Η κινηματογραφική μεταφορά του περιβόητου έργου του Ουίλιαμ Μπάροουζ, «Γυμνό Γεύμα» (1959), από τον μετρ του body horror, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ είναι κάτι παραπάνω από μια διασκευή ενός μυθιστορήματος για τη μεγάλη οθόνη. Η ταινία του Κρόνενμπεργκ, γυρισμένη το 1991 με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Γουέλερ στο ρόλο του Ουίλιαμ Λι, του alter ego δηλαδή του Μπάροουζ στο βιβλίο, είναι μια ιδιότυπη βιογραφία του Μπητ συγγραφέα που μπερδεύει επίτηδες τα όρια μεταξύ της πραγματικής ζωής του και του εφιαλτικού λογοτεχνικού του κόσμου. Η δεξιοτεχνία του Κρόνενμπεργκ σε συνδυασμό με το σκοτεινό και παράξενο θέμα της ζωής του Μπάροουζ, μας δίνουν ίσως μία από τις καλύτερες βιογραφικές ταινίες όλων των εποχών.
Ο Κρόνενμπεργκ, γνωστός ήδη εκείνη την εποχή για τις καλτ κινηματογραφικές επιτυχίες του, «The Brood» (1979), «Scanners» (1981), «Videodrome» (1983) και το ριμέικ της ταινίας «Η Μύγα» (1986), είχε εδραιωθεί ως ένας από τους πιο τολμηρούς σκηνοθέτες ταινιών τρόμου. Γνωστή είναι η ιστορία της γνωριμίας του σκηνοθέτη με τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε πως, λόγω της φήμης του, φοβόταν αρχικά να τον συναντήσει. Στην ταινία «Γυμνό Γεύμα» (1991), ο Κρόνενμπεργκ καταπιάνεται με ένα από τα δύο λογοτεχνικά του είδωλα, τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, ενώ το δεύτερο, η δουλειά δηλαδή του συγγραφέα Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ και ιδιαίτερα οι μελέτες του επάνω στην εντομολογία, δεν είναι πολύ μακριά από τη θεματολογία της ταινίας.
Συνοπτικά, το ομώνυμο βιβλίο του Μπάροουζ απαγορεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες ως πορνογραφικό και «αντι-αμερικανικό», λόγω της ειλικρίνειας με την οποία αντιμετωπίζει την καθημερινότητα και τις εφιαλτικές φαντασιώσεις ενός οπιομανούς, της πειραματικής του υφής ως λογοτεχνικό έργο και τις ομοερωτικές σκηνές που περιγράφονται σε αυτό. Πριν ο Κρόνενμπεργκ επιχειρήσει να γυρίσει τη δική του εκδοχή, προσπάθειες είχαν γίνει και από τον underground σκηνοθέτη Άντονι Μπαλτς, αλλά και τον Ντένις Χόπερ, για να γράψουν ένα σενάριο που κατά κάποιο τρόπο να βασίζεται στο ιδιαίτερο βιβλίο. Όσο κι αν η μεταφορά του Κρόνενμπεργκ ξεφεύγει από το αρχικό κείμενο, πολλοί από τους κεντρικούς χαρακτήρες, όπως εκείνος του σαδιστή γιατρού, Δρ. Μπένγουεϊ (Ρόι Σάιντερ) και εκείνους των τερατόμορφων Μάγκγουαμπς, διατηρούνται στην ταινία.
Πέρα από το «Γυμνό Γεύμα», ο Κρόνενμπεργκ δανείζεται στοιχεία και από άλλα βιβλία του Μπάροουζ, όπως την τριλογία «Νόβα» (1961-1970) και τις συλλογές διηγημάτων «Interzone» (1989) και «Exterminator!» (1971). Από τη ζωή του συγγραφέα, ο σκηνοθέτης αντλεί στοιχεία από τη διαμονή του στην Ταγγέρη, τη φιλία του με τον Τζακ Κέρουακ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, αλλά και το τραγικό ατύχημα με την σύζυγο του Μπάροουζ, Τζοάν Βόλμερ (Τζούντι Ντέιβις), την οποία ο ίδιος πυροβόλησε θανάσιμα σε ένα μεθυσμένο παιχνίδι Γουλιέλμου Τέλλου. Ένας από τους λόγους που η σύνθεση αυτή μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας γίνεται τόσο άρτια, χωρίς να ξεφεύγει από το αρχικό όραμα του Μπάροουζ, είναι γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας παρευρέθηκε σε πολλά από τα γυρίσματα, ως επιμελητής του σεναρίου.
Εκείνο που κάνει την ταινία τόσο επιτυχημένη είναι η προσέγγιση του Κρόνενμπεργκ επάνω στο θέμα. Σε αντίθεση με άλλους σκηνοθέτες που έχουν αναλάβει παρόμοια πρότζεκτ, ο Κρόνενμπεργκ δεν δηλώνει με αλαζονεία πως μπορεί να πει αυτή τη σύνθετη ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αντιθέτως, το «Γυμνό Γεύμα» είναι ένας ευλαβικός φόρος τιμής σε έναν εφηβικό του ήρωα. Είναι ακριβώς αυτή η ευάλωτη θέση στην οποία ο Κρόνενμπεργκ βάζει τον εαυτό του, που μας κάνει να θέλουμε να παρακολουθήσουμε την προσπάθειά του με ενδιαφέρον. Τόσο στο είδος του βιογραφικού φιλμ, όσο και στη φιλμογραφία με θέμα/πρωταγωνιστή τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, η ταινία παραμένει ένα must–see.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: