To In Edit Festival είναι ένας θεσμός που ξεκίνησε από τη Βαρκελώνη το 2003, όντας εξολοκλήρου αφοσιωμένος σε ένα όχι και τόσο προβεβλημένο κινηματογραφικό είδος: το μουσικό ντοκιμαντέρ. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, έχει εξαπλωθεί σε πολλές πόλεις του κόσμου, ενώ στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2014 από τη Θεσσαλονίκη, για να αρχίσει να διοργανώνεται και στην Αθήνα από το 2015 κι έπειτα. Φέτος είναι η τέταρτη χρονιά του στη συμπρωτεύουσα, με ένα πλούσιο πρόγραμμα προβολής ταινιών στο Ολύμπιον, αλλά και παράλληλων events που άρχισαν στις 30 Μαρτίου. Οι παρακάτω είναι τρεις μόνο από τις ταινίες που επιλέχθηκαν και προβλήθηκαν στο In Edit της Θεσσαλονίκης:
«Janis: Little Girl Blue» της Amy Berg (2015)
Η Janis Joplin ήταν μια από τις πιο σημαντικές τραγουδίστριες της δεκαετίας του ’60 και όχι μόνο: η βραχνή, χαρακτηριστική φωνή της σε συνδυασμό με τη δυναμική σκηνική της παρουσία και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, της χάρισαν για πάντα μια θέση στο πάνθεον της μουσικής, παρά το γεγονός ότι έζησε μόνο είκοσι εφτά χρόνια. Το βιογραφικό ντοκιμαντέρ της Amy Berg ακολουθεί την Janis από την παιδική ηλικία και τη δύσκολη εφηβεία της στο Πορτ Άρθουρ του Τέξας, στο οποίο ποτέ δεν μπόρεσε να «κολλήσει», μέχρι τη μετακόμιση στο Σαν Φρανσίσκο, την επιτυχία με τους Big Brother and the Holding Company, τη συνέχεια με τη σόλο καριέρα, το Monterey και το Woodstock, την καταξίωση και τελικά το απότομο, τραγικό τέλος.
Ουσιαστικά, την ιστορία της αφηγείται η ίδια η Janis μέσα από τις επιστολές που έστελνε κατά καιρούς στην οικογένειά της, περιγράφοντας την πολυτάραχη ζωή της και την πορεία της καριέρας της, διαβασμένες στην ταινία από την Cat Power. Χρησιμοποιείται όμως και ένα πλήθος συνεντεύξεων με τα αδέρφια της, παλιούς φίλους της, συνεργάτες, τα υπόλοιπα μέλη των Big Brother και άλλα μέλη της μουσικής κοινότητας της Δυτικής Ακτής, μέσα στην οποία έζησε και δημιούργησε κατά κύριο λόγο η Janis. Επιστρατεύεται επίσης αρκετό αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις με την ίδια την πρωταγωνίστρια, και φυσικά η μουσική της και οι μοναδικές live εμφανίσεις της, που μεταδίδουν άψογα όλο το ταλέντο και την ενέργειά της πάνω στη σκηνή.
Το «Janis: Little Girl Blue» είναι ένα ειλικρινές και συγκινητικό πορτρέτο μιας γυναίκας που άφησε το στίγμα της στη μουσική, μιας καινοτόμου και παρεξηγημένης ίσως καλλιτέχνιδας, με έναν περίπλοκο συναισθηματικό κόσμο που πολλοί δε θα μπορούσαν να μαντέψουν όσο ήταν ζωντανή. Χωρίς να γίνεται αγιογραφία, η ταινία της Amy Berg μεταχειρίζεται με σεβασμό και διεισδύει παράλληλα σε βάθος στην ιστορία της Janis Joplin. Δίνει περισσότερο την αίσθηση μιας γιορτής για τα όσα κατάφερε όσο ζούσε και για την ασυμβίβαστη, παθιασμένη προσωπικότητά της παρά μιας κλισέ «νεκρολογίας».
«The Beatles: Eight Days a Week – The Touring Years» του Ron Howard (2016)
Δε χρειάζονται πολλές συστάσεις και η ιστορία των Beatles έχει αποτυπωθεί μέσα στα χρόνια σε αμέτρητες ταινίες, βιογραφίες, βιβλία, σειρές και ντοκιμαντέρ κλιμακούμενης ποιότητας (άλλωστε και το ίδιο το συγκρότημα είχε γυρίσει αρκετές ταινίες τη δεκαετία του ’60). Ο βραβευμένος με Όσκαρ Ron Howard αποφάσισε να επικεντρωθεί σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο: αυτήν που οι Beatles αναδύθηκαν από τα μικρά club του Λίβερπουλ και του Αμβούργου για να κατακτήσουν την κορυφή του κόσμου και να καταλήξουν να γεμίζουν τεράστια στάδια με τις συναυλίες τους, πριν τελικά αποφασίσουν να σταματήσουν τις περιοδείες το 1966.
Μετά και από τη θρυλική του εμφάνιση στο Ed Sullivan Show το Φεβρουάριο του 1964, που την παρακολούθησε το ένα τρίτο των Αμερικανών, το συγκρότημα στα επόμενα δύο χρόνια έκανε 166 συναυλίες σε δεκαπέντε χώρες σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα πολιτιστικό φαινόμενο και προκαλώντας μαζικά κύματα υστερίας σε θαυμάστριες που όμοιά του ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε. Η ταινία του Ron Howard διηγείται αυτή την ιστορία μέσα από καινούριες συνεντεύξεις με τον Paul McCartney και τον Ringo Starr, καθώς και αρχειακές με τους δύο εκλιπόντες, John Lennon και George Harrison, όπως και πολλά αποσπάσματα από συναυλίες και εμφανίσεις της περιόδου 1962-1966.
