Σε κάθε ευχή, χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό, οι παλιοί Αμοργιανοί απαντούν “η Παναγιά μαζί σου”. Και όταν στα μέρη τους μιλάμε για Παναγία, αναφερόμαστε πάντα στη Χοζοβιώτισα. Από το 1088 μ.Χ. όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός έκτισε το μοναστήρι, δηλαδή πάνω κάτω πριν 1000 χρόνια, στέκει πάνω από τη θάλασσα. Φωλιασμένη ουσιαστικά κάτω από τη Χώρα, έγινε συνοδοιπόρος των νησιωτών και πολύ εύκολα θα ακούσεις ιστορίες για την ζωντανή παρουσία της στις ζωές τους.
Η παράδοση για την γέννεση της Μονής
Κάθε τι σπουδαίο σ’ αυτή τη ζωή, συνοδεύεται και από μια μεγάλη ιστορία. Έτσι και η Παναγία της Αμοργού. Όπως μας δηλώνει και το προσωνύμιο της, έλκει την καταγωγή της από το Χόζοβο των Αγίων Τόπων. Η προφορική παράδοση αναφέρει πως την περίοδο της εικονομαχίας, έφτασε με θαυμαστό τρόπο στην παραλία κάτω από τον βράχο του Προφήτη Ηλία. Οι κάτοικοι την μετέφεραν στη Χώρα και έπειτα η Παναγία, με όραμα, υπέδειξε το νέο της θρόνο.
Κάπως έτσι οι μάστορες της εποχής βρέθηκαν να αιωρούνται σ’ ένα βράχο, 300 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Όσα δεν κατάφερναν να γεφυρώσουν οι γνώσεις της εποχής, το έκανε η πίστη. Όχι άδικα, ακόμα και στις μέρες μας, το αρχιτεκτονικό αυτό επίτευγμα σε κάνει να απορείς. Παρατηρώντας το κτίσμα από μακριά σου δίνει την αίσθηση μιας στιβαρής και δυνατής δομής. Κοιτώντας τη όμως ενταγμένη στο φυσικό της κάδρο, μοιάζει να κρέμεται στο έλεος του Θεού.
Η ανάβαση μέχρι το Μοναστήρι
Ο Γολγοθάς των σκαλοπατιών σου δίνει την αίσθηση πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Ιδιαίτερα αν επιλέξεις το ανέβασμα τις ώρες που χτυπά την πλαγιά ο ήλιος. Δεν την λένε άδικα και Μονή των Σκαλών. Μην περιμένεις σκιά, παρά μόνο λίγο πριν το τέλος. Ο κατάλευκος ασβέστης λάμπει κάτω από το φως και οι πρώτοι που θα σε υποδεχτούν είναι συνήθως ένα τσούρμο γάτες. Μέσα από μια χαμηλή πόρτα που σε κάνει να σκύψεις εισέρχεσαι στη Μονή. Έπειτα ακολουθεί ένα δαιδαλώδες σύστημα από σκάλες. Παρότι στενές, τόσο που να χωράει ίσα ένα άτομο, δεν σε πνίγουν. Που και που προβάλει ένα μικρός χώρος με ένα παραθυράκι, σαν ξέφωτο, που βοηθάει για να ξαποστάσεις.
Η μονή είχε περιορισμένο χώρο για να αναπτυχθεί κτιριακά. Το πιο εντυπωσιακό που θα συναντήσεις στο εσωτερικό της, είναι η απλότητα και η σοφία με την οποία οι μοναχοί εκμεταλλεύτηκαν κάθε σπιθαμή του χώρου. Οι οχτώ της όροφοι σε ύψος, έρχονται σε αντιδιαστολή με το πλάτος της που φτάνει μόλις τα 5 μέτρα. Στο καμαροσκέπαστο εκκλησάκι δεν χωράνε πάνω από είκοσι άτομα. Η εικόνα της Παναγίας, μικρή μα επιβλητική, φαίνεται να έχει επιβάλει τα μέτρα της σε όλο το χώρο. Γύρω της, οι Αγιογραφίες ακούν ό,τι λέγεται, αλλά και ό,τι δεν θα ειπωθεί ποτέ.
Η θέα στο Αιγαίο
Από το εκκλησάκι οδηγούμαστε στο μπαλκόνι. Αυτό που οι λέξεις δεν θα καταφέρουν να περιγράψουν ποτέ, είναι η αίσθηση που βιώνει κάποιος όταν αντικρίσει το μπλε της Αμοργού απ’ την Παναγία. Ο καθένας το ζει διαφορετικά. Όχι γιατί το θέαμα είναι αμφιλεγόμενο. Είναι χωρίς αμφιβολία πέρα για πέρα συγκλονιστικό. Αλλά γιατί αυτό το μπλε γίνεται ο καθρέφτης μας. Ένας καθρέφτης που χαράζεται στη μνήμη, και οι περισσότεροι γυρνούν και ξαναγυρνούν για να βιώσουν εκ νέου αυτό το συναίσθημα.
Φορτωμένοι πλέον με μια εμπειρία ζωής, περνάμε στο αρχονταρίκι. Τις μέρες του καλοκαιριού που το νησί είναι γεμάτο από επισκέπτες, οι μοναχοί δεν προλαβαίνουν να προσφέρουν νερό, λουκουμάκι αλλά και ψημένη ρακί. Η φιλοξενία των μοναχών προσφέρεται σε όλους αδιακρίτως. Έτσι στους καναπέδες του κάθονται πλάι πλάι άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο. Άλλοι άκουσαν γι’ αυτή από έναν φίλο, άλλοι την είδαν σε μια καρτ ποστάλ και φυσικά πριν έρθουν εδώ, όλοι φρόντισαν να δουν την ταινία “Le grand blue”, για να πάρουν μια ιδέα. Μιλώντας μαζί τους, αυτό που θα σου πουν είναι πως καμιά εικόνα δεν τους είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα βίωναν.
Η Παναγία της Αμοργού
Αν αγάπησε τόσο πολύ ο λαός μας μια γυναικεία μορφή στο διάβα των αιώνων, αυτή είναι αδιαμφισβήτητα της Παναγίας. Αν κάπου όμως την αγαπούν λίγο παραπάνω, είναι στη νησιωτική Ελλάδα. Η σκληρή ζωή στη θάλασσα βρήκε βάλσαμο στο πρόσωπο της. Έτσι εδώ και 10 αιώνες, το μοναστήρι της Αμοργού ατενίζει το Αιγαίο, χαιρετώντας όλους τους ταξιδευτές. Στις μέρες μας, αυτοί που φτάνουν στη πόρτα του, δεν είναι όλοι τους πιστοί. Κανένας τους όμως δεν φεύγει χωρίς να παραδεχτεί πως αυτό που αντίκρισε, πρόκειται για ένα θαύμα.
Πηγές:
- Φωτογραφίες, Μπαρδάκης Γ. Παναγιώτης
Σύνταξη κειμένου: Παναγιώτης Μπαρδάκης
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου