Δύσκολο να προσδιορίσω χρονικά εκείνο το κρίσιμο σημείο πέρα από το οποίο ένα καλοσφουγγαρισμένο πάτωμα
ή κάποια εμμονική αναμέτρηση με τη σκόνη στα ράφια της βιβλιοθήκης απέκτησαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από μία περιποιημένη μπαρότσαρκα με φίλους ή με την πάρτη και μόνο.
Ίσως η αδυναμία μου να ξεφορτωθώ όλα εκείνα τα αντικείμενα που ποτέ στ’ αλήθεια δε θα μου χρησιμεύσουν σε οτιδήποτε πέρα από το να ενισχύουν την προκατάληψη πως ένα σαλόνι ασφυκτικά γεμάτο με σκόρπιες εφημερίδες και κάθε λογής περιοδικά φανερώνουν την πολύπλευρη προσωπικότητα του κατόχου τους, να είναι και μία από τις αιτίες που καταπιάνομαι τόσο εμμονικά με το συμμάζεμα. Εξηγούμαι: αρνούμαι να ξεφορτωθώ όλη μου τη σαβούρα και στρέφομαι στη μοναδική μη αναγκαία προσθήκη που δεν έχω καμία δικαιολογία να μην ξεφορτωθώ: τη σκόνη.
Δεν μπορώ φυσικά να αρνηθώ πως υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στην όλη διαδικασία. Ξεσκονίζεις τα ράφια σου, σφουγγαρίζεις το πάτωμα περνώντας το ίδιο σημείο καμιά δεκαριά φορές παλεύοντας να πείσεις τον εαυτό σου πως οι σκουρόχρωμες γραμμές στην επιφάνεια του μαρμάρου είναι επίμονοι λεκέδες, τακτοποιείς ό,τι πιο άχρηστο και ασήμαντο με τόση ακρίβεια και υπομονή που εκπλήσσεσαι με την ικανότητά σου να συγκεντρώνεσαι τόσο απόλυτα σε κάτι, γυρνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο ρίχνοντας εξονυχιστικές ματιές στα πιο απίθανα σημεία μόνο και μόνο για να εκνευριστείς με το γεγονός πως η σκόνη πάντα θα καταφέρνει να σου ξεφεύγει τρυπώνοντας σε γωνίες και σχισμές όπου καμία φιλότιμη προσπάθεια δε θα σου δώσει πρόσβαση.
Λατρεύω επίσης τη χλωρίνη σε σπρέι. Αμέτρητα μπουκάλια με τη χαρακτηριστική επιγραφή “κατά της μούχλας” που ήταν φυσικά και ο μεγαλύτερος κράχτης ανάμεσα σε τόσα παρόμοια και φθηνότερα προϊόντα στα παραδίπλα ράφια, έφτασαν να συναγωνίζονται σε αριθμό τα άδεια μπουκάλια μπύρας που συσσωρεύονται στη μαύρη σακούλα της κουζίνας μετά από μία βραδιά με φίλους ή ένα απόγευμα με formula1.
Ρίχνω τόση χλωρίνη στο μπάνιο, σε σημείο που αναγκάζομαι να επιβεβαιώνω κάθε βράδυ τις χειρότερες ανησυχίες μου αναζητώντας στο διαδίκτυο πληροφορίες σχετικά με το χλώριο και την χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Καθαρός μαζοχισμός συνοδευόμενος από μία φοβερή ικανοποίηση για τα βακτήρια που αργοπεθαίνουν στα είδη υγιεινής μου.
