Το νέο δημιούργημα του Gore Verbinski («Πειρατές της Καραϊβικής», «The Ring») είναι κομματάκι δύσκολο να το χωνέψεις, να το σχολιάσεις, να αποφασίσεις εάν σου άρεσε και το κυριότερο, να το συζητήσεις με άλλο άνθρωπο, χωρίς να κάνεις spoiler. Εσύ κι εγώ όμως, είμαστε φτιαγμένοι για τα δύσκολα (υποθέτω), γι’ αυτό ας προσπαθήσουμε. Το «Αντίδοτο στην Ευεξία», λοιπόν, διαφημίστηκε ως μια σύγχρονη ιστορία μυστηρίου με δόσεις ψυχολογικού θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας και, πράγματι, ως τέτοια ξεκινάει.
Ο νέος και φιλόδοξος Lockhart (Dane DeHaan), στέλεχος νεοϋορκέζικου οικονομικού κολοσσού, ταξιδεύει μέχρι τις ελβετικές Άλπεις, για να «μαζέψει» τον ανώτερό του, Roland Pembroke (Harry Groener) από ένα ιατρικό κέντρο. O τελευταίος είναι απαραίτητος στα κεντρικά της εταιρίας για να υπογράψει μια συγχώνευση, δε φαίνεται ωστόσο διατεθειμένος να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον επίγειο παράδεισο που τον φιλοξενεί, σε αντίθεση με τον Lockhart, που έχει σκοπό να παραμείνει εκεί για τον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Έτσι κι αλλιώς, όμως, τα σχέδια του τελευταίου θα ναυαγήσουν, όταν ένα αναπάντεχο, περίεργο ατύχημα θα τον μετατρέψει, από απλό επισκέπτη, σε ασθενή του θεραπευτηρίου.
Αν παραλείψουμε το προσωπικό, που αποτελείται, στο μεγαλύτερο μέρος του, από ελκυστικούς νέους και νέες, το γαλήνιο καταφύγιο με τις εναλλακτικές προσεγγίσεις και τα ιαματικά νερά σφύζει από πλούσιους μεσήλικες (και άνω). Όλοι βρέθηκαν εκεί για την «θεραπεία», τη θεραπεία της κοινής τους «αρρώστιας», η φύση της οποίας παραμένει θολή. Μόνη εξαίρεση στον μέσο όρο ηλικίας των ασθενών αποτελεί η νεαρή Hannah (Mia Goth), ένα κορίτσι με ξανθά μαλλιά, μια κάποια ιδιαιτερότητα και με εμφανώς περιορισμένη γνώση της κατάστασής της, αλλά και όσων την περιβάλλουν. Γιατρός και προστάτης της, ο φαινομενικά πράος και ευγενικός διευθυντής του Κέντρου, Dr. Volmer (Jason Isaacs), που, όπως κι εκείνη, φροντίζει να παίρνει πάντα…τις βιταμίνες του. Πρόκειται για ένα μπλε μπουκαλάκι με κάποιο ευεργετικό απόσταγμα που εμφανίζεται συνεχώς μπροστά στον Lockhart, μαζί με άλλες ενδείξεις πως κάτι, κάπου σ’ αυτό το ειδυλλιακό κάστρο, όπου στεγάζεται το θεραπευτήριο, πάει λίγο -ή πολύ- στραβά.
Πίσω στην αρχή της ταινίας και λίγο μετά την άφιξη του πρωταγωνιστή στην Ελβετία, εκείνος επιβιβάζεται σ’ ένα τρένο για να φθάσει στον προορισμό του και εσύ παρακολουθείς την πρώτη μιας σειράς χαρακτηριστικών σκηνών. Το τρένο στρίβει σε μια υπερυψωμένη γέφυρα και μπαίνει σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, ενώ καθρεφτίζεται στον εαυτό του. Μια αλληγορική πορεία προς το σκοτάδι, ή, έτσι όπως η κάμερα είναι τοποθετημένη πάνω του, μια μεταφορά του σύγχρονου ανθρώπου που κοιτάει το σώμα του, αναλογιζόμενος τα σημεία εκείνα του προσώπου του που είναι αδύνατον να δει; Για να μη σου πω ότι, έτσι όπως έστριβαν τα βαγόνια, έμοιαζαν με φίδι που κινείται πλαγίως.
