Η ελληνικής καταγωγής, Γαλλίδα σκηνοθέτις της «Nouvelle Vague», Ανιές Βαρντά, δεν απέφυγε ποτέ τα αμφιλεγόμενα κοινωνικά ζητήματα (και ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν τις γυναίκες) στις πρωτοποριακές και συχνά προκλητικές ταινίες της. Έχοντας εδραιώσει τη φήμη της, με ταινίες όπως το εμβληματικό, «Cléo de 5 à 7» (Η Κλεό από τις 5 έως τις 7) (1962) και το σοκαριστικό, «Sans toit ni loi» (Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο) (1985), η Βαρντά εμπνεύστηκε το «Kung-Fu Master!» (1988), από μία συζήτηση που είχε με τη Τζέιν Μπίρκιν (την πρωταγωνίστρια της ταινίας), κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ, «Jane B. par Agnès V.» (1988), σχετικά με τα 40 γενέθλια μιας γυναίκας. Η Βαρντά, η οποία θεωρούσε πως τα 40 είναι μία υπέροχη ηλικία για μια γυναίκα, γύρισε τη ριζοσπαστική (ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα) ταινία για μια μητέρα (Μπίρκιν), η οποία ερωτεύεται τον συμμαθητή της ανήλικης κόρης της (την οποία ενσαρκώνει η πραγματική κόρη της Μπίρκιν, Σαρλότ Γκενσμπούρ) και την περιπέτεια του παράνομου έρωτά τους.
Ενώ οι περισσότερες ταινίες της «Nouvelle Vague» (Γαλλικό Νέο Κύμα) δεν έχουν συμβατικό σενάριο και στηρίζονται, ως επί το πλείστον, στον αυτοσχεδιασμό και την απομίμηση (κυρίως χολιγουντιανών ταινιών), με αποτέλεσμα να έχουν μία δομή τουλάχιστον πειραματική, η ιστορία του «Kung-Fu Master!» ακολουθεί μια γραμμική πορεία. Η Μαίρη Τζέιν (Μπίρκιν) γνωρίζει για πρώτη φορά τον Ζυλιέν (Ματιέ Ντεμί, ο γιος, δηλαδή, της Βαρντά, στην πραγματική ζωή) μια βροχερή μέρα, σε ένα πάρτι που έχει οργανώσει η κόρη της, Λούσι (Γκενσμπούρ), στο σπίτι τους. Ο Ζυλιέν έχει μεθύσει και ξερνάει στο μπάνιο, και η Μαίρη Τζέιν τον συμβουλεύει τι πρέπει να κάνει για να νιώσει καλύτερα. Απεγνωσμένη όσο αφορά τη δική της ερωτική και οικογενειακή ζωή, η Μαίρη Τζέιν παθαίνει ψύχωση με τον Ζυλιέν, σε σημείο που πηγαίνει την κόρη της στο σχολείο την επομένη, μόνο και μόνο για να τον ξαναδεί. Ο τίτλος της ταινίας, «Kung-Fu Master!» προέρχεται από ένα arcade game της εποχής, που είναι το αγαπημένο του Ζυλιέν και η Μαίρη Τζέιν τον πηγαίνει στο τοπικό καφέ για να παίξει.
Η σχέση της Μαίρη Τζέιν και του 14χρονου Ζυλιέν ξεκινάει αθώα και εξελίσσεται ως ηδονιστική. Η Μαίρη Τζέιν, παρασυρόμενη από το πάθος της, προτείνει στη Λούσι, η οποία δεν έχει υποψιαστεί ακόμα τίποτα, να πάρουν τον Ζυλιέν μαζί τους και να επισκεφτούν τους γονείς της, στην Αγγλία. Μία μοιραία στιγμή, όπου η Λούσι τους πιάνει να φιλιούνται, προκαλεί τη ρήξη μεταξύ μητέρας και κόρης και η Μαίρη Τζέιν καταλήγει να χάσει την κηδεμονία και την εμπιστοσύνη της. Οι επιπλοκές μιας τέτοιας αποκάλυψης είχαν αντίκτυπο ακόμα και στην πραγματική σχέση της Μπίρκιν με την κόρη της, με τη Σαρλότ να έχει παραδεχτεί πως σιχαίνεται, τόσο το ντοκιμαντέρ, «Jane B. par Agnès V.», όσο και το «Kung-Fu Master!» εξαιτίας του περιεχομένου τους.
Το μυθιστόρημα, «Λολίτα» (1955), του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ή και η μεταφορά αυτού σε κινηματογραφική ταινία, από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, μαζί με άλλα έργα με θέμα την παιδεραστία, είναι μερικά από τα πιο αμφιλεγόμενα έργα τέχνης που υπάρχουν. Ενώ, όμως, παραδείγματα έργων με πρωταγωνιστές άντρες που ερωτεύονται ανήλικα κορίτσια ή και αγόρια υπάρχουν από την αρχαιότητα, έργα που απεικονίζουν γυναίκες με παρόμοια συναισθήματα απέναντι σε ανήλικα αγόρια είναι εξαιρετικά σπάνια. Από την άλλη, ενώ το θέμα που πραγματεύεται το «Kung-Fu Master!» ήταν ασφαλώς ταμπού την εποχή που κυκλοφόρησε η ταινία, σήμερα μια ταινία με παρόμοιο περιεχόμενο δεν θα εύρισκε ποτέ χρηματοδότηση. Το αν η Βαρντά βάζει ηθικό πρόσημο στην ιστορία είναι μάλλον ένα ανόητο ερώτημα, καθώς ουδέποτε καλούμαστε να αποφασίσουμε αν αυτό που συμβαίνει είναι σωστό ή όχι. Η Βαρντά μοιάζει να μας λέει πως αυτό μπορεί να συμβεί και σε μία γυναίκα και οι κοινωνική κατακραυγή θα είναι ίδια ή και χειρότερη, με το να συμβεί αυτό σε έναν άντρα.
Το τέλος του «Kung-Fu Master!», όπως άλλωστε συμβαίνει με λύση των περισσότερων ταινιών της σκηνοθέτιδας, είναι αόριστα θλιβερό, χωρίς να καταλήγει κάποιος στη φυλακή ή νεκρός, αλλά με την αλλαγή να έχει πλέον επέλθει φανερά στις ζωές όλων των χαρακτήρων. Η Μαίρη Τζέιν είναι πρωτίστως «ανθρώπινη», με τα λάθη στο χαρακτήρα της, καθώς και τα ανάμεικτα συναισθήματά της απέναντι σε μία κατάσταση που έχει προκαλέσει η ίδια, να είναι πέρα για πέρα κατανοητά. Η Λούσι, από την άλλη, είναι απολύτως φυσιολογικό να έχει μισήσει τη μητέρα της για τις οδυνηρά απερίσκεπτες πράξεις της, όμως, στο τέλος, φαίνεται να τη συγχωρεί, καταλαβαίνοντάς την πια ως άνθρωπο και όχι αποκλειστικά ως μητρική φιγούρα. Ο Ζυλιέν, βέβαια, είναι πολύ νέος και έτσι δεν δυσκολεύεται να τα αφήσει όλα πίσω του και να συνεχίσει την πορεία του προς την ενηλικίωση. Η λύση του έργου κάθε άλλο παρά «εύκολη» ή συγχωρητική είναι. Περισσότερο, είναι ρεαλιστική, απευθυνόμενη στο θεατή πάντα σε ένα ανθρώπινο επίπεδο.