Τελικά οι άνθρωποι είμαστε πολύ ανόητοι. Μιλάμε, δίχως ν’ ακούμε.
Τελικά οι άνθρωποι είμαστε πολύ ανόητοι. Μιλάμε μεταξύ μας, χωρίς ν’ ακούμε αυτά που λέει ο ένας στον άλλον. Έχουμε φτάσει σε σημείο να μιλάμε, απλά για να μιλάμε. Μιλάμε, δίχως ν’ ακούμε. Ώσπου φτάνει η στιγμή που χάνουμε ανθρώπους από την ζωή μας, και μένουμε να ψάχνουμε το πως και το γιατί. Μας κάνει εντύπωση που έφυγαν, χωρίς να δώσουν εξηγήσεις. Χωρίς να μας έχουν προειδοποιήσει γι’ αυτή τους την ανάγκη ή επιθυμία. Κάθεσαι και σκέφτεσαι… “Μα…γιατί….εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα…Δεν μου είχε δώσει ποτέ να καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά…”
Αλήθεια τώρα; Δεν κατάλαβες ποτέ το γεγονός ότι κάτι τον ενοχλούσε; Δε σου είπε ποτέ τίποτα; Δεν υπήρξαν ποτέ ενδείξεις; Δηλαδή τί; Ξύπνησε ένα ωραίο πρωί και σου είπε…”Να…ξέρεις κάτι; Μέχρι εδώ ήταν! Εγώ φεύγω!” Και απλώς άνοιξε την “πόρτα” κι έφυγε; Τώρα που το λες ίσως…Δεν είμαι και σίγουρος… Μπορεί κάτι να μου είχε πει, αλλά εγώ ίσως το είχα πάρει στην πλάκα. Μάλλον δεν θα είχα δώσει τη σημασία που θα έπρεπε. Μπορεί να μην το είχα ακούσει κιόλας. Μπορεί να σκεφτόμουν κάτι άλλο εκείνη την ώρα. Μπορεί να είχα άλλα μέσα στο κεφάλι μου, που μπορεί να με είχαν απορροφήσει τόσο πολύ, που δεν άκουγα τι μου έλεγε. Όμως…όμως ήμουν εκεί. Αυτό δεν μετράει; Ήμουν εκεί τον άκουγα να μιλάει. Τα έλεγε ωραία;
Δεν θυμάμαι αν τα έλεγε ωραία, αλλά θυμάμαι ότι μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει. Μου άρεσε ν’ ακούω την φωνή αυτή. Το παραδέχομαι, ότι πολλές φορές δεν έδινα την σημασία που θα έπρεπε. Ήθελα απλώς να τον ακούω να μιλάει. Να μιλάει, δίχως ν’ ακούω τι λέει. Είχα σημαντικότερα πράγματα να σκεφτώ, τα οποία δεν με άφηναν να ακούσω. Τότε, γιατί τον άφηνες να μιλάει; Γιατί άφηνες έναν άνθρωπο να μιλάει δίχως να τον ακούς; Ας άνοιγες καλύτερα το ραδιόφωνο. Ας άνοιγες την τηλεόραση. Ας έκανες κάτι άλλο αν είχες ανάγκη από λίγη φασαρία στην ζωή σου. Αν ήθελες να σπάσεις την σιωπή που υπάρχει στην ζωή σου, ας έβαζες λίγη μουσική. Το να αφήνεις έναν άνθρωπο να μιλάει χωρίς να τον ακούς είναι απαράδεκτο. Έχεις χάσει ανθρωπάκο μου την ουσία της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η ανθρώπινη επικοινωνία, είναι συνθήκη, όπου οι άνθρωποι ανταλλάσσουν ιδέες και απόψεις. Ανταλλάσσουν τους προβληματισμούς τους, αλλά και τα θέλω τους. Ποιός ο λόγος να μιλάμε δίχως ν’ ακούμε και να μας ακούνε;
Δεν μπορείς να κατηγορείς λοιπόν έναν άνθρωπο, ο οποίος θεωρείς ότι ξαφνικά άνοιξε την πόρτα και έφυγε χωρίς να σου έχει δώσει σημάδια. Είμαι σίγουρη ότι σου είχε δώσει σημάδια. Είμαι σίγουρη ότι σου είχε πει με πλάγιο τρόπο, αλλά ακόμα και με άμεσο τρόπο, ότι κάτι τον ενοχλούσε. Ότι κάτι του λείπει. Σίγουρα θα σου είχε πει τί ήταν αυτό που θα ήθελε να κάνεις διαφορετικά. Σίγουρα θα σου είχε μιλήσει γι’ όλα αυτά που υπήρχαν μέσα στο κεφάλι του. Για όλα εκείνα που τον έπνιγαν! Για όλα εκείνα που δεν μπορούσε να διαχειριστεί από μόνος του και σου ζητούσε να είσαι εκεί για να τον βοηθήσεις. Να του δώσεις λόγους να μείνει. Να του δείξεις ότι θέλεις να μείνει! Όμως εσύ…εσύ ήσουν απασχολημένος με τα δικά σου κι έτσι δεν τον άκουσες ποτέ. Δεν τον άκουσες, διότι θεωρούσες τα δικά σου “προβλήματα” πιο σημαντικά απ’ αυτά που προσπαθούσε να σου πει ο άλλος. Πάντα οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τον δικό τους τρόπο αυτά τα οποία σκέφτονται.
