Την περίοδο που το ίδιο το «La La Land» έχει βαρεθεί να ακούει ότι ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς, ενώ συνεχίζει ακάθεκτο να σαρώνει καρδιές και βραβεία… εμείς δε θα μιλήσουμε γι’ αυτό. Θα το αφήσουμε στη μελωδική σφαίρα που μας χάρισε, να κάνει σβούρες, να ονειρεύεται και να καμαρώνει τις 7 (!) Χρυσές Σφαίρες που «τσέπωσε» πριν λίγες ώρες. Μαζί του και το «Ημερολόγιο» (2004), που όποια ισχυρίζεται πως δεν το έχει δει ή δεν της άρεσε, το παίζει σκληρή και cool μπροστά σε κάποιον τεράστιο ψεύτη που λέει ότι δεν το έχει δει ή δεν του άρεσε επίσης. Σους! Δεν περνάνε εδώ αυτά! Επιτρέπεται πάντως να αναρωτηθείς τι κοινό έχουν οι παραπάνω δύο ταινίες που δικαιολογεί την απόφαση να τις αφήσουμε να κλαίνε στο παγκάκι σαν την μικρή Ελένη. Τίποτα αξιόμεμπτο. Είναι απλώς δεδομένο…ότι τις γνωρίζεις.
Μπορεί να γνωρίζεις και ό,τι άλλο έχει κάνει ο Gosling (ε! στον κινηματογράφο!), αλλά επειδή άνθρωπος είσαι και σφάλματα κάνεις, όπως όλοι μας, τούτο εδώ το άρθρο «φυλάει τα ρούχα του για να έχει τα μισά».
Πάμε να δούμε μαζί για ποιες ταινίες (και όχι μόνο) αγαπάς ήδη τον ταλαντούχο Καναδό ηθοποιό, ή να σου ανοίξουμε τα μάτια αν πρόκειται για ένα από τα ταλέντα που σου ξέφυγαν, καθώς ζαχάρωνες τον Ryan Reynolds στο «The Proposal» (Μη ντρέπεσαι. Άσε που ο μισός πλανήτης τους μπερδεύει κι εγώ θα γεράσω πριν καταλάβω το γιατί.)
The Believer (2001)
Στον πρώτο πρωταγωνιστικό του ρόλο στην μεγάλη οθόνη, ο Ryan Gosling υποδύεται με τρομακτικό ρεαλισμό έναν νεαρό νεοναζί που αναζητά την πραγματική του ταυτότητα, αρνούμενος τις εβραϊκές του ρίζες. Η ταινία ήταν το κατώφλι ανάμεσα στην παιδική τηλεόραση που ο Ryan επιθυμούσε να αφήσει πίσω του και στα πρώτα σοβαρά υποκριτικά του βήματα. Αν και απέτυχε εμπορικά λόγω του δύσκολου θέματος και της περιορισμένης διανομής, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Sundance και άνοιξε διάπλατα την πόρτα στον ηθοποιό για τη μελλοντική του καριέρα.
Murder by Numbers (2002)
Μέτριο σε γενικές γραμμές, κακογραμμένο, αλλά αρκετά ενδιαφέρον για να το βλέπεις στην τηλεόραση μια στο τόσο, χρωστάει την όποια αξία του αφενός στην Sandra Bullock και αφετέρου στο δίδυμο των πρωταγωνιστών. Ο Michael Pitt και ο 21χρονος τότε Gosling φορούν τα παπούτσια δύο πανέξυπνων και αλαζονικών μαθητών που διαπράττουν τον «τέλειο» φόνο κι έπειτα μπλέκονται σε ένα διανοητικό παιχνίδι γάτας-ποντικιού με διαταραγμένες ισορροπίες, στο οποίο η Cassie (Bullock) έχει αναλάβει τον ρόλο της ντετέκτιβ.
The Slaughter Rule (2002)
Την ίδια χρονιά με το «Murder by Numbers» βγαίνει στις αίθουσες ακόμα ένα indie, καλύτερο από το προηγούμενο, αλλά με αρκετά σκαμπανεβάσματα σε ύφος και ποιότητα. Στο «Slaughter Rule», o Roy Chutney (Ryan Gosling), συνεσταλμένος αλλά και αντιδραστικός, ενηλικιώνεται με τρόπο φαινομενικά συνηθισμένο, αλλά στο βάθος όχι τόσο ανθόσπαρτο, αντιμετωπίζοντας συναισθηματικές προκλήσεις σε κάθε επίπεδο. Έχει χάσει τον πατέρα του, η μητέρα του χρειάζεται περισσότερη στήριξη απ’ όση εκείνη μπορεί να του δώσει, ο έρωτας τον βρίσκει απροετοίμαστο και ο προπονητής του (David Morse) τον προκαλεί να ξεπεράσει τα όρια ψυχολογικής αντοχής και θάρρους που του ήταν άγνωστα ως τότε. O Gosling φαίνεται να κάνει άλματα στην ερμηνεία του κατά τη διάρκεια της ίδιας της ταινίας, όπως εκείνα που κάνει ο χαρακτήρας του. Άλλωστε η συνύπαρξη του με τον David Morse και μάλιστα σε μια σειρά από απαιτητικές σκηνές, μάλλον λειτούργησε ως masterclass, αφού ο τελευταίος ήταν το δίχως άλλο ε-ξαι-ρε-τι-κός.
