Η γνωστότερη ταινία του εμβληματικού Γερμανού σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ δικαιολογεί, μέσα σε μονάχα μιάμιση ώρα, γιατί όταν πέθανε, έληξε και η εποχή του Γερμανικού Νέου Κύματος μαζί του. Το Ο φόβος τρώει τα σωθικά (1974) ήταν μια ευχάριστη μεν, αναμενόμενη δε, έκπληξη από τον σκηνοθέτη των Πικρών Δακρύων της Πέτρα Φον Καντ (1972). Στην ακόλουθη κριτική, επομένως, θα προσπαθήσω να ελαχιστοποιήσω τα σπόιλερς, αλλά προτιμότερο θα ήταν να έχετε δει το φιλμ προτού την διαβάσετε, καθώς είναι πάντοτε θεμιτό ο καθένας να κάνει τις δικές του συνειδητοποιήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των ταινιών.
Μικρό, αλλά σημαντικό backstory του σκηνοθέτη
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, γεννήθηκε το 1945 στο Μόναχο και πέθανε το 1982. Όσο πολυπράγμων και αν ήταν σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης, άλλο τόσο πολυτάραχη ζωή έζησε. Βασανιζόταν με την σεξουαλικότητά του, πράγμα που του δημιουργούσε πολλαπλές ανησυχίες και τον οδηγούσε συχνά σε καταχρήσεις ουσιών. Μέσα στα 13 χρόνια διάρκειας της σκηνοθετικής του καριέρας, έκανε 41 ταινίες. Στις 10 από αυτές μάλιστα, έπαιζε και ο Ελ Χαντί Μπεν Σαλεμ, ο πρωταγωνιστής της ταινίας την οποία θα σχολιάσουμε σήμερα, ο οποίος ενεπλάκη ερωτικά με τον σκηνοθέτη. Ο Σαλέμ, ταλαντούχος ηθοποιός με εξίσου πολυτάραχη ζωή, είχε μια επεισοδιακή σχέση με τον Φασμπίντερ (για την οποία αξίζει να ψάξετε λεπτομέρειες πριν δείτε την ταινία) πεθαίνοντας και εκείνος νωρίς.Ο Φασμπίνερ, μαθαίνοντας πολύ μεταγενέστερα για τον θάνατο του αγαπημένου του, λίγο πριν τον δικό του θάνατο, του αφιερώνει την τελευταία του ταινία, το Querelle(1982). ‘Αλλωστε, με έναν περίτεχνο τρόπο, βρίσκουμε θραύσματα αυτής της ταραχώδους σχέσης μέσα στο Ο φόβος τρώει τα σωθικά. Ας το αναλύσουμε όμως περισσότερο στη συνέχεια.
Η πλοκή
Η ‘Εμι, μια μεσήλικη καθαρίστρια που έχει χάσει τον άντρα της και τα παιδιά της έχουν κάνει τις δικές τους ζωές, γνωρίζει τον Αλι, έναν πολύ νεότερο Μαροκινό μετανάστη που δουλεύει σε συνεργείο αυτοκινήτων. Αναπτύσσεται γρήγορα μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους, η οποία όμως δεν γίνεται αποδεκτή από την αυστηρή Γερμανική κοινωνία.
Τι έκανε τόσο καλή αυτή την ταινία;
Πέρα από τα υπέροχα καδραρίσματα και το προσεγμένο σενάριο, το Ο φόβος τρώει την ψυχή, φάνηκε να προέρχεται πραγματικά από την καρδιά του σκηνοθέτη. Ήταν μια ταινία που είχε πραγματικά ψυχή, βάθος, και σου άφηνε ένα αίσθημα ολοκλήρωσης καθώς ήταν οριακά αψεγάδιαστη. Οι δυσκολίες που εμφανίζονται για το νιόπαντρο ζεύγος και η ατέρμονα προκατειλημμένη Γερμανική κοινωνία του τότε αντικατόπτριζε εξαίσια αυτό που είχε βιώσει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην ζωή του. Επικριτικά βλέμματα, ψιθύρους, απομόνωση από μέχρι και τα απλούστερα κοινωνικά δρώμενα. Επιπρόσθετα, παρουσίασε ένα μεγάλο ταμπού, όχι μόνο λόγω της ηλικιακής διαφοράς αλλά και της διαφυλετικής σχέσης. Κατήγγειλε την κλειστόμυαλη κοινωνία της τότε Γερμανίας αλλά και την ψυχρότητά τους ως άνθρωποι, την σε μεγάλο βαθμό απουσία φιλόξενου και δεκτικού πνεύματος, την με λίγα λόγια αναντίρρητα ξενοφοβική συμπεριφορά τους. Ο Φασμπίντερ δεν σταμάτησε όμως εκεί. Μπήκε βαθιά στον ψυχισμό του ανθρώπου που ζει μοναχικά και στο πόσο εύθραυστος μπορεί να γίνει. Ίσως να είναι κ πιο εύθραυστος. Μας δείχνει δύο ανθρώπους που ξεκίνησαν μόνοι τους και ακόμα και αν βρίσκονταν μαζί, ήταν τόσο εξωστρακισμένοι από την κοινωνία και τον στενό τους κύκλο, που η μοναξιά τους διογκωνόταν. Η μοναχικότητα ενδεχομένως να λύθηκε, η μοναξιά πάλι, όχι. Σε μόλις μιάμιση ώρα, όπως προείπα, σκιαγραφείται η πορεία μιας σχέσης που περιπλέκεται όσο περνάει ο καιρός, τόσο που η ‘Εμι και ο Αλι δεν μπορούν παρά στο τέλος να ενδώσουν στην πίεση του κόσμου, με τον τρόπο τους. Οι ερμηνείες των ηθοποιών αγγίζουν την τελειότητα,χωρίς να είναι μονότονες, όπως άλλωστε και η μεταξύ τους χημεία. Σημειωτέο ότι μικρή εμφάνιση έκανε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Φασμπίντερ καταφέρνει να περάσει σημαντικά μηνύματα αβίαστα, παρουσιάζοντας ένα φιλμ πρωτοποριακό και συνάμα προβοκατόρικο, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.