Το αγαπημένο μου είναι το πλύσιμο των πιάτων. Φροντίζω να λερώνω όσα περισσότερα μπορώ σε κάθε γεύμα μου αδημονώντας να αντικαταστήσω τη σύγχυση που μου προκαλεί ένας γεμάτος νεροχύτης με εκείνο το αίσθημα πληρότητας που σε κατακλύζει όταν έχεις ολοκληρώσει με επιτυχία οτιδήποτε βαριέσαι θανάσιμα και ξέρεις πως δε θα σε απασχολήσει ξανά παρά μόνο σε έναν ορίζοντα αρκετά μακρινό ώστε να είναι αδύνατο να συγχυστείς εκ νέου για την επανεμφάνιση της αγγαρείας. Μου αρέσει πολλές φορές να πλάθω διάφορα ηλίθια σενάρια σκυμμένος πάνω από λαδωμένα πιάτα και λεκιασμένα πλαστικά μπολ. Φαντάζομαι πως βρίσκομαι στην κουζίνα κάποιου πολεμικού πλοίου επιτελώντας το καθήκον μου στη λάντζα ενώ μία ογκώδης τορπίλη κατευθύνεται ολοταχώς στο σιδερένιο κύτος που περιβάλλει το αμπάρι που με έχουν καταχωνιάσει. Άλλες φορές, μα κυρίως κάποια βροχερά απογεύματα που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο αισθάνομαι κάτι απειλητικό να ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα, μα ποτέ σε σημείο που να με τρομάζει ή να μου χαλάει τη διάθεση, κάτι τέτοια απογεύματα είναι που γίνομαι δέσμιος ενός αόρατου παρατηρητή που στέκεται δίπλα μου στο νεροχύτη με χέρια σταυρωμένα και μούτρα δυσκοίλιου στρατιωτικού. Αμίλητος και κάπως εχθρικός επιθεωρεί τις κινήσεις των χεριών μου κάτω από τη βρύση, ζυγίζει στο στενό του κεφάλι δοσολογίες σαπουνιού και στυψίματα σφουγγαριού, χρονομετρά την όλη διαδικασία από τη στιγμή που το λεκιασμένο σκεύος θα έρθει σε επαφή με τις άκρες των δαχτύλων μου μέχρι να καταλήξει καθαρό και γυαλισμένο στη θέση που του αναλογεί παρέα με τα υπόλοιπα πιάτα. Αισθάνομαι μία παράξενη ικανοποίηση κάθε φορά που ξεμπερδεύω με ακόμη ένα πιάτο κι έπειτα με το επόμενο, μα και με κάθε πιρούνι, κουτάλι, μαχαίρι και φλιτζάνι που στοιβάζονταν στο νεροχύτη μου πριν αναγκαστώ να υπομείνω τη σιωπηλή επιτήρηση αυτού του τύπου που τώρα μου νεύει αμίλητος αναγνωρίζοντας την εξαιρετική δουλειά μου.
Σκέφτομαι τώρα πως το καλύτερο δώρο για γενέθλια, γιορτές και όλα τα συναφή κοινωνικά ενσταντανέ, είναι το βιβλίο. Το διαπιστώνω καθώς παλεύω να βάλω σε τάξη όσα αδιάβαστα βιβλία έχω σκορπίσει σε διάφορα σημεία του σπιτιού με απώτερο σκοπό να πέφτω πάνω τους κάθε φορά που σηκώνομαι για τουαλέτα ή κατεβαίνω για τσιγάρα, έτσι ώστε να μου υπενθυμίζω πως είμαι υποχρεωμένος να τους δώσω μία ευκαιρία. Συνειδητοποιώ τώρα πως ποτέ μου δεν κατηγόρησα κάποιον γνωστό που είχε την ευγενή καλοσύνη να διαθέσει χρόνο και χρήμα ώστε να μου χαρίσει κάποιο βιβλίο, για έλλειψη γούστου, πόσο μάλλον για αδυναμία να διαπιστώσει τι ακριβώς θα αποτελούσε ιδανικό δώρο για μένα. Τα βιβλία δεν είναι μπλούζες και πουκάμισα, ούτε ρολόγια και φυλαχτά. Δεν μπορείς να κρίνεις την αξία τους παρά μόνο όταν έχεις έρθει σε επαφή με το περιεχόμενό τους. Είναι αναγκαίο να προχωρήσεις πέρα από την εικόνα, να μην παρασυρθείς από ένα ελκυστικό εξώφυλλο ή έναν λογικό αριθμό σελίδων που καθησυχάζει σε πρώτη όψη τον αναγνώστη που ψωνίζει με το ζύγι.
Απομακρύνω τη σκόνη από την επιφάνεια ενός μυθιστορήματος που ποτέ δεν κατάφερα να προχωρήσω πέρα από την 23η σελίδα. Ένας πολυκαιρισμένος σελιδοδείκτης ξεπροβάλλει πίσω από τις λιγοστές διαβασμένες σελίδες σαν εκνευριστική υπενθύμιση της διαρκούς αναβλητικότητας που δηλητηριάζει κάθε στιγμή της μέρας μου. Βάζω παπούτσια και κατεβαίνω για τσιγάρα. Πηδάω τα σκαλοπάτια ψιθυρίζοντας στον εαυτό μου τη λίστα με όλα όσα θα μου επιβάλλω να ολοκληρώσω πριν ξημερώσει. Αφήνω το μυθιστόρημα για αύριο…