The United States of Leland (2003)
Περίεργο, ελαττωματικό, δεν πετυχαίνει τον εντυπωσιακό αντίκτυπο στον οποίο στοχεύει. Κι όμως, αξίζει να το δεις γιατί έχει μια ιδιόρρυθμη ατμόσφαιρα, όμορφες ερμηνείες από μια σειρά ονομάτων που όλοι ξέρουμε σήμερα και έναν χαρακτήρα «συναισθηματικά αποστασιοποιημένο καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας» γεγονός που, όπως παραδέχεται ο Gosling, του κέντρισε το ενδιαφέρον. Αναφέρεται στον Leland του τίτλου, έναν χαρισματικό, προβληματικό έφηβο που βρίσκεται σε σωφρονιστικό ίδρυμα μετά τον φόνο ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες, για απροσδιόριστους μέχρι το τέλος της ταινίας λόγους.
Σε μια σειρά από συζητήσεις με τον Pearl Madison (Don Cheadle), έναν από τους εκπαιδευτικούς του ιδρύματος και επίδοξο συγγραφέα, o Leland αποκαλύπτει κομμάτι-κομμάτι τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο, χωρίς να αναζητά συμπάθεια ή συγχώρεση. Ο ήρωας είναι τόσο αποξενωμένος από την πραγματικότητα (γιατί μόνο έτσι επιβιώνει μέσα της), που ο Gosling θυμίζει αόρατο αφηγητή, ακόμη κι όταν το πρόσωπό βρίσκεται στο κέντρο του κάδρου. Από την κοπέλα του (Jena Malone), που τον χώρισε, μέχρι τον πατέρα του (Kevin Spacey), που χρησιμοποιεί την οικογένειά του μόνο ως έμπνευση για τα βιβλία του, ο Leland δε βρίσκει κανέναν να κατηγορήσει. Ξέρει μόνο να παρατηρεί σιωπηλά και να γίνεται ένα με τον πόνο των άλλων.
Stay (2005)
Κυκλοφόρησε μετά το Ημερολόγιο (2004), μα εγώ θυμάμαι πως τα είχα δει με αντίστροφη σειρά. Το «Stay» ήταν λοιπόν η πρώτη «συνειδητοποιημένη» επαφή μου με το ταλέντο του Gosling και νιώθω ακόμη τυχερή (yeah I’m feeling lucky) που δεν τον γνώρισα στο μελιστάλακτο σύμπαν του Nicolas Sparks και του Nick Cassavetes. Βλέπεις πολλοί μπορούν να αμφισβητήσουν την αντικειμενικότητά σου, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού σου, όταν αρχίζεις ξαφνικά να εκθειάζεις τον ευαίσθητο γόη μιας από τις πιο ρομαντικές ταινίες ever. Στο «Stay», ένας ψυχίατρος (Ewan McGregor) προσπαθεί να αποτρέψει με κάθε τρόπο την αυτοκτονία του ασθενή του (Ryan Gosling) ενώ η δική του πραγματικότητα γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη. Με μερικά μικρά twist και ένα μεγάλο για το τέλος, το Stay είναι ένα καλοστημένο ψυχολογικό θρίλερ με ταιριαστό soundtrack και καλή χημεία μεταξύ McEwan και Gosling, ενώ ο τελευταίος δείχνει πλέον πιο ώριμος από ποτέ.
Half Nelson (2006)
Εάν νομίζεις ότι τον θαυμάζεις αρκετά, χωρίς να έχεις δει το «Half Nelson», ήρθε η ώρα να το σκεφτείς καλύτερα. Αυτήν τη φορά κανείς δε χρωστάει σε κανέναν. Από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, μέχρι τη φωτογραφία και το καστ, ο Ryan ήταν στα καλύτερα χέρια και ίσως, αν κάτι από αυτά έλειπε, η ερμηνεία του να έχανε μέρος του μεγαλείου της. Από την άλλη, το Half Nelson δε θα ήταν σε καμία περίπτωση το ίδιο χωρίς τον Gosling στο βασικό ρόλο.