Θα με πεις υπερβολική και θα έχεις δίκιο, αλλά για να καταφέρεις να απολαύσεις το «A Cure for Wellness», η υπερβολή είναι αυτό που πρέπει να είσαι και, κυρίως, αυτό που πρέπει να δέχεσαι, για 140 λεπτά. Άλλωστε, οι παραπάνω αναφορές αποδεικνύονται έγκυρες καθώς η ιστορία προχωράει. Ο σκηνοθέτης, μαζί με τον σεναριογράφο Justin Haythe, σου επιφυλάσσουν άφθονο «σκοτάδι» και δόσεις κοινωνικού σχολιασμού, που αποστρέφεται τον καπιταλισμό και τους αγχώδεις ρυθμούς της μοντέρνας ζωής. Είναι, ωστόσο, ακόμη πιο αποφασισμένοι να σου προκαλέσουν ακριβώς ό,τι η θεά των φιδιών είθισται να προκαλεί: τρόμο και αηδία.
Για να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι ακριβώς φίδια τα ζωντανά που αλωνίζουν από καρέ σε καρέ, αλλά βδέλλες. Βδέλλες στο μπάνιο, στο νερό, σε οράματα, στην πραγματικότητα, σε οράματα που ίσως να είναι πραγματικότητα και γενικώς… παντού. Ένας από τους πολλούς συμβολισμούς της ταινίας, καθώς κι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά οπτικά της ατού, οι βδέλλες αποτελούν στοιχείο-κλειδί της πλοκής, αλλά και ένα καλλιτεχνικό κατασκεύασμα που επηρεάζει τη ψυχολογία σου και παρουσιάζεται στην οθόνη μαζί με τον φόβο και το άγνωστο, σαν να κρατιούνται κάθε φορά χέρι-χέρι.
Ο άμεσος συσχετισμός των εν λόγω πλασμάτων στο μυαλό γίνεται προφανώς με το αίμα και, όντως, το αίμα είναι παρόν απ’την αρχή ως το τέλος, κι ας απέχει. Τι εννοούμε; Ότι αίμα στην οθόνη θα δεις ελάχιστο. Αντιθέτως, όλα μοιάζουν να είναι γυαλισμένα και πεντακάθαρα. Ακόμη κι όταν κάποιος χτυπάει, οι γρατζουνιές είναι ελάχιστες. Η χρωματική παλέτα της ταινίας όμως, δίνει απαντήσεις στην ιστορία πολύ νωρίτερα απ’ όσο νομίζεις. Τι κι αν όλα φαίνονται λουσμένα σε τόνους του πράσινου και του μπλε, επειδή ο σκηνοθέτης και ο διευθυντής φωτογραφίας, Bojan Bazelli, ήθελαν να «θυμηθούν» και να τιμήσουν το «The Ring», την πρώτη τους συνεργασία σε ταινία μεγάλου μήκους, 15 χρόνια πριν.
Στο «A Cure for Wellness» υπάρχουν κι άλλα χρωματικά μοτίβα, όπως εκείνο του επαναλαμβανόμενου άσπρου (καθαρότητα, αγνότητα, παρθένο σώμα), αλλά και του κόκκινου (χρώμα του αίματος) συνδυασμένου με το συμπληρωματικό του πράσινο, σε σκηνές που ξυπνάνε τον θεατή, δημιουργούν ένταση και προμηνύουν (;) επερχόμενο κίνδυνο. Παρένθεση εδώ, για να σου πω ότι, όταν ο Lockhart προσπαθεί ακόμη να δώσει μορφή στις υποψίες του, πληροφορείται την ύπαρξη ενός τοπικού θρύλου. 200 χρόνια πριν, ένας βαρόνος, ερωτευμένος με την αδερφή του, αποφασίζει να σμίξει μαζί της και να διαιωνίσει έτσι το αμόλυντο οικογενειακό του αίμα. Προσπαθώντας να ανακαλύψει τη θεραπεία μιας σπάνιας αρρώστιας που την ταλαιπωρούσε, φημολογείται ότι χρησιμοποίησε σε πειράματα δεκάδες χωρικούς που δούλευαν στα χωράφια του. Τελικά εκείνος κάηκε ζωντανός, κι εκείνη αιχμαλωτίστηκε, όταν οι χωρικοί επαναστάτησαν κι έβαλαν φωτιά στο κάστρο, ενώ χρόνια αργότερα ο Volmer και οι συνεργάτες του αγόρασαν και αξιοποίησαν την έκταση, εγκαινιάζοντας το θεραπευτήριο…
