Από την 1η Φεβρουαρίου περίπου 300.000 Ρουμάνοι, νεαρής κυρίως ηλικίας, βρίσκονται στους δρόμους των Ρουμανικών πόλεων -τόσο στην πρωτεύουσα Βουκουρέστι όσο και στις μεγαλύτερες πόλεις της περιφέρειας. Οι διαδηλωτές διαμαρτύρονται για τον νέο νόμο που προσπαθεί να περάσει η ρουμανική κυβέρνηση ο οποίος αμνηστεύει τους καταδικασθέντες για εγκλήματα διαφθοράς αλλά και παρέχει και ενός τύπου ασυλία για μελλοντικά παρεμφερή εγκλήματα που δυνητικά θα διαπραχθούν από πολιτικούς ή στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Η ασυλία στην ουσία συνίσταται στο ότι θα διώκονται οικονομικά εγκλήματα που αφορούν από κάποιο χρηματικό ποσό και άνω και το οποίο αναμένεται να είναι τόσο υψηλό που στην ουσία κανένας δεν θα εκδιώκεται.
Η επίσημη αιτιολόγηση του Ρουμάνου πρωθυπουργού είναι πως ο προωθούμενος νόμος θα βοηθήσει στην αποσυμφόρηση του σωφρονιστικού και δικαστικού συστήματος, ωστόσο όπως καταγγέλλουν κόμματα της αντιπολίτευσης πρόκειται για ένα σχέδιο που στόχο έχει να προλάβει τις διώξεις εναντίον μελών του κυβερνητικού συνασπισμού. Μέλη τα οποία έλαβαν χρήματα για να συγκαλύψουν το σκάνδαλο της κατασκευαστικής εταιρείας Bechtel, που έχει αναλάβει την κατασκευή ενός αυτοκινητοδρόμου στην Τρανσυλβανία και κατηγορείται για υπερτιμολογήσεις που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το σημαντικό ωστόσο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού αντέδρασε σχεδόν άμεσα στην προκλητική συμπεριφορά της κυβέρνησης χωρίς να υποκινηθεί από κανένα πολιτικό κόμμα και κυρίως πως στην κινητοποίηση αυτή συμμετείχε μεγάλο μέρος της νεολαίας σε μια χώρα η οποία δεν φημίζεται για την ενασχόληση των νέων με την πολιτική. Αν ωστόσο δούμε το ευρύτερο πλαίσιο της ρουμανικής ιστορίας κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου αληθές. Η ρουμανική ιστορία μπορεί να περιγραφεί σαν μια αλληλοδιαδοχή από μεγάλες περιόδους ηρεμίας και ανοχής του λαού που πάντα οδηγούσαν σε τρομερές εκρήξεις και συγκρούσεις.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου που βρήκε τη Ρουμανία στο πλευρό των νικητών αλλά οικονομικά και κοινωνικά διαλυμένη η πολιτική βία ήταν καθημερινό φαινόμενο με τις ένοπλες βίαιες διαδηλώσεις και τις πολιτικές δολοφονίες να είναι κοινές πρακτικές. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου και στο μεγαλύτερο μέρος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Όλοι οι νέοι της εποχής ήταν οργανωμένοι είτε στη φασιστική οργάνωση Σιδηρά Φρουρά είτε στα αστικά κόμματα που είχαν προσανατολισμό προς την πολιτική της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η Αριστερά δεν είχε ποτέ σπουδαίο λαϊκό έρεισμα στη Ρουμανία, χαρακτηριστικά στα μέσα τις δεκαετίας του 1930 το ρουμανικό κομμουνιστικό κόμμα δεν αριθμούσε περισσότερα από 2.000 μέλη σε μια χώρα είκοσι δύο εκατομμυρίων (22.000.000) κατοίκων. Οι περισσότεροι από τους κομμουνιστές προέρχονταν κυρίως από εθνικές μειονότητες Ρώσων, Ούγγρων, Γερμανών και Ελλήνων.