Πολλές φορές, όταν οι άνθρωποι λέμε κάτι το οποίο μπορεί να ακουστεί σκληρό, όμως μέσα του κρύβει μία δόση αλήθειας, βάζουμε στο τέλος την φράση “Πλάκα κάνω”! Μάθε λοιπόν ανθρωπάκο μου, ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν κάνει πλάκα. Μάθε λοιπόν, ότι εκείνη την στιγμή σου είπε μια αλήθεια που από μόνη της είναι σκληρή, οπότε για να μην σε κάνει να νιώσεις ανόητος όταν θα έρθεις αντιμέτωπος μ’ αυτό, σου βάζει την φράση “πλάκα κάνω” για να κρυφτούμε όλοι μαζί πίσω από το δάχτυλό μας. Είναι αναμφίβολα η καλύτερη κρυψώνα που έχει σκεφτεί ο άνθρωπος. Ό,τι λέμε είχε μια βαρύτητα. Δεν πετάμε άκυρες λέξεις απλώς για να πούμε κάτι. Μιλάμε, γιατί θέλουμε να επικοινωνήσουμε κάτι δικό μας. Μιλάμε γιατί έχουμε ανάγκη να ακουστούμε! Κανένας δεν ανοίγει την πόρτα έτσι απλά και φεύγει. Κάτσε και σκέψου κι εσύ πού έκανες λάθος. Γιατί είναι σίγουρο ότι κάπου θα έχεις κάνει λάθος. Ίσως το μεγαλύτερο λάθος που έκανες, είναι ότι δεν έδωσες στον άλλον την προσοχή που θα έπρεπε.
Δεν ακούμε πια! Δεν ακούμε τους γύρω μας! Έχουμε μάθει να μιλάμε δίχως ν’ ακούμε. Δεν δίνουμε βάση σ’ αυτά που μας λένε. Θεωρούμε ότι τα δικά μας προβλήματα είναι πιο σημαντικά από οτιδήποτε άλλο. Όχι! Μάθε λοιπόν ότι δεν είναι έτσι! Μάθε ν’ ακούς και λίγο τον άλλον. Το ξέρω ότι αυτό που σου λέω είναι πραγματικά δύσκολο! Είναι δύσκολο ν’ αφήσεις στην άκρη το εγώ σου και να ασχοληθείς και με κάποιον άλλον.
Μάθε λοιπόν, ότι όταν ακούς και κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό σου, όλο και κάτι θα πάρεις. Όλο και κάτι θα μάθεις. Όλο και κάτι θ’ αλλάξει μέσα στο ανυπέρβλητο εγώ σου. Έχουμε μάθει να βάζουμε μέσα σε κάθε φράση μας το εγώ. Ποτέ το εσύ ή το εμείς. Μα…και γιατί να το βάλουμε; Εξάλλου ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του και τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτόν! Δεν έχουμε μάθει να ακούμε και να μοιραζόμαστε πράγματα. Σε λίγο καιρό θα φτάσουμε σε σημείο απλώς να ανοίγουμε το στόμα μας και να πετάμε άκυρες λέξεις, μόνο και μόνο γιατί νιώθουμε την ανάγκη να μιλήσουμε. Χωρίς να περιμένουμε από τον άλλο να μας καταλάβει. Έτσι και αλλιώς είναι σίγουρο ότι δεν θα μας ακούσει! Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο θα τον βγάλουμε και από την δύσκολη θέση, του να πρέπει να δείξει τουλάχιστον ενδιαφέρον γι’ αυτά που του λέμε.
Ίσως, οι μετέπειτα γενιές χάσουν εντελώς την ικανότητα της ομιλίας. Ο J.J Rousseau είχε πει ότι η γλώσσα γεννήθηκε με την παρότρυνση των συναισθημάτων και όχι λόγω της κοινωνικής χρησιμότητας όπως είχε υποστηρίξει ο Δημόκριτος. Καθώς, για να αντιμετωπίσουμε όλα τα πρακτικά προβλήματα της ζωής, μας αρκούν οι χειρονομίες και οι ενέργειες, ενώ οι λέξεις γίνονται αναπόφευκτες μόνο στις περιπτώσεις που θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη ή το μίσος, συνεπώς τα συναισθήματά μας. Πράγμα που ούτε αυτό κάνουμε.
Όπως είπα και πριν κρυβόμαστε όλοι πίσω από την ασφάλεια που μας παρέχει το δάχτυλό μας. Όμως, πες και ότι μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας, ποιός μπορεί να σου εγγυηθεί ότι ο συνομιλητής σου, θα είναι σε θέση να σ’ ακούσει; Ποιός μπορεί να σου εγγυηθεί ότι εκείνη την ώρα δεν θα έχει κάτι άλλο στο μυαλό του; Είναι πολλά τα ερωτήματα που προκύπτουν στα οποία δεν μπορώ να δώσω μόνη μου κάποια απάντηση. Όπως βλέπεις και εγώ ψάχνω τις απαντήσεις.