O Bojan Bazelli όμως, δεν πρόσφερε στην ταινία μόνο τα χρωματικά της σχήματα, αλλά μια υπέροχη κινηματογράφηση στο σύνολό της, που προσαρμόζεται στην ποικιλία ειδών που την αποτελούν και ταυτόχρονα τη δημιουργεί. Όπως σου είπα αγαπητέ/ή μου και παραπάνω, το «Αντίδοτο στην Ευεξία» ξεκίνησε ως sci-fi μυστηρίου, αλλά έγινε και θρίλερ-να-πετάγεσαι-από-την-καρέκλα-σου. Και δράμα. Και λίγο art-film. Και πάνω απ’όλα goth. Για να στο πω με τίτλους… θυμίζει «Shutter Island» (yeah), θυμίζει «Crimson Peak» και «Δράκουλα», θυμίζει το «The Neon Demon» του Nicolas Winding Refn. Θυμίζει τόσα, που δεν είσαι σίγουρος αν είναι μαγκιά ή αδυναμία του. Στην πλευρά της αδυναμίας τείνει, πάντως, το γεγονός ότι προς το τέλος η πλοκή χάνεται στον εαυτό της, γιατί οι πληροφορίες είναι υπερβολικά πολλές για να έχουν όλες επαρκή εξήγηση.
Εδώ είναι που το «A Cure for Wellness», θα κινδύνευε να καταλήξει σε μια κωμική εξτραβαγκάντζα, αν δεν είχε γίνει τόσο καλή δουλεία φωτογραφικά, σκηνοθετικά και στο μοντάζ. Ο Bazelli έχει φωτίσει τα πάντα υπέροχα και μαζί με τον Verbinski όχι απλά απέδωσαν σκηνές που αντιπροσωπεύουν 3-4 διαφορετικές εποχές, κι ας εκτυλίσσονται όλες στο σήμερα, αλλά δημιούργησαν dream-like ακολουθίες, μυστικισμό και ένταση με υποδειγματικές μεταβάσεις ανάμεσά τους, σε συνεργασία με τον μοντέρ, Craig Wood.
Στην επιτυχία (ξεκάθαρα όχι για όλους) της ταινίας, βοηθά φυσικά ότι δε σαμποτάρεται ούτε από τους ηθοποιούς της. Ο Dane DeHaan σηκώνει αξιοπρεπέστατα το «βάρος» του κεντρικού ρόλου, ενώ το άλλο μισό το κουβαλάει ακόμη πιο άνετα ο Jason Isaacs. Εκείνος, βέβαια, ήταν μάλλον προετοιμασμένος από τον χαρακτήρα του στο «The OA», τη σειρά του Netflix που, όσο περνά η ώρα, μου μοιάζει όλο και πιο πολύ με ένα άτυπο τηλεοπτικό αδερφάκι της ταινίας, γιατί ήταν σχεδόν το ίδιο θρασύτατα τολμηρή. Όσο για την 23χρονη Mia Goth (Goth τη λένε, θα τρελαθώ), μπορεί και να την αγάπησα πιο πολύ από τον Isaacs, κι αυτό σημαίνει πολλά, να το θυμάσαι.
To «Α Cure for Wellness» υπερβάλλει σε διάρκεια και υλικό, αλλά σώζεται και ξεχωρίζει επειδή δε ξέρει σε ποιο είδος ανήκει και δε δίνει δεκάρα να μάθει. Σώζεται επίσης γιατί ποντάρει στη συναισθηματική σύνδεση με το κοινό και στην φυσική επίδραση πάνω του, ενώ γνωρίζει πώς να την προκαλεί χρησιμοποιώντας το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο. Τιμώντας τον τίτλο του, δεν περιγράφει μ’ αυτόν μόνο το περιεχόμενο της ταινίας, αφού η ευεξία, πίστεψέ με, είναι το τελευταίο πράγμα που θα νιώσεις, στριμωγμένος στο σινεμά, κι ας πήρες ποπ κορν για να τα ροκανίσεις με όρεξη. Πάντως πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πήγες να δεις τη δουλειά κάτι τύπων που δε βαρέθηκαν. Τι ωραία αλλαγή αυτή, όταν η πλειοψηφία των θρίλερ σήμερα «βαριέται» τόσο, που αναπόφευκτα βαριέσαι κι εσύ…