O Nicolas Cage ουκ ολίγες φορές λοιδορήθηκε αδίκως και υπήρξε αντικείμενο χλευασμού κυρίως την τελευταία 20ετία εξαιτίας των άτυχων επιλογών να συμμετέχει σε ταινίες αμφιβόλου ποιότητας. Κανένας όμως δεν μπορεί να του καταλογίσει ότι οι εκπτώσεις που έκανε επηρέασαν αρνητικά την υποκριτική του ικανότητα, σφυρηλατημένη εδώ και τέσσερις δεκαετίες σε μια αξιοζήλευτη καριέρα. Στο διάστημα της αναιμικής, ωστόσο, πρόσφατης πορείας, θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε κάποιες ταινίες που βούλωσαν τα κακεντρεχή στόματα, όπως η γλυκόπικρη κομεντί «Weather Man» (2005), το δραματικά στιβαρό «Joe» (2013), το ψυχεδελικά ντελιριακό «Mandy» (2018), το ανατρεπτικό «Matchstick Men» (2003), η κατάμαυρη κωμωδία «Lord of War» (2005), το αύθαδες «Bad Lieutenant» (2009), οι οποίες όντας ποιοτικές του αφήσαν και τον κατάλληλο χώρο να διαπρέψει και να θυμίσει τις παλιές καλές εποχές που ακτινοβολούσε. Ο 60χρονος Αμερικανός ηθοποιός παραδέχτηκε πολλάκις ότι προκειμένου να ξεχρεώσει από τα χρέη που τον καταδυνάστευαν, εμφανιζόταν σε χαμηλού επιπέδου παραγωγές και πολλές φορές έλεγε μετά λύπης το «ναι» σε project που δεν τον εξέφραζαν καλλιτεχνικά και δεν ήταν αντάξια του βεληνεκούς του, γι’ αυτό και το ευφυολόγημα πως «χρωστάει σε όποιον μιλάει αγγλικά», συνδεόταν άμεσα με τον λόγο που έπαιζε σωρηδόν σε όλες αυτές τις ταινίες.
Μπορεί το άκουσμα του ονόματός του να προκαλεί θυμηδία σε κάποιους που φέρνουν στο μνημονικό τους φαιδρές στιγμές του οι οποίες αναπαράγονται εδώ και εκεί στο ίντερνετ από κάποιες απαράδεκτες ταινίες που συμμετείχε, στους παλιότερους όμως φέρνει μια νοσταλγία γενικότερα για το σινεμά, μια άλλη εποχή που είναι ακριβώς αυτό που λέμε ότι οι ταινίες «δεν γυρίζονται έτσι πια». Πολυφορεμένη ατάκα αλλά άκρως αληθινή για κάποιον που θέλει να είναι ειλικρινής πρωτίστως με τον εαυτό του και θυμάται ένα κινηματογραφικό status quo μεγαλύτερης ελευθερίας χωρίς τους μεμψίμοιρους κήνσορες της πολιτικής ορθότητας που έχουν κατακρεουργήσει το σινεμά (και όχι μόνο) και συνεχίζουν ακάθεκτοι. Τότε που οι ηθοποιοί δεν περνούσαν το μισό μέρος της μέρας τους στο Instagram απομυθοποιώντας πλήρως το όνομά τους στα μάτια του κοινού. Εκείνες οι εποχές που το σινεμά άρθρωνε κάτι ουσιώδες, ψυχαγωγούσε, διασκέδαζε αληθινά, εισέπραττες την αίσθηση πως όλοι περνούσαν καλά. Προφανώς δεν χρειάζεται να γυρίσουμε σε εποχές των παππούδων μας ούτε να προβούμε σε παρελθοντολαγνικές εξιδανικεύσεις, απλώς να ανατρέξουμε έστω κάποια χρονάκια πίσω, πριν τον δεύτερο, μοντέρνο «Μεσαίωνα» που ζούμε τώρα.