Η πολιτική υπερδραστηριότητα των Ρουμάνων έληξε απότομα με το πέρασμα της χώρας στο ανατολικό μπλοκ. Το καθεστώς που επιβλήθηκε στη Ρουμανία ήταν ένα τελείως ιδιόρρυθμο κράμα κομμουνισμού και εθνικισμού. Ενώ στις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού μπλοκ η συμμετοχή στα κοινά ήταν υποχρεωτική, στη Ρουμανία ήταν απαγορευμένη. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίεργα με την άνοδο στην εξουσία, το 1965, του Νικολάε Τσαουσέσκου. Ο Τσαουσέσκου εφάρμοσε μια πλήρη οικογενειοκρατία, δολοφόνησε ή παραμέρισε αρκετούς παλιούς κομμουνιστές αντικαθιστώντας τους με κοινούς τυχοδιώκτες, διέρρηξε τις ήδη ετοιμόρροπες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση ακολουθώντας την Αμερική του Ρήγκαν και εντέλει έφερε στη Ρουμανία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να «βοηθήσει» στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Η δεκαετία του 1980 ήταν ίσως η χειρότερη στην ιστορία της Ρουμανίας με τον ρουμανικό λαό να λιμοκτονεί, ολόκληρες περιοχές να αποσυνδέονται από την ηλεκτροδότηση και την υδροδότηση, κρατικές επιχειρήσεις να ξεπουλιούνται, την υγεία να καταρρέει και τις μειονότητες να διώκονται και όλα αυτά στο όνομα του Σοσιαλισμού. Η περίοδος του Τσαουσέσκου έληξε αιματηρά το 1989 όταν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της πόλης Τιμισοάρα εξεγέρθηκαν και η εξέγερση κλιμακώθηκε σε όλη τη χώρα.
Η δεκαετία του 1990 βρήκε την Ρουμανία να προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια της. Την περίοδο εκείνη οι Ρουμάνοι όντως γύρισαν την πλάτη τους στην πολιτική καθώς η προεδρική δημοκρατία δεν έφερε τα αναμενόμενα. Η φτώχεια παρέμεινε ενώ το παλιό πολιτικό προσωπικό απλώς μπήκε στα καινούργια κόμματα. Το μεγαλύτερο μέρος του νέου πληθυσμού μετανάστευσε κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα). Η κατάσταση αυτή όμως φαίνεται να αναστρέφεται σήμερα μετά από σχεδόν μια εικοσαετία.
Η πρώτη ένδειξη της ενασχόλησης των Ρουμάνων με την πολιτική έγινε το 2014 όταν υποψήφιος για την προεδρία κατέβηκε ο προοδευτικός πολιτικός Κλάους Βερνερ Γιοχάνις (Klaus Werner Iohannis) εναντίον του τότε πρωθυπουργού Βίκτορ Πόντα (Victor Ponta ) ο οποίος επίσης βαρυνόταν με κατηγορίες για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας . Ο Γιοχάνις έχοντας μια πολύ πετυχημένη και σχετικά «καθαρή» διαδρομή σαν δήμαρχος της πόλης Σιμπίου πολεμήθηκε έντονα από το εγχώριο πολιτικό κατεστημένο που είχε συσπειρωθεί γύρω από τον Πόντα. Ο Γιοχάνις απευθύνθηκε για στήριξη στους Ρουμάνους μετανάστες πολλοί από τους οποίους μην μπορώντας να μεταβούν στην Ρουμανία για να ψηφίσουν, απαίτησαν να ψηφίσουν στις ρουμανικές πρεσβείες των χωρών που διέμεναν. Η τότε κυβέρνηση αρχικά απέρριψε το αίτημα και πολλοί Ρουμάνοι μετανάστες διαδήλωσαν ή ακόμα και κατέλαβαν τις πρεσβείες της χώρας τους υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Το κίνημα αυτό αγκαλιάστηκε και από τους Ρουμάνους της Ρουμανίας. Ο Γιοχάνις σήμερα είναι Πρόεδρος της χώρας.
Τι συνέβη ωστόσο και οι Ρουμάνοι από την απογοήτευση ξαφνικά επέστρεψαν στην ενασχόληση με την πολιτική; Ο πρώτος και εμφανέστερος λόγος είναι πως η χώρα έχει γίνει συνώνυμο της διαφθοράς κάτι το οποίο οι Ρουμάνοι το βιώνουν σαν εθνική ταπείνωση και θέλουν να πάψει να ισχύει με οποιοδήποτε κόστος. Ο δεύτερος ωστόσο λόγος έχει να κάνει με ένα μάλλον παράπλευρο φαινόμενο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης του Ευρωπαϊκού Νότου. Σήμερα πάρα πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει στη Ρουμανία εκμεταλλευόμενες τους ελαστικούς όρους εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς. Αυτό οδήγησε πολλά παιδιά μεταναστών στον ευρωπαϊκό Νότο (δεύτερης γενιάς μετανάστες) να επαναπατριστούν στη Ρουμανία. Οι άνθρωποι αυτοί είναι νέοι, συνήθως υψηλού μορφωτικού και επαγγελματικού επιπέδου και έχουν μεγαλώσει σε κοινωνίες που η ενασχόληση με την πολιτική ήταν καθημερινότητα. Είναι λοιπόν φυσικό να βιώνουν την πραγματικότητα στην χώρα τους με άλλη αντίληψη από την κυνική και μοιρολατρική προσέγγιση που είχε επικρατήσει στην γενιά των γονιών τους. Επίσης δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και την επίδραση που έχει η γρήγορη μετάδοση των πληροφοριών στην εποχή μας που φέρνει σε επαφή την ρουμανική κοινωνία με γεγονότα σε όλο τον κόσμο, κάτι ασύλληπτο μόλις πριν μια δεκαετία.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως στην Ρουμανία έχει συντελεστεί μια μεγάλη κοινωνική και ανθρωπολογική αλλαγή που προσπαθεί να βρει τρόπο έκφρασης στην πολιτική ζωή. Η νέα γενιά των Ρουμάνων η πιο μορφωμένη, ταλαντούχα και ταξιδεμένη που υπήρξε ποτέ στην ιστορία της χώρας αναγκάζεται να εργάζεται για μισθούς πείνας και καταπιέζεται από ένα πολιτικό σύστημα αυταρχικό και διεφθαρμένο που τους κάνει να ντρέπονται και να εξοργίζονται. Βλέπουν τον τεράστιο εθνικό πλούτο της Ρουμανίας με πρώτο και κύριο τους ίδιους τους ανθρώπους της να ξεπουλιέται και μια χώρα με έναν από τους πιο παλιούς και εντυπωσιακούς πολιτισμούς της Ευρώπης να προβάλλεται σαν ένας τόπος διαφθοράς, φτηνής πορνείας και κυριαρχίας της μαφίας. Όπως είναι επόμενο η γενιά αυτή δεν μπορεί να τα δεχτεί όλα αυτά σαν αναγκαίο κακό ή να νοσταλγεί τα «παλιά καλά χρόνια» του κομμουνισμού τα οποία δεν έζησε. Οι διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς καθώς και το κίνημα υποστήριξης στον Κλάους Γιοχάνις δεν είναι παρά αυθόρμητες εκδηλώσεις ενός κόσμου που ζητά την ανατροπή του πολιτικού κατεστημένου χωρίς όμως μέχρις στιγμής να ξέρει με τι μπορεί να το αντικαταστήσει. Παρόλα αυτά ωστόσο η δραστηριότητα αυτή των Ρουμάνων μόνο ελπίδα και θετικό παράδειγμα μπορεί να φέρνει στην σημερινή Ευρώπη της απόγνωσης, της αδιαφορίας και του αναδυόμενου φασισμού ακόμα και στα δυτικά «αδιάφθορα» και «πολιτισμένα» έθνη.