Τα τελευταία δυο τρία χρόνια το Netflix έχει μπει για τα καλά στην παραγωγή ταινιών. Σε πολλούς ίσως να μην κάθεται καλά αυτό (hey Spielberg!), μα όλοι πρέπει να συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα: Αν το Netflix δεν υπήρχε, δεν θα βλέπαμε ποτέ ταινίες διαφορετικές σαν το Roma του Alfonso Cuaron ή το Η Άλλη Πλευρά του Ανέμου του Orson Welles, το οποίο θα παρέμενε μύθος αν δεν ερχόταν το Netflix να το αποκαταστήσει. Για μία όμως ταινία του μιλάνε όλοι πιο πολύ από ποτέ και αυτή δεν είναι άλλη από τον Ιρλανδό του Martin Scorsese, η οποία είναι βασισμένη στο βιβλίο ”I Heard you Paint Houses” του Charles Brandt, το οποίο αποτελεί βιογραφία του εκτελεστή της Μαφίας Frank “The Irishman” Sheeran. Ο Scorsese προσπαθούσε για πολλά χρόνια να υλοποιήσει αυτό το φιλμ, αλλά βλέπετε ζούμε σε μία εποχή που ούτε ένας ζωντανός θρύλος του σινεμά δεν μπορεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση! Ευτυχώς για εμάς τους θαυμαστές του, υπήρχε το Netflix που έκανε αυτό το όνειρο πραγματικότητα, ειδάλλως θα χάναμε ένα πραγματικό αριστούργημα! Ο Ιρλανδός, όπως γνωρίζουμε όλοι φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του Martin Scorsese, ενώ το σενάριο επιμελείται ο Steven Zaillian, ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον σκηνοθέτη στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης. Ο Ιρλανδός περιβάλλεται από όλους τους Σκορσεζικούς ηθοποιούς που δεν είναι άλλοι από τους Robert De Niro, Joe Pesci, Harvey Keitel και Al Pacino, ο οποίος συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Scorsese.
Στον Ιρλανδό, ο Frank Sheeran (De Niro), βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εργάζεται σαν οδηγός φορτηγού στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50. Μετά από μία σειρά γεγονότων γνωρίζει τον Russell Bafalino (Pesci), ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της Μαφίας. Οι δυο τους έχουν μία καλή σχέση και σιγά σιγά ο Frank αρχίζει να κάνει μικροαπατεωνιές για λογαριασμό του Russell. Μετά από λίγο, οι μικροαπατεωνιές μετατρέπονται σε σαμποτάζ επιχειρήσεων και φόνους, μέχρι που ο Russell ζητά από τον Frank να βοηθήσει έναν φίλο του στο σωματείο των φορτηγών που δεν είναι άλλος από τον αρχηγό του σωματείου Jimmy Hoffa (Pacino), ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ίσως ο πιο ισχυρός άνθρωπος στην Αμερική και αντιμετώπιζε προβλήματα με την κυβέρνηση. Ο Frank πηγαίνει στο πλευρό του Hoffa, με τους δυο να σχηματίζουν μία δυνατή φιλία. Όταν όμως όλα αρχίζουν αργά αργά να καταρρέουν, ο Frank καλείται να διαλέξει ανάμεσα στη Μαφία και τον Jimmy Hoffa, ενώ οι σκοτεινότερες εποχές στην ιστορία της Αμερικής ξετυλίγονται παράλληλα στο υπόβαθρο.
Ο Ιρλανδός είναι ειλικρινά ένα αριστούργημα, μία πολλές φορές ποιητική ταινία που θα γίνει αμέσως κλασσική, όπου ο δημιουργός της βρίσκεται στην κορυφή των δυνατοτήτων του αφού επιστρέφει στις ρίζες του, στο είδος που επαναπροσδιόρισε με άλλα αριστουργήματα όπως τα Καλά Παιδιά, Καζίνο και Κακόφημοι Δρόμοι. Ο Ιρλανδός ασχολείται με την θνητότητα, τον θάνατο και με τις προσωπικές επιλογές που πολλές φορές μπορεί να είναι οι λάθος επιλογές. Στην πραγματικότητα, ο πυρήνας της ταινίας είναι η κληρονομιά, αυτά που αφήνουμε πίσω μας αλλά και αυτά που αποκομίζουμε, τα οποία μπορεί να είναι οι αμαρτίες μας, οι οποίες μπορεί να έχουν επηρεάσει τους γύρω μας ή η ενοχή που έχουμε εισπράξει από αυτές. Μπόρεσα να το νιώσω αυτό σε όλη τη διάρκεια του Ιρλανδού και πιστεύω πως ο Scorsese σε αυτό το φιλμ ρίχνει και εκείνος μία ματιά σε αυτά που έχουν προηγηθεί, στη ζωή και την καριέρα του, αφού πλαισιώνει τον Ιρλανδό με άτομα που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική του σταδιοδρομία. Αυτός είναι νομίζω και ο λόγος που ήθελε τόσο πολύ να τραβήξει ξανά στην ενεργό δράση τον Joe Pesci μετά από τόσα χρόνια και να τον επανενώσει με τον Robert De Niro. Ήθελε να είναι όλοι εκεί για ακόμη μία φορά!
Αφηγηματικά ο Ιρλανδός θα πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για άλλες παραγωγές τέτοιου τύπου στο μέλλον. Αυτό το λέω για πολύ συγκεκριμένους λόγους… Καταρχάς είναι μία ταινία που συνδυάζει δύο αφηγηματικά στυλ του σκηνοθέτη: Το πρώτο είναι το ύφος των ταινιών Κακόφημοι Δρόμοι και Οργισμένο είδωλο, όπου ο Scorsese επικεντρωνόταν περισσότερο στους χαρακτήρες και όχι στο περιβάλον τους και το δεύτερο είναι το ύφος που υπήρχε στα Καλά Παδιά και στον Λύκο της Wall Street, όπου ίσχυε το αντίθετο. Το φιλμ είναι προσεγμένο ως την τελευταία λεπτομέρεια, ως την παραμικρή κίνηση της κάμερας! Έχει υπάρξει μεγάλη σκέψη πίσω από το πιο μικρό πράγμα και αυτό μπορεί να το δει ο καθένας και να καταλάβει για τι δημιουργό μιλάμε! Όλα του τα πλάνα είναι προσεκτικά σχεδιασμένα και μοιάζουν με πίνακες, τόσο που αξίζει να συγκριθεί με το Barry Lyndon του Stanley Kubrick. Επίσης η απεικόνιση της βίας είναι όπως πάντα σε Scorsese style, σε πανέμορφα γενικά πλάνα που μας κάνουν κι εμάς μάρτυρες των φόνων. Φυσικά η σκηνοθεσία του Scorsese ενισχύεται από τη φωτογραφία του εξαιρετικού Rodrigo Prieto, διευθυντή φωτογραφίας στα Λύκος της Wall Street και Σιωπή. Το σενάριο του Steven Zaillian είναι επίσης βουτηγμένο στη λεπτομέρεια θυμίζοντας δουλειά των αδελφών Coen, γεμάτο με μεγάλους διαλόγους, τόσο ρεαλιστικούς που νομίζεις πως κάθεσαι και εσύ στο τραπέζι και συζητάς με τους χαρακτήρες. Όλα αυτά τα παραπάνω στοιχεία, εννοείται μαζί με το μοντάζ της Thelma Schoonmaker, κάνουν μία ταινία που διανύει περίπου πέντε δεκαετίες και διαρκεί 3 ώρες και 30 λεπτά να τρέχει! Δικαίως λοιπόν ο Guillermo Del Toro είχε χαρακτηρίσει την ταινία ως οι πιο γρήγορες τρεισήμιση ώρες στην ιστορία του σινεμά, οπότε το θέμα της διάρκειας δεν πρέπει να σας απασχολήσει καθόλου.
