιβάξει εκεί πάνω τις ζωές τους, ξένοι σε ξένο τόπο, περιμένοντας να γίνουν τα όνειρα ζωή, να φτιάξουν, από το χώμα και την λάσπη που τους περιέβαλε, κάτι στέρεο και όμορφο. Αυτοί ήταν οι ιδανικοί κομπάρσοι για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη και δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο ταιριαστός τίτλος από τον τίτλο με τον οποίον τελικά καθιερώθηκε και έμεινε στην ιστορία: «Συνοικία το όνειρο».

Τα γυρίσματα
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ανέλαβε την παραγωγή της ταινίας, τη σκηνοθεσία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Συμπρωταγωνίστρια, η γυναίκα του Αλίκη Γεωργούλη. Ο Μάνος Κατράκης, η Σαπφώ Νοταρά, η Αλέκα Παΐζη και ο Νίκος Φέρμας, ήταν μόνο λίγοι ακόμα από τους ηθοποιούς που ερμήνευσαν θαυμαστά τους ρόλους τους.
Οι κάτοικοι της συνοικίας δέχθηκαν, σχεδόν αυτόματα, να γίνουν κομπάρσοι. Τα γυρίσματα της ταινίας, όσο κράτησαν, ήταν γι’ αυτούς μεγάλη χαρά, ένα ιντερλούδιο ευτυχίας μέσα στη δύσκολη και μουντή καθημερινότητά τους. Έτσι έδειξαν απίστευτη προθυμία να βοηθήσουν, όπου και όσο μπορούσαν.
Παραχώρησαν τα φτωχικά σπιτάκια τους, που τις νύχτες τα φώτιζαν οι λάμπες πετρελαίου, και τα λιγοστά τους υπάρχοντα, ρούχα και κάθε είδους αντικείμενο. Συμμετείχαν κουβαλώντας έπιπλα, όπως το ίδιο έκαναν και οι ηθοποιοί και όλοι οι συντελεστές. Έγιναν όλοι ισότιμα μέλη μιας ομάδας με κοινό στόχο να ολοκληρωθεί η ταινία και να την δουν στον κινηματογράφο. Γράφει σχετικά σε κείμενό της η Αλίκη Γεωργούλη που δημοσιεύθηκε το 1961 στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης»:
«Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια του συνοικισμού . Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός […]. Μας έφεραν κοντά, πάνω απ΄ όλα, τα κοινά ιδανικά μας, οι κοινοί στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε οι περισσότεροί μας από πολλά χρόνια».

«Συνοικία το όνειρο»: Πλοκή και σκοπός
Σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε μέσο έχοντας το όνειρο να ξεφύγουν κάποτε απ’ την ανέχεια. Ο Ρίκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), ένας όμορφος και έξυπνος νεαρός, επιστρέφει στην γειτονιά του μόλις αποφυλακίζεται. Προσπαθεί να «πιάσει την καλή» και να βγάλει χρήματα, με οποιοδήποτε τρόπο. Η Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη), το κορίτσι του, θέλοντας να αλλάξει ζωή, με όπλο την ομορφιά της, επιζητά να συναναστρέφεται συνεχώς με πλούσιους άντρες. Οι άνθρωποι της συνοικίας βιώνουν μια καθημερινότητα η οποία συνεχώς μοιάζει να δυσκολεύει όλο και περισσότερο. Απελπίζονται, ελπίζουν, πέφτουν και σηκώνονται. Η αυτοκτονία του συνεταίρου του Ρίκου θα συγκλονίσει την κοινότητα ενώ παράλληλα ανατρέπει τα σχέδια τους. Μετά τις απανωτές απογοητεύσεις και την ήττα, οι πρωταγωνιστές βιώνουν τον πικρό συμβιβασμό σε μια ωμή και σκληρή πραγματικότητα.
Ο σκοπός των δημιουργών ήταν να δείξουν, μέσα από την ταινία, την ελληνική πραγματικότητα, ιδιαιτέρως των φτωχών, των περιθωριοποιημένων και των ανένταχτων ανθρώπων. Σε μια άγρια εποχή, στην χαραυγή της δεκαετίας του’60, που ο εμφύλιος είχε αφήσει πολλές πληγές, πολιτικές και κοινωνικές, οι δημιουργοί θέλησαν να εκφράσουν αυτά που σκεφτόταν και βίωνε η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας. Αυτό που βίωναν άλλωστε και οι περισσότεροι συντελεστές του έργου.

