Τον τελευταίο καιρό αρχίζω να καταλαβαίνω πως είναι να φροντίζεις τον εαυτό σου. Η φροντίδα η ανιδιοτελής που δεν του ζητάς κάτι, γιατί ναι, πολλές φορές από τον εαυτό μας έχουμε τις μεγαλύτερες απαιτήσεις. Αλλά εκείνη που δίνεις γιατί απλά τον αγαπάς. Άρα λέγοντας αυτά, θα μπορούσα να το πω και αλλιώς, με ένα άλλο ρήμα που όμως το ένα περιέχει το άλλο. Τον τελευταίο καιρό αρχίζω να καταλαβαίνω πως είναι να αγαπάς τον εαυτό σου. Αλλά χωρίς άγχος, με ροή όπως όταν ξυπνάς το πρωί και κοιμάσαι το βράδυ, και αυτό το κάνεις κάθε μέρα, φυσικά. Μιλάω λοιπόν για αυτή την φροντίδα, που είναι ήρεμη, απαλή σαν χάδι και δεδομένη.
Φυσικά δεν είναι συνέχεια έτσι, αλλά και μόνο ότι υπάρχει είναι κατάκτηση μετά από πολύ προσωπική δουλειά και πολύ ψυχοθεραπεία. Για όσους θέλουν να την δοκιμάσουν το συστήνω ανεπιφύλακτα, αφού στο τέλος της ημέρας είναι και αυτό μια μορφή φροντίδας, εκείνη η φροντίδα που παραδέχεσαι στον εαυτό σου ότι κάτι δεν πάει καλά, δεν ξέρεις πώς να βρεις την λύση και «αφήνεσαι» στα χέρια κάποιου άλλου να σε βοηθήσει. Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, όσο και αν κάποιες φορές το θέλεις δεν κάνει ποτέ ο ψυχοθεραπευτής την δουλειά για σένα, πάντα εσύ την κάνεις, απλά εκείνος-η κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις ώστε να ξέρεις από πού να αρχίσεις. Για όσους έχετε αμφιβολίες, τολμήστε το, για μένα είναι το καλύτερο δώρο που έχω κάνει στον εαυτό μου.
Μιλώντας για την φροντίδα θέλω να κουωτάρω κάποιους στίχους από ένα από τα αγαπημένα μου θεατρικά του Βασίλη Κατσικονούρη, που λέγεται Το γάλα[1].Το έργο αυτό μιλάει για την αγάπη, και για την βίαιη απώλεια της. Μιλάει όμως και για την φροντίδα, και πως όταν δεν την παίρνουμε οι άνθρωποι ή έστω αυτός που θέλει να μας την δώσει δεν ξέρει τον τρόπο, γινόμαστε κάτι σαν ένα ξεχαρβαλωμένο παιχνίδι με τρύπες, που ακόμα και αν τις ράψει κάποιος φαίνονται τα σημάδια. Το χειρότερο όμως είναι ότι πολλοί από εμάς, χωρίς επιλογή, έχουμε αυτές τις τρύπες και χάσκουν ακόμα ανοιχτές, τόσο που βάζεις το δάχτυλο σου μέσα και βγαίνει από την άλλη πλευρά.
Στον πρόλογο λοιπόν του βιβλίου αναφέρει ο συγγραφέας, «Το γάλα στα ρώσικα λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και πιο ανάλαφρα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει το έργο “Το γάλα”. Την αίσθηση που έχει κανείς ότι όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται. Όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει. Όταν δέχεται την τροφή του. Όταν αγαπιέται… Κι όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας σε δύο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.»
Επομένως όταν νιώθεις τρύπιος και ξένος, όπως πολλές φορές έχω νιώσει και γω, είναι μεγάλο κατόρθωμα όταν φροντίζεις τον εαυτό σου. Σας λέω πολύ μεγάλο. Δεν φαντάζεστε. Και όταν αυτή η φροντίδα έρχεται με ωραίο τρόπο, με τον τρόπο αυτόν που περιέγραψα στην αρχή, κάπως νιώθεις ότι χάσκεις λιγότερο, κάπως νιώθεις ότι θέλεις και αξίζεις να έχεις μια θέση μέσα στον κόσμο δική σου, να μην νιώθεις ξένος.
Εύχομαι στους ανθρώπους που νιώθουν έτσι φέτος να κάνουν ένα καινούργιο φίλο, τον εαυτό τους. Ακόμα και αν στην αρχή δεν το αντέχουν, αν τους φαίνεται βαρύ ή νιώθουν ότι δεν μπορούν να το υποστηρίξουν ας τον κάνουν γνωστό για αρχή, σαν να τον βλέπουν μέρα παρά μέρα στην στάση του λεωφορείου και του λένε ένα «γεια». Πιστεύω, θα νιώσουν καλύτερα.
[1] Βασίλης Κατσικονούρης, «Το γάλα», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2011