O Pedro Almodóvar Caballero αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο και υπεύθυνο της αναδιαμόρφωσης του Ισπανικού κινηματογράφου αλλά και της “movida Madrilena” όπως ονομάστηκε το καλλιτεχνικό κίνημα της Μαδρίτης που ανέδειξε μερικούς από τους πιο κορυφαίους Ισπανούς καλλιτέχνες.
Αν και η μετάβαση από τη δικτατορία του Φράνκο στη δημοκρατία αποδείχθηκε πολιτικά δύσκολη, ο ισπανικός λαός την αγκάλιασε απελευθερώνοντας την καλλιτεχνική ευφορία και όσα ζωτικά ένστικτα καταπίεζε επί δεκαετίες.
Όλα για τον Pedro
Γεννημένος στην πατρίδα του Δον Κιχώτη, την περιοχή Λα Μάντσα της Ισπανίας το 1949, ο Almodóvar μεγάλωσε μέσα σε μια μονόχρωμη και καταπιεστική κοινωνία χάρη στη δικτατορία του Φράνκο αλλά και το αυστηρό Καθολικό περιβάλλον της οικογένειας του. Γιός αγωγιάτη που ήταν απών στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του καθώς εξαφανιζόταν για μεγάλα διαστήματα και μιας μητέρας που συχνά έπεφτε θύμα ενδοοικογενειακής βίας αλλά του χάρισε απεριόριστη αγάπη σφραγίζοντας την ύπαρξη και το έργο του, ο Almodóvar από νωρίς απέκτησε όλα εκείνα τα ερεθίσματα που αργότερα θα γίνονταν ο καλλιτεχνικός του καμβάς.
Φρόντιζε στο τέλος των παραμυθιών που διάβαζε στα αδέρφια του να κερδίζουν πάντα οι καλοί και δεν έχανε καμία παράσταση που ερχόταν στην πόλη όσο κι αν γινόταν αντικείμενο χλευασμού από τον πατέρα του. Έχοντας γίνει μάρτυρας σεξουαλικής κακοποίησης από ιερείς στο σχολείο που στάλθηκε για να μορφωθεί, ενισχυόταν η αμφισβήτηση, το θράσος και η αποστροφή του για τις κοινωνικές νόρμες, κάτω από τις οποίες κρυβόταν μια ανήθικη και προσβλητική προς την ανθρώπινη ύπαρξη, ουσία. Η «Κακή Εκπαίδευση» (La mala education) του 2004 θίγει αυτό το ζήτημα με αφοπλιστικό ρεαλισμό.
Ομολόγησε την ομοφυλοφιλία του από πολύ νωρίς και επεδίωξε την ανεξαρτησία του μετακομίζοντας στη Μαδρίτη στα 16 του με στόχο να αφοσιωθεί στην έβδομη τέχνη. Προς απογοήτευση του όμως, η Σχολή Κινηματογράφου ήταν κλειστή υπό τις εντολές του Φράνκο. Εκμεταλλεύτηκε όμως τον χρόνο ανακαλύπτοντας τον Χίτσκοκ, τον Μπέργκμαν και τον Μπουνιουέλ που αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες πηγές έμπνευσης του.
Εργάζεται ως υπάλληλος σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών, γράφει σε περιοδικά της εποχής ως «πορνοστάρ Πάτι Ντιφούζα, ιδρύει το σατιρικό πανκ ροκ συγκρότημα « Almodóvar y McNamara» δίνοντας εκκεντρικές ερμηνείες και δημιουργώντας σταδιακά τον δικό του underground καλλιτεχνικό κύκλο που σιγόβραζε όσο πλησίαζε η ώρα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ξεκινά τις πρώτες του ταινίες με μια κάμερα Σούπερ 8 έως το 1980 όπου κυκλοφορεί η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του με budget μόλις 400.000 πεσέτες και τίτλο «Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια» . Αν και η ταινία ήταν το λιγότερο ερασιτεχνική και πρόχειρη σε σχέση με τις επόμενες, θεωρείται πλέον cult και έδωσε μια πρώτη ιδέα για το πόσο επρόκειτο ο Almodóvar να γαργαλήσει θρασύτατα τις καλλιτεχνικές συνειδήσεις μας.
Ο Almodóvar, η γυναίκα και η ζωή
«Οι γυναίκες αντιστέκονται καλύτερα από τους άνδρες στα χτυπήματα της ζωής. Αυτή η ικανότητα αντίστασης ήταν που πάντοτε με ενέπνεε.»
Ο Almodóvar αντιμετωπίζει τη γυναίκα με έναν βαθύ, αυθεντικό σεβασμό και θαυμασμό αλλά και αγάπη τόσο γνήσια όσο και η ίδια η γυναικεία ύπαρξη. Δεν την χρησιμοποιεί ως αντικείμενο αλλά ως σύμβολο και δώρο στη ζωή οποιουδήποτε είναι παρούσα. Οι ηρωίδες του; Παθιασμένες, απρόβλεπτες, εμμονικές, περίπλοκες, μονίμως ντυμένες με κιτς ρούχα και έντονα χρώματα εναλλασσόμενες μεταξύ ρόλων: θύτη, θύματος, μητέρας, αδελφής, φίλης, ηρωίδας, μάρτυρα. Πάντα όμως διαθέτουν την έμφυτη τάση να αντιστέκονται στις δυσκολίες, να επιβιώνουν και να αναδύονται από τις στάχτες που πολλές φορές οι ίδιες προκαλούν.
Ο ρόλος της είναι συμβολικός. Για τον Almodóvar , δεν συμβολίζει μόνο το θάρρος και τον δυναμισμό αλλά και μια προσωπική και κοινωνική φιγούρα. Αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα που θέλει να διεισδύσει στην ψυχολογία της , να της δώσει φωνή και να της υπενθυμίσει πως ανακαλύπτει την αυθεντικότητα της όταν πορεύεται προς αυτό που πάντα ήθελε να είναι ακόμη και μέσω δυσκολιών. Το λέει μόλις σε μια πρόταση, στον μονόλογο της Agrado στο «Όλα για τη μητέρα μου» (1999) : Είσαι πιο αυθεντικός όσο περισσότερο μοιάζεις σε αυτό που έχεις ονειρευτεί να είσαι».
Ως σύμβολο, η γυναίκα έχει διττή διάσταση με κοινό χαρακτηριστικό όμως, την καταπίεση που βίωσε ανά τους αιώνες ούσα υποταγμένη σε ένα αυταρχικό αντρικό πρότυπο στερούμενη την ελευθερία της βιώνοντας ταυτόχρονα την κακοποίηση. Εκτός από το ιστορικό υπόβαθρο, ο Almodóvar βλέπει μέσω της γυναίκας την αποδόμηση τόσο της καταπιεστικής κυριαρχίας του ανδρικού φύλου όσο και της εξουσίας του Φράνκο . Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως ως κύριος εκπρόσωπος του κινήματος της Μαδρίτης, εκφράζει την πάλη της Ισπανικής κοινωνίας να αποδεχθεί τη νέα της ταυτότητα μετά την αλλαγή του καθεστώτος. Η γυναίκα είναι η Ισπανία, η κοινωνία, η αλλαγή, η αγάπη και η δύναμη. Είτε της δίνει το πρόσωπο της Penelope Cruz είτε της Victoria Abril, η ουσία παραμένει η ίδια.
Δεν είναι όμως μόνο η γυναίκα που τον εμπνέει. Είναι η ίδια η ζωή, στην ρεαλιστική της διάσταση. Οι ιστορίες του είναι ανθρωποκεντρικές , δεν υπάρχουν στερεότυπα όπως και έννοιες καλού και κακού, δικαίωσης ή τιμωρίας. Στα κιτς μελοδράματα του Almodóvar, υπάρχουν οι άνθρωποι, τα πάθη, οι επιλογές , τα ελαττώματα και τα προβλήματα ως υπενθύμιση πως αυτό σημαίνει να είσαι άνθρωπος . Και αυτή είναι και η ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η διαφορετικότητα στον Almodóvar είναι συνώνυμη της προσωπικής ελευθερίας. Εξάλλου, είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν αποδεχτούμε αυτό που είμαστε ή δεν είμαστε ακόμη κι αν είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σε ένα ενοχικό περιβάλλον, όπως οι ήρωες του. Τρανσέξουαλ, εξαρτημένοι, παιδιά της νύχτας ή άνθρωποι της διπλανής πόρτας με περίπλοκα συμπλέγματα σε pop art σκηνικά, ρεαλιστικούς διαλόγους και γοητευτικά trash στοιχεία. Δεν δημιουργεί μια ιδεατή ζωή . Παίρνει την πραγματική, της δίνει κόκκινο χρώμα και κιτς σκηνικά τονίζοντας έτσι την πολυχρωμία της κόντρα στην μονοχρωμία της τελειότητας που εκτός από άπιαστο όνειρο, καταλήγει εν τέλει, βαρετή. .
Κάτοχος βραβείων, αναδιαμορφωτής του Ισπανικού φιλμ και εκπρόσωπος μιας ολόκληρης εποχής, ο Pedro Almodóvar ακόμη κι αν δεν κερδίσει την αποδοχή, κερδίζει πάντα τον σεβασμό. Κι αυτό, χάρη στην ασυμβίβαστη, αυθεντική προσωπικότητα του που εκθέτει απροκάλυπτα την μεγαλύτερη ανθρώπινη αδυναμία, την ίδια την ανθρώπινη φύση.