«Βρέχει στην φτωχογειτονιά»
Το τραγούδι «Βρέχει στην φτωχογειτονιά» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ταινίας. Ερμηνευμένο από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, με την αξεπέραστη φωνή του, άγγιξε και συγκίνησε κάθε έναν από τους ανθρώπους που μπορούσαν να καταλάβουν την ζωή στον Ασύρματο. Ο κόσμος ταυτίστηκε με αυτό το τραγούδι. Ένα τραγούδι που και στις μέρες μας ακούγεται και τραγουδιέται ακόμα, με την ίδια σχεδόν συγκίνηση, αν και έχουν αλλάξει πολλά. Είναι ένα τραγούδι που κλείνει μέσα του όλες εκείνες τις ασπρόμαυρες, νοσταλγικές εικόνες, που αν και θλιβερές, ή και σκληρές πολλές φορές, σημαίνουν Ελλάδα.

Η «Συνοικία το όνειρο» αντιμέτωπη με την κυβέρνηση και η λογοκρισία
Η ταινία «Συνοικία το όνειρο» είχε πραγματοποιηθεί και μαζί είχε πραγματοποιηθεί και το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη. Ωστόσο, αυτή η χαρά δεν κράτησε για πολύ. Το καθεστώς της εποχής λογοέκρινε την ταινία και κυνήγησε τους συντελεστές με τον χειρότερο τρόπο. Ο λόγος ήταν ότι η κυβέρνηση ήθελε να δείξει προς τα έξω μια ιδανική ελληνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να προσελκύσει τουρίστες και επενδυτές από το εξωτερικό, στην προσπάθειά της να ανορθώσει την οικονομία. Επομένως, η ταινία κρίθηκε ακατάλληλη με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής και δεν επιτράπηκε η προβολή της. Η ωμή πραγματικότητα δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αποκαλύπτεται και κυρίως σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε πρόθεση να βελτιωθεί. Ο αστυνομικός διευθυντής τότε, απευθυνόμενος στον Αλέκο Αλεξανδράκη είπε:
«Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Οι τρελοί είναι στα άσυλα. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα».
Αυτή η απόφαση όπως ήταν φυσικό δημιούργησε πολλές αντιδράσεις στον δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό κόσμο. Γράφει σχετικά ο Μάριος Πλωρίτης σε άρθρο του στον τύπο της εποχής:
«Υπάρχουν επιφυλάξεις για το έργο, όχι όμως όπως ισχυρίστηκαν γελοιοδέστατα μερικοί εθναμύντορες, που ανατρίχιασαν επειδή η ταινία παρουσιάζει την άθλια ζωή μιας αθηναϊκής συνοικίας. Σύμφωνα με την λογική τους θα ήταν αντεθνικό κάθε έργο που τολμάει να ισχυριστεί πως υπάρχει Ελλάδα και πέρα από τον Παρθενώνα, τη λεωφόρο Σουνίου, και τ’ «Αστέρια».
Σε άλλη κριτική, έγραφε κάποιος, μεταξύ άλλων:
«Και τι στενοκεφαλιά, τι μέγεθος παχυλού και αγράμματου σνομπισμού πρέπει να υπάρχει στα μυαλά εκείνων που προκάλεσαν τις απογοητεύσεις, επειδή η ταινία «δείχνει φτώχεια»; […] Γιατί να μην απονείμουμε στον κύριον αυτόν […] τον μεγαλόσταυρο της βλακείας;»
Οι κριτικές ωστόσο, όσο αυστηρές και καυστικές κι αν παρουσιάστηκαν στον τύπο δεν άλλαξαν τη γνώμη της κυβέρνησης, η οποία μέσω της αντίστοιχης επιτροπής, δεν δίστασε να πετσοκόψει κυριολεκτικά την ταινία. Μάλιστα η αστυνομία τότε, δεν δίστασε να καλέσει τον ίδιο τον Α. Αλεξανδράκη να παρουσιαστεί στην εταιρία παραγωγής και να δει με τα ίδια του μάτια να καίγονται μπροστά του τα κομμένα κομμάτια της ταινίας. Ο ίδιος ασφαλώς δεν δέχθηκε να παρουσιαστεί.

Η επεισοδιακή πρεμιέρα και η ύστατη προσπάθεια να σωθεί η «Συνοικία το όνειρο»
Μετά την ανένδοτη στάση της κυβέρνησης, οι συντελεστές και άνθρωποι που τους υποστήριζαν αποφάσισαν να απευθυνθούν στην Ελένη Βλάχου, εκδότρια της εφημερίδας «Η καθημερινή». Έτσι σχημάτισαν μια μικρή επιτροπή η οποία απαρτιζόταν από τους: Αλίκη Γεωργούλη, Ειρήνη Παπά και τον τότε πρόεδρο του σωματείου ηθοποιών Βασίλη Μεσσολογγίτη και την επισκέφθηκαν.
Η εκδότρια στάθηκε στο πλευρό τους και, καθώς διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, του απηύθυνε το αίτημα και τον παρακάλεσε να μην υπάρξουν εμπόδια στην προβολή της ταινίας. Ο πρωθυπουργός δέχθηκε το αίτημα μερικώς. Επέτρεψε την προβολή της ταινίας αφού πρώτα κόπηκαν αρκετές σκηνές.
Στις 10 Αυγούστου του 1961, ορίζεται τελικά η πρεμιέρα της ταινίας. Στον κατάμεστο κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ», ήταν προσκεκλημένοι, μεταξύ άλλων, Έλληνες και ξένοι επίσημοι και η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται κανονικά. Λίγο μετά την έναρξη όμως, και παρά την άδεια που είχε δοθεί γραπτώς, η αστυνομία εισέβαλε βίαια στο χώρο, και κλείνοντας τον διακόπτη του ρεύματος, διέκοψε την προβολή. Ακολούθησαν επεισόδια και συλλήψεις. Στον τύπο της εποχής διαβάζουμε:
«Η κυβέρνηση διέκοψε χθες αυθαιρέτως την προβολή ελληνικής ταινίας. Προηγουμένως είχε χορηγήσει έγγραφη άδεια. Το φιλμ είχε άδεια προβολής και στο εξωτερικό».
Advertising
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας έγραψε:
«Η αστυνομία, κατόπιν μιας ξαφνικής όσο και ανεξήγητης διαταγής του υπουργείου Προεδρίας της κυβερνήσεως, εισέβαλλε στον κινηματογράφο, 20 λεπτά αργότερα από την έναρξη της προβολής της ταινίας, έβγαλε από την αίθουσα τους προσκεκλημένους δημοσιογράφους. Είμαι από τους λίγους τυχερούς που είδαν την «Συνοικία το όνειρον». Ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική της αξία, είναι μία ταινία που δεν αποσκοπεί σε πολιτική προπαγάνδα».
Η δε Ελένη Βλάχου, μετά την διακοπή τηλεφώνησε έξαλλη στον τότε υπουργό δημόσιας τάξης εκφράζοντας την αγανάκτησή της λέγοντάς του:
«Αν θέλετε να απαντήσετε σε μια κομμουνιστική ταινία, κάντε κι εσείς μια ταινία με τις δικές σας ιδεολογίες, όχι να πηγαίνει ο αστυνόμος μπροστά στους ξένους ακολούθους και πρεσβευτές και να κατεβάζει τον διακόπτη».
Advertising
Ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, επίσης, έγραφε εκείνες τις μέρες:
«Πρέπει να επανορθωθεί ένα ολίσθημα […]. Ένα κράτος που ξέρει τι γυρεύει θα έπρεπε την πρεμιέρα της ταινίας αυτής να την επιβάλλει αναγκαστικά στον συνοικισμό Ασυρμάτου, και στο τέλος της παραστάσεως θα έβγαινε στην σκηνή ένας εκπρόσωπος της κυβερνήσεως να αναγγείλει τα μέτρα που αποφασίστηκαν για την βελτίωση της καταστάσεως».

