Φωτογραφία αρχείου/Ελένη Στεργίου
Στα σύνορα του δήμου Θεσσαλονίκης με την Καλαμαριά δεσπόζει ενας συνοικισμός με ιδιαίτερη ιστορία και ομορφια, το Ντεπώ. Το όνομα γαλλικής προελεύσεως (Dépôt) που σημαίνει αποθήκη μιας και σε αυτή την περιοχή ήταν ο τερματικός σταθμός αλλά και το αμαξοστάσιο του ιστορικού τραμ της Θεσσαλονίκης. Οτι έχει απομείνει απο το παλίο αμαξοστάσιο του τραμ βρίσκεται στην συμβολή της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας και Δημητρακοπούλου στα ανατολικά της πόλης.
Στην περιοχή του Ντεπώ δεσπόζει ο χαρακτηριστικός ιστορικός εβραικός οικισμός Ουζιέλ, η Βίλλα Αλλατίνι που αποτελεί και την έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η Βίλλα Μπιάνκα που πλέον στεγάζει την δημοτική πινακοθήκη της πόλης, το παλιό εργοστάσιο του Αλλατίνι, το Βαφοπούλειο πνευματικό κέντρο καθώς και μια πληθώρα άλλων ιστορικών κτηρίων.
Το Ντεπώ συνορεύει με τη συνοικία Καραμπουρνάκι του δήμου Καλαμαριάς, το Βυζάντιο, το Βότση στα νότια, τη Χαριλάου στα ανατολικά και την Ανάληψη πηγαίνοντας προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Το τραμ Θεσσαλονίκης και το Ντεπώ
Η περίοδος από τα τέλη του 19ου αιώνα μεχρι τα μέσα του 20ου ήταν μια περίοδος ποικιλομορφίας για την πόλη της Θεσσαλονίκης όσον αφορά τα μέσα μαζικής μεταφοράς καθώς μέχρι το 1957 λειτουργούσε το τραμ. Το Ντεπώ είχε ξεχωριστή θέση στην λειτουργία του τραμ μιας και οι κύριες γραμμές του τροχιοδρόμου ξεκινούσαν από αυτή την περιοχή καθώς όπως προείπα και στις παραπάνω γραμμές σε αυτο εδώ τον συνοικισμό βρισκόταν η έδρα του αμαξοστασίου.
Βίλλα Αλλατίνι
Η έπαυλη Αλλατίνι έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (πρώην Νορμαρχία Θεσσαλονίκης) χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1898 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλίανο Ποζέλι ο οποίος θεωρείται ένας απο τους κύριους αναμορφωτές της πόλης της Θεσσαλονίκης μιας και τα έργα του κοσμούν ακόμα την πόλη. Σημαντικά έργα του θεωρούνται η παλαιά φιλοσοφική σχολή στην οδό Εθνικής Αμύνης, η Αρμένικη Εκκλησία, το Γενί Τζαμί, Το κτίριο της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης στη Πλατεία Χρηματιστηρίου.
Κατά την αρχική περίοδο της χρήσης της, η έπαυλη αποτελούσε εξοχική κατοικία της οικογένεια Αλλατίνι. Αργότερα όμως με την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων στα ενδότερα της Μ. Ασίας από το 1909 έως το 1911 χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του σουλτάνου Αβδούλ Χαμιτ Β΄, ο οποίος αφού εκθρονίστηκε από τους Νεότουρκους διαβίωνε εκεί σε καθεστώς κατ’ οίκον περιορισμού.
Βίλλα Μπιάνκα
Η Κάζα Μπιάνκα (λευκός οίκος στα ιταλικά) όπως αποδίδεται κυρίως, είναι ενα κτήριο που χτίστηκε με σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Πιέτρο Αρριγκόνι για να φιλοξενήσει τον πλούσιο Ιταλοεβραίο βιομήχανο και εμπορικό αντιπρόσωπο Ντίνο Φερνάντεζ Ντίαζ.
Στα τέλη του 19ου και τις αρχές 20ου αιώνα κυριάρχησε στη Θεσσαλονίκη μιας και ήταν σταυροδρόμι πολλών πολιτισμών την εποχή εκείνη, το αρχιτεκτονικό ρεύμα του εκλεκτικισμού. Το αρχιτεκτονικό αυτό ρεύμα συνδύαζε στοιχεία από διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς (όπως το μπαρόκ), τα οποία όμως χρησιμοποιούνταν με τέτοιο καλλιτεχνικό τρόπο ώστε το σύνολο που προέκυπτε να είναι ενιαίο. Η Κάζα Μπιάνκα είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του αρχιτεκτονικού ρεύματος. Στη Θεσσαλονίκη το αρχιτεκτονικό ρεύμα του εκλεκτικισμού ακολουθούν επίσης η έπαυλη Πετρίδη στην συμβολή των οδών Σταθμού και Τάνταλου και η Βίλα Μορντώχ που κτίσθηκαν την ίδια περίοδο.
Από το 2003 και έπειτα η Κάζα Μπιάνκα φιλοξενεί την δημοτική πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης.
Συνοικισμός Ουζιέλ
Φωτογραφία αρχείου/Ελένη Στεργίου
Στην προέκταση της οδού Γεωργίου Παπανδρέου ξεπροβάλλει μια συνοικία βγαλμένη απο παραμύθι προηγούμενου αιώνα. Το Ουζιέλ αποτελείται από 28 σπίτια απέρριτης ομορφιάς, αυθεντικές οικίες της παλιάς αρχοντικής Θεσσαλονίκης.
Ο συγκεκριμένος συνοικισμός χτίστηκε από τον εργολάβο Δαυίδ Ουζιέλ σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ζακ Μοσιέ αρχικά για να φιλοξενήσει τους εργαζομένους που θα δούλευαν στην εταιρεία του τραμ Θεσσαλονίκης.
Την δεκαετία του 1980 η συγκεκριμένη γειτονιά χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέος οικισμός.
Πηγές
- Konstantinova, Yura. The Un/Believable Story of a Salonica Building. // Études balkaniques LI (1). 2015
- Μυρτσιωτη, Γιωτας. Θεσσαλονίκη, η συνοικία των „εξοχών“, «Η Καθημερινή»