Η παιδική ηλικία. Η ηλικία των υποχρεώσεων και του άγχους. Η ηλικία των τρελών ρυθμών και των κρυμμένων συναισθημάτων. Η ηλικία που παρεξηγούμασταν μεταξύ μας με το παραμικρό και για αυτό προσέχαμε τα λογία μας.
Σε καμία περίπτωση!
Η παιδική ηλικία είναι αυτό το διάστημα από τότε που αρχίσαμε να θυμόμαστε γύρω στα τρία μας έως και τα δεκαπέντε μας το αργότερο. Η κατάσταση που λαχταράω παρόλο που είμαι πολύ κοντά της, δεκαεννιά χρονών. Παρόλο που πριν μερικά χρόνια προσπάθησαν να με κάνουν να την αποχωριστώ και ένα χρόνο πριν μπήκα στον κόσμο των ενηλίκων. Που απαιτεί να είσαι σοβαρός και μετρημένος. Επειδή πλέον η κοινωνία σε κρίνει. Δεν είσαι παιδί.
Ε λοιπόν εγώ δε μάσησα και δεν την αποχωρίστηκα ούτε στιγμή. Δεν είμαι ενήλικας . Είμαι απλώς ένα μεγάλο παιδί. Που πηγαίνει στη σχολή του και σπουδάζει αυτό που αγαπάει. Κάνω αυτό που αγαπάω. Αυτό είναι παιδική ηλικία. Η παιδική μου ηλικία έχει γεύση από γδαρμένα γόνατα και σκισμένους αγκώνες στα τσιμεντένια αλλά και στα χωματένια γήπεδα.
Στις αλάνες αλλά και στο μικρο στενό που στήναμε 2 πέτρες και βάζαμε το τέρμα. Έχει γεύση από μικρο-τσακωμούς με τους φίλους μας επειδή τους κερδίσαμε στο ποδόσφαιρο η επειδή μας έκλεψαν στο μέτρημα. Έχει κάρτες yu-gi-oh και τάπες Πόκεμον. Έχει πολλά πατατάκια και γαριδάκια. (στα οποία βρίσκαμε τις τάπες).
Πρόσφατα στη νέα μου πόλη, είδα σε μια παιδική χαρά μερικά παιδάκια να έχουν σχηματίσει έναν κύκλο. Και έπαιζαν με τάπες. Μόνο δάκρυα δε κύλησαν από τα μάτια μου.
Η παιδική μου ηλικία έχει το άρωμα και την γεύση της σοκολάτας που μου έφτιαχνε η θεία μου κάθε φορά που πήγαινα σπίτι της.
Σαφώς και έχει Ιούλιο Βερν. 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα κλπ.
Έχει στρουμφάκια και ένα σωρό καρτούν που ξυπνούσα από τις 7 το πρωί για να τα δω.
Ναι ρε, πίναμε νερό από το λάστιχο!
Πίναμε καμιά μπύρα στα κρυφά και μας φαινόταν ότι ήμασταν μάγκες.
Είχε πολύ ψεύτικη δήθεν μαγκιά. Κόντρες με ποδήλατα και πολλές μα πολλές τούμπες.
Ξέρεις ποιο ήταν το ωραίο; Δεν κανονίζαμε τίποτα. Ξέραμε που θα βρεθούμε. Όπου υπήρχαν ποδήλατα πετάμενα στην άκρη, εκεί ήμασταν.
Είχαμε μια φοβερή οικειότητα. Δεν παίρναμε τηλέφωνο για να πάμε στο σπίτι του φίλου μας. Απλώς χτυπάγαμε την πόρτα. Αν ήταν ανοιχτή μπουκάραμε.
Τώρα πλέον ο κόσμος κλείστηκε. Παίρνουμε τον άλλον τηλέφωνο για να περάσουμε από το σπίτι του. Οι συναντήσεις πρέπει να είναι προκανονισμένες. Να μπορεί ο άλλος να μας δεχτεί στο σπίτι. Να βρεί λίγη ώρα μέσα στο πρόγραμμά του. Τότε δεν υπήρχε. Η ίσως να μην το βλέπαμε. Χτυπάγαμε μια πόρτα και μπαίναμε. Ο μόνος περιορισμός που ξέραμε ήταν το « Στις 9 να είσαι πίσω ».
Έχω βαρεθεί να στέλνω σε φίλους μου στο facebook πριν πάω σπίτι τους. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι τα καλοκαίρια έχουμε κοινό σημείο συνάντησης που θυμίζει κάπως την παιδική μας ηλικία. Ξέρουμε ότι από τις εννιά και μετά θα είμαστε στο σχολείο. Δε ρωτάμε «θα πας;». Ναι, αυτό θυμίζει παιδικότητα.
Δε ξέρω γιατί βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε.
Ζηλεύω τον Πίτερ Παν που έμεινε για πάντα παιδί!
Μην αφήσεις τον κόσμο να σου κλέψει την παιδικότητα σου. Μην μπεις στους τρελούς χαοτικούς ρυθμούς και χάσεις τον εαυτό σου. Μπες για να δώσεις την παιδικότητα και στους άλλους. Μη χάσεις την δική σου. Να αγαπάς και να παίζεις. Όπως λένε οι Πυξ Λαξ:
«Αν θέλεις να με βρεις, να παίζεις, να νιώθεις, να ζείς». Να μη μασάς. Ο κόσμος είναι πιο όμορφος όταν τον βλέπεις μέσα από δύο παιδικά μάτια. Απλός, όμορφος και συνάμα περίεργος…
Είμαι παιδί, δεν ξέχασα!