Ο Dan, καθηγητής γυμνασίου, βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ της ανάγκης του να επηρεάσει θετικά τον κόσμο και του εθισμού του στα ναρκωτικά. Όταν, ένα πρωί, μια μαθήτριά του (Shareeka Epps) ανακαλύπτει το μυστικό του, ξεκινά μια παράξενη, δυνατή σχέση φιλίας που τολμά να υπάρξει και να εξελιχθεί, στηριγμένη σε μια αίσθηση εμπιστοσύνης που χτίζεται δύσκολα και γι’ αυτό ακριβώς αντέχει. Το Half Nelson έχει ένα στιβαρό αλλά απέριττο σενάριο, ενώ κόβει την ανάσα χωρίς εκρήξεις και πυροβολισμούς, με βλέμματα, μισοειπωμένες φράσεις και βαθιά συναισθηματικά διλήμματα. Αφυπνίζει και συγκινεί, ενώ χάρισε στον Gosling την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ και στην αρθογράφο μια εμπειρία που δε θα αντάλλαζε ούτε με το μισό top 250 του Imdb.
Lars and the Real Girl (2007)
Ευαίσθητο, αστείο, αισιόδοξο αλλά και εξαντλητικά μελαγχολικό. Το «Lars and the Real Girl», με παραπλανητικό τίτλο και παραπλανητικό εξώφυλλο, δεν είναι ρομαντική κομεντί, τουλάχιστον όχι όπως τις έχεις συνηθίσει. Είναι απλώς η ιστορία ενός ψυχολογικά διαταραγμένου νέου, που απογοητευμένος από την κοινωνική και προσωπική του ζωή, παραγγέλνει μια πλαστική life-size κούκλα από το Internet και πείθει τον εαυτό του -σχεδόν πείθει τους πάντες, για να είμαστε ειλικρινείς- ότι είναι η κοπέλα του. Ο Λαρς και η κούκλα του τρώνε, πηγαίνουν βόλτες και τραγουδούν μαζί κι όλα φαντάζουν λογικά και αδιαμφισβήτητα στο πρόσωπο του Gosling, που αποδίδει έναν από τους πιο ιδιαίτερους χαρακτήρες του με απόλυτη φυσικότητα. Όπως η ιστορία του Lars, έτσι και η ίδια η ταινία είναι γλυκιά και ανθρώπινη, κομματάκι τρελή και απολύτως θεραπευτική.
Blue Valentine (2010)
«Στις περισσότερες ταινίες περνάς ώρες ψάχνοντας για μικροσκοπικά τρίμματα αλήθειας. Σε αυτή, σχεδόν βυθίζεσαι μέσα της», σχολιάζει ο Gosling για το «Blue Valentine». Πράγματι, πρόκειται για μια τρομακτικά ρεαλιστική αποτύπωση του έγγαμου βίου, του έρωτα, της αγάπης και της συνύπαρξης μέσα στο χρόνο, γενικότερα. O Gosling και η Michelle Williams, υποδύονται σχεδόν αφοπλιστικά ένα ζευγάρι που ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, έζησε την απόλυτη ευτυχία κι έπειτα πέρασε στο στάδιο όπου όλα μεταμορφώνονται, όλα γίνονται λάθος και τελικά καταρρέουν, αφού πληγώσουν και πονέσουν όπως μόνο η αληθινή αγάπη μπορεί. Η αφήγηση γίνεται με χρονικά άλματα, εναλλάσσοντας στιγμές απόλυτης ευτυχίας με ένα αμήχανο χάος, σαν να σε αγκαλιάζει τη μια στιγμή, ενώ την επόμενη σου δίνει γροθιά στο στομάχι. Με bonus ένα υπέροχο soundtrack (α! Δες και τον Ryan να τραγουδά το You only hurt the ones you love) η πρώτη συνεργασία του Gosling με τον σκηνοθέτη Derek Cianfrance (The Place Beyond the Pines) ήταν μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές του 2010.
Drive (2011)
Από τον Δανό auter που αγαπά την καλή αισθητική, τα ατμοσφαιρικά soundtrack, το αίμα και τα neon φώτα, Nicolas Winding Refn, εμφανίστηκε, το 2011, ένα αληθινό διαμάντι που δεν περίμενε κανείς. Από τον τίτλο της ταινίας, η πλειοψηφία των απροετοίμαστων θεατών συμπέρανε ότι θα έβλεπε ακόμη ένα φαντασμαγορικό car chase, και έτσι βγήκαν από το σινεμά μη ξέροντας «από που (δεν) τους ήρθε». Το «Drive» μας συστήνει έναν χαρισματικό κασκαντέρ/οδηγό (Ryan Gosling) που λατρεύει τα αυτοκίνητα και, εκτός από χολιγουντιανές ταινίες, εφαρμόζει τις δεξιότητές του και σε λιγότερο νόμιμες «δουλειές». Καθώς προσπαθεί να χαμηλώσει τους τόνους τις καθημερινότητάς του, γνωρίζει και ερωτεύεται τη γειτόνισά του, Irene (Carey Mulligan) η οποία ζει ήσυχα στο διπλανό διαμέρισμα με τον μικρό γιο της, ενώ ο σύζυγός της, Standard (Oscar Isaac) βρίσκεται στη φυλακή. Όταν ο τελευταίος επιστρέφει, χρειάζεται βοήθεια για να ξεπληρώσει μια «χάρη» και ο «οδηγός» προσφέρεται. Όπως σε κάθε καλό action thriller που θέλει να τιμήσει τον τίτλο του, όλα πάνε στραβά, κι ο πρωταγωνιστής βουτά σε νερά βαθύτερα από αυτά που έχει συνηθίσει.