Καθώς ασχολείται με τα χρόνια της Beatlemania και αφήνει στην άκρη τις εντάσεις που διέλυσαν το συγκρότημα αργότερα, η ταινία έχει μια ανέμελη φρεσκάδα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατά πολύ γνωστή ιστορία, μεταδίδοντας όλο το νεανικό ενθουσιασμό και την ενέργεια του συγκροτήματος και των φαν του, που εντέλει συνθέτουν μια μοναδική ιστορία στην ποπ κουλτούρα. Και μέσα από τα τραγούδια και το προσεγμένο μοντάζ, τις…τσιρίδες και τις χιουμοριστικές συνεντεύξεις των τεσσάρων κύριων πρωταγωνιστών της, καταφέρνει να σε μεταφέρει ακριβώς σε εκείνη την τετραετία που οι Beatles ήταν το πιο περιζήτητο συγκρότημα στον κόσμο, δίνοντάς τους μια τέτοια ζωντάνια που έχεις την εντύπωση ότι θα βγουν από την οθόνη.
«Bird on a Wire» του Tony Palmer (1974)
Ο Leonard Cohen ήταν μία από τις πολλές και οδυνηρές απώλειες της μουσικής το 2016, φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών και αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο, μετά από μια καριέρα δεκαετιών που είχε και τα σκαμπανεβάσματά της. Η ταινία του Palmer αποτελεί το χρονικό μιας μάλλον άτυχης περιοδείας του στην Ευρώπη και το Ισραήλ το 1972, όπου όλα φαίνονταν να πηγαίνουν στραβά: τεχνικά προβλήματα με τον ήχο, απογοητευμένοι θαυμαστές (με αποκορύφωμα κάποιους στο Βερολίνο που απαιτούσαν επιστροφή χρημάτων) και ο ίδιος ο Cohen να είναι μάλλον εξαντλημένος και χωρίς κάποιο κίνητρο. Πρόκειται για μια περίοδο που αργότερα περιέγραψε ως μπερδεμένη και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, δεδομένου και ότι το album που είχε κυκλοφορήσει το 1971 «Songs of Love and Hate» δεν είχε την αναμενόμενη πορεία, αν και σήμερα θεωρείται κλασικό.
Μέσα από τα επεισοδιακά περιστατικά και τις συναυλίες, αυτό που υπερισχύει είναι η παρουσία και η καλλιτεχνική προσωπικότητα του Cohen, που παρά την κακοτυχία, ακόμα κι όταν είναι συναισθηματικά φορτισμένος, περιφέρεται σχετικά ήρεμος στα παρασκήνια, δίνοντας την εντύπωση ενός κατασταλαγμένου φιλοσόφου που επεξεργάζεται τα πάντα γύρω του. Αστειεύεται, αυτοσαρκάζεται, διαβάζει τα ποιήματά του για το φακό του Palmer, συγκινείται πάνω και κάτω από τη σκηνή, εκπέμποντας μια ήρεμη αξιοπρέπεια που δεν προδίδει την ταραχή που ίσως συμβαίνει μέσα του. Πολλά από τα πιο διάσημα και αγαπημένα τραγούδια του Cohen, το «Suzanne», το «Famous Blue Raincoat», το «So Long Marianne» και φυσικά αυτό που έδωσε το όνομά του στον τίτλο, στολίζουν την ταινία, προσδίδοντάς της μια ελαφρώς μελαγχολική και ξεχωριστή χροιά.
Η ιστορία του ίδιου του ντοκιμαντέρ και της μετέπειτα πορείας του έχει ενδιαφέρον:η ταινία προβλήθηκε ελάχιστα μετά από την πρεμιέρα της το 1974 και με εξαίρεση μια προβολή στη γερμανική τηλεόραση ήταν χαμένη για δεκαετίες. Ο ίδιος ο Palmer θεώρησε πως η αρχική κόπια είχε χαθεί, αφού κι εκείνος είχε χάσει τη δική του, όμως το 2009 ανακαλύφθηκαν κάποια ξεχασμένα αντίγραφα και επιστράφηκαν στο σκηνοθέτη που με τη συμφωνία του Leonard Cohen ανέλαβε να αποκαταστήσει το φιλμ, που βρισκόταν σε εύθραυστη κατάσταση. Το 2010 κυκλοφόρησε σε DVD και φέτος για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Στα πλαίσια του In Edit προβλήθηκαν επίσης το «One More Time With Feeling» για τον Nick Cave, το «Supersonic» για τους Oasis και το «New World Towers» για τους Blur (γενικά η Britpop είχε την τιμητική της!), καθώς και μεταξύ άλλων ντοκιμαντέρ για τον Yo-Yo Ma, τη Madonna, τον Frank Zappa, τον Bob Dylan,τη house στο Ιράν και τον Edwyn Collins, που μάλιστα τραγούδησε live στη σκηνή του Ολύμπιον. Το φεστιβάλ ολοκληρώνεται στις 5 Απριλίου -και ήδη αδημονούμε για την επόμενη χρονιά!