Αφήνουμε τα τεχνικά προς το παρόν και περνάμε στις ερμηνείες, άλλο ένα από τα δυνατά στοιχεία του Ιρλανδού. Ο Robert De Niro στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Frank Sheeran είναι ο De Niro που ξέρουμε και αγαπάμε και όχι ο De Niro της τελευταίας δεκαετίας, αφού η ερμηνεία του ανήκει στην ίδια κατηγορία με αυτές στα Οργισμένο Είδωλο, Καζίνο και Καλά Παιδιά, καθώς ερμηνεύει έναν περίπλοκο άντρα που αναγκάζεται να παγώσει τα συναισθήματά του για να μπορεί να αντιμετωπίζει τις ενοχές που έχει αποκομίσει από τις πράξεις του. Οι πραγματικές υπερδυνάμεις όμως είναι οι Al Pacino και Joe Pesci. Ο Al Pacino είναι πολύ χαρισματικός ως Jimmy Hoffa, στον ρόλο που ίσως του χαρίσει Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου, αφού επιτέλους επιστρέφει σε μία ερμηνεία με αρκετά συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, που είναι ισάξια του ταλέντου του, σαν αυτές τις θρυλικές ερμηνείες που έδινε σε ταινίες των δεκαετιών ’70 και ’80! Μπορεί επίσης να φανεί το πόσο ασφαλής νιώθει υπό την καθοδήγηση του Scorsese, πράγμα που σίγουρα βοήθησε πολύ. Ο Joe Pesci από την άλλη δεν είναι ο ατίθασος φωνακλάς γκάνγκστερ που θυμόμαστε από τα Καλά Παιδιά και Καζίνο, μα περνάει στην αντίπερα όχθη και παίζει το άλλο είδος γκάγκστερ, εκείνο που ίσως να είναι πιο τρομακτικό. Είναι μία ήρεμη δύναμη και δίνει μία μινιμαλιστική ερμηνεία, παραμένοντας σιωπηλός στην περισσότερη διάρκεια, με τη σιωπή του να σε τρομάζει γιατί δεν ξέρεις τι θα είναι αυτό που θα σκέφτεται αλλά ούτε το επόμενο πράγμα που θα πράξει.
Ας σχολιάσουμε δύο ακόμη τεχνικά πραγματάκια τα οποία πάνε ασορτί με τις ερμηνείες. Το ένα είναι το μακιγιάζ, το οποίο είναι απίστευτο σε όλες τις φάσεις της ζωής των χαρακτήρων. Δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο για αυτό, είναι απλά φανταστικό. Το δεύτερο είναι αυτό που μας απασχολούσε όλους και δεν είναι άλλο από το εφέ της αντιγήρανσης που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στους Robert De Niro και Joe Pesci. Μπορώ να πω με ανακούφιση πως το εφέ δουλεύει άψογα, χωρίς να κάνει τους ηθοποιούς να μοιάζουν με videogame πέρα από δύο πολύ γρήγορα cuts. Σίγουρα έγινε καλύτερα από ότι γίνεται συνήθως στις ταινίες της Marvel. Θα ήθελα να τονίσω πως αυτό ήταν ένα στοιχείο πολύ σημαντικό, αφού όλη η ταινία βασιζόταν πάνω σε αυτό το εφέ και αν γινόταν χάλια, όλες οι υπόλοιπες αρετές της ταινίας μπορεί να χάνονταν. Τέλος, η μουσική επένδυση είναι φανταστική όπως σε κάθε φιλμ του Scorsese άλλωστε, με κάθε κομμάτι να αντικατοπτρίζει την εποχή, ενώ υπάρχουν επίσης μερικά μουσικά easter eggs θα έλεγα που παραπέμπουν ακόμη και στον Νονό του Francis Ford Copppola.
Αξίζει ο Ιρλανδός να προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες ή στο Netflix; Θέλω να πιστεύω πως όλοι οι αληθινοί σινεφίλ και θαυμαστές του Martin Scorsese θα την τιμήσουν στο σινεμά γιατί πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έπος ενός μεγάλου δημιουργού που δεν αξίζει να περιοριστεί σε μία μικρή οθόνη χάνοντας την μαγεία του, μα αξίζει να προβληθεί με τον παραδοσιακό τρόπο, με ένα ποπ κορν αγκαλιά στο σκοτάδι… Είναι μία κινηματογραφική εμπειρία που δεν πρέπει να χάσετε, καθώς ο Scorsese μας υπενθυμίζει για άλλη μία φορά πως αυτό είναι το σινεμά που χρειαζόμαστε!