Για να λέμε όμως την αλήθεια, το «Drive» δεν ήταν ποτέ action thriller. Πρόκειται για ένα neo-noir κέντημα σχεδόν ποιητικών σκηνών, φτιαγμένων με χρώμα, (φοβερή) μουσική, ρυθμό και καταπιεσμένα συναισθήματα, όχι υπερβολικά artistic, μα ούτε κατά διάνοια mainstream. Ο Gosling φαντάζει σαν να γεννήθηκε στον κόσμο που έστησε ο Refn, ενώ δεν είναι τυχαίο που μιλώντας για εκείνον και για τον Derek Cianfrance δηλώνει: «I found my guys, we’re a team now. We’re just getting started».
Και το εννοούσε. To 2012 συνεργάστηκε ξανά με τον Cianfrance στο «The Place Beyond the Pines», και ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε στο σετ του Nicolas Winding Refn για το «Only God Forgives».
Αρκετά όμως με την ατόφια υποκριτική.
Τι άλλο έχει κάνει ο Ryan Gosling, που αξίζει να μάθεις;
Σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, «Lost River», το 2014 με εμφανείς επιρροές από Refn και Lynch, γεγονός που δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από κοινό (όσους την είδαν) και -κυρίως- κριτικούς. Ωστόσο λίγοι αρνήθηκαν ότι η ταινία ήταν τεχνικά αξιόλογη, με καλή φωτογραφία και ιδιαίτερες ερμηνείες, κι ότι o Gosling έχει ταλέντο, αλλά ίσως ακόμη δεν ξέρει ακριβώς τι να το κάνει. Όπως και να έχει, να ξέρεις ότι στο «Lost River», μια ανύπαντρη μητέρα (Christine Hendricks) προσπαθεί να σώσει το σπίτι της από τις δαγκάνες τις τράπεζας κι έτσι δέχεται να δουλέψει νύχτα, σ’ένα μυστηριώδες και αφιλόξενο περιβάλλον (Σκέψου έναν ακόμη πιο σκοτεινό μάγο του Οζ σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα του «Ex Machina»). Στο μεταξύ ο γιος της Bones (Iain De Caestecker) και η κοπέλα του, Rat (Saoirse Ronan), μπλέκουν με έναν αδίστακτο νεαρό τραμπούκο τον οποίο υποδύεται ο Matt Smith (τόσο καλά που τώρα το μυαλό μου κοντεύει να εκραγεί από τα cross-cut ανάμεσα σε αυτήν του την εικόνα και στον ίδιο ντυμένο Φίλιππο, Δούκα του Εδιμβούργου, στο φετινό τηλεοπτικό «The Crown»)
Το 2005 ο Gosling και ο φίλος του Zach Shields, ανακαλύπτoντας ότι αγαπούν κι οι δύο τη Haunted Mansion της Disneyland και γενικώς τις ιστορίες τρόμου, αποφάσισαν να γράψουν creepy μουσική για τερατάκια και φαντάσματα. Σκόπευαν αρχικά να την κάνουν soundtrack για κάποιο θεατρικό, αλλά, όταν αυτό το σχέδιο ναυάγησε, ηχογράφησαν τα κομμάτια και τα έκαναν album. Dead Man’s Bones ήταν το όνομα της μπάντας και ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε το 2009 και ήταν εξαίσιος. Ανατριχιαστικές αλλά catchy μελωδίες, ηχογραφήσεις που ακούγονται σαν προσεγμένα demo γιατί τα παλικάρια επέλεξαν να παίξουν όλα τα όργανα μόνοι τους (ακόμη κι αυτά που δεν είχαν ξαναπιάσει στα χέρια τους), στίχοι τρομακτικοί, ρομαντικοί, σέξι, αντιδραστικοί. Κι όλα με μια παιδική χoρωδία στο background, για «κερασάκι» στην τούρτα. Ένας μόνο δίσκος, δυστυχώς, μα ένας και καλός.