Τίτλοι τέλους
Το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη και των άλλων δημιουργών να προβληθεί η ταινία στους κινηματογράφους ολοκληρωμένη δυστυχώς δεν ευοδώθηκε. Ο ίδιος ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, για πρώτη και τελευταία φορά, παρόλο που έδωσε όλα του τα χρήματα για να πραγματοποιηθεί η ταινία, και στο τέλος χρεώθηκε τόσο που την πούλησε, απογοητεύτηκε οικτρά. Οι διώξεις και η λογοκρισία στοίχησαν πολύ ακριβά. Η ταινία απέτυχε εισπρακτικά πουλώντας μόνο, λίγο παραπάνω από 2000 εισιτήρια. Ο κόσμος φοβόταν να πάει να την δει, καθώς η αστυνομία κατέγραφε τα ονόματα των θεατών ή τους οδηγούσε στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων.
Παρόλα αυτά, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1961, η «Συνοικία το όνειρο» απέσπασε το βραβείο φωτογραφίας, για την θαυμάσια δουλειά του Δήμου Σακελλαρίου, καθώς και το βραβείο ερμηνείας δεύτερου αντρικού ρόλου, για την ερμηνεία του Μάνου Κατράκη. Παρά την απόφαση του υφυπουργού της Προεδρίας να μην επιτραπεί η προβολή της ταινίας στο εξωτερικό, προβλήθηκε τελικά στην Βενετία, αν και εκτός του πλαισίου του κινηματογραφικού φεστιβάλ της πόλης.
Οι κριτικές που γράφτηκαν στον ελληνικό και ξένο τύπο ήταν διθυραμβικές. Ο ίδιος ο Αλέκος Αλεξανδράκης όμως, είχε αποφασίσει να μην σκηνοθετήσει ξανά, και κάθε φορά που τον ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι ή οποιοσδήποτε για την ταινία του, έλεγε: «Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της».
Συζητώντας ο Αλέκος Αλεξανδράκης με τον Τάσο Λειβαδίτη για όσα συνέβησαν του είπε:
«Χάσαμε την συνοικία και μας έμεινε το όνειρο».
Αξιοσημείωτο είναι ότι η ταινία παίχτηκε για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση τον Αύγουστο του 1983, στο κανάλι ΕΡΤ2 , ακριβώς 22 χρονιά μετά από την επεισοδιακή της πρεμιέρα.

Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να ακούσετε τον ίδιο τον Αλέκο Αλεξανδράκη να μιλάει για την ταινία του.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό το άρθρο:
Βιβλίο: Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, Τάσος Λειβαδίτης, εκδόσεις Μετρονόμος, 2016
Συνοικία το όνειρο –el.wikipedia.org – (τελευταία πρόσβαση 8-8-2020)
Συνοικία το όνειρο 1 &2 – Η λογοκρισία των κομπλεξικών ( Videos)- Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.youtube.com – (τελευταία πρόσβαση 8-8-2020)
H φτωχογειτονιά που ο Τύπος αποκαλούσε η «γραφικoτέρα αθλιότης» και έγινε ταινία από τον Αλέκο Αλεξανδράκη, αλλά λογοκρίθηκε. Υπήρξε γκέτο της Αθήνας και οι κάτοικοι έβαζαν φρουρά για να ελέγχουν την είσοδο – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.mixanitouxronou.com.cy -(τελευταία πρόσβαση 8-8-2020)
Συνοικία το Όνειρο – 8-11-2013 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: dimartblog.com – (τελευταία πρόσβαση 8-8-2020)