Αν μη τι άλλο πρόκειται για έναν σπουδαίο ηθοποιό, ένα φαινόμενο, με εξαίρετο βιογραφικό που θα το ζήλευαν δήθεν «σοβαροί» ηθοποιοί και θα το αντάλλαζαν με το δικό τους χωρίς δεύτερη σκέψη, κάτοχος Όσκαρ («Leaving Las Vegas») και πάμπολλων επαίνων για τις ερμηνείες του ανά τα χρόνια, με κυριότερο χαρακτηριστικό του τη στοχοπροσήλωση στον εκάστοτε ρόλο και το μέγιστο της απόδοσης που -ανεξαιρέτως ποιότητας- πάντα καταθέτει. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι την υποκριτική δεν την υπηρετεί απλώς αλλά είναι η ζωοδόχος πηγή του, λίγοι ηθοποιοί πραγματικά αγαπούν την τέχνη αυτή όσο αυτός και αυτό το καταλαβαίνει κανείς στις κακές του ταινίες, στις αμήχανες στιγμές του και όχι εκεί που όλα κυλούν ομαλά και βολικά καλά. Το παλμαρέ του λοιπόν βρίθει επιτυχιών εμπορικών και καλλιτεχνικών, βρίσκεται στο προσκήνιο αδιάκοπα από το 1981, με πολλά hit or miss. Μέσα στον κυκεώνα συνεχόμενων κακών ταινιών τα τελευταία χρόνια, κάποια διαμαντάκια που είναι εύκολα εντοπίσιμα και τα οποία καταλαβαίνεις πόσο πολύ του λείπουν και του ίδιου σαν να κάνει τα πρώτα του βήματα γεμάτος όρεξη και ενέργεια, αναπτέρωσαν τις ελπίδες του κοινού.
Με τις αμέτρητες ταινίες του να συνεχίζουν αφρενάριστα, δεν χρειάζεται να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες για να προκύψει κάτι σπουδαίο αλλά είναι στατιστικό επόμενο ότι θα έρθει και η στιγμή εκείνη που θα ρεφάρει, με επάξια προσθήκη στις ελπιδοφόρες του ταινίες το «Pig» του 2021, το οποίο παρότι πολύ πρόσφατο αποτελεί σύμφωνα με δήλωση του ηθοποιού την πιο αγαπημένη του ταινία που έκανε ποτέ. Και αυτό κι αν είναι τρομερά τιμητικό και κολακευτικό για τον σκηνοθέτη της, Michael Sarnoski, αν σκεφτούμε ότι ο Cage έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες όπως το «Birdy», «Leaving Las Vegas», «Adaptation», «The Rock», «Arizona Junior», «8mm», «Wild at Heart» και έχει συνεργαστεί με περικλεείς σκηνοθέτες όπως οι Martin Scorsese, David Lynch, Francis Ford Copola, Αδελφοί Coen, Spike Jonze, Ridley Scott, Alan Parker, Werner Herzog και η λίστα δεν έχει τέλος.
Η εν λόγω ταινία λοιπόν («Pig»), αφορά έναν μονήρη αγρότη, τον Rob, ο οποίος κατοικεί στο απομονωμένο δάσος του με πιστό βοηθό και συντροφιά ένα θηλυκό γουρούνι, με το οποίο κυνηγάει τρούφες και τις εμπορεύεται για να ζήσει. Έχει επιλέξει μια ήσυχη και αδιατάραχτη ζωή δίπλα στη φύση, μακριά από το κοινωνείν και το τεχνολογείν, έχοντας μια ασκητική εμφάνιση όπως προδίδουν και τα αδρομερή χαρακτηριστικά του με το μακρύ μαλλί και τα πυκνά μούσια. Αυτή του η ερημική ζωή, ωστόσο, συνδέεται με το μυστήριο παρελθόν του, με ένα γεγονός που τον στιγμάτισε, εξού και η στρυφνότητα του χαρακτήρα του και ο ανθρωποδιωκτισμός που τον διαπνέει. Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες άγνωστοι θα εισβάλλουν στο σπίτι του, θα αρπάξουν βίαια την γουρουνίτσα του και θα φύγουν αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στο πάτωμα. Επειδή πρόκειται για ταινία με τον Nicolas Cage, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσει αυτό ατιμώρητο και να μην πληρώσουν οι υπαίτιοι επί 100 για τις πράξεις τους, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που έχει υποδυθεί τον αψίκορο εκδικητή που αν δεν πάρει αυτό που θέλει, η ταινία δεν τελειώνει. Εδώ, ωστόσο, όλα σοβούν και κοχλάζουν σιωπηλά, τα ξεσπάσματα δεν βρίσκουν χώρο να εκδηλωθούν, η βία βρίσκεται βαλσαμωμένη και δεν απελευθερώνεται (σχεδόν) ποτέ.
Ο πόνος του ήρωα είναι εσωτερικός και εξωτερικεύεται μόνο από το βλέμμα. Αυτό το βλέμμα το ατσάλινο μα και εύθραυστο, έτοιμο να ξεσπάσει σε λυγμούς. Με το μυαλό του εστιασμένο στον στόχο του, προσπαθεί να μάθει στοιχεία για την τύχη του γουρουνιού από την ευρύτερη περιοχή. Σε αυτή του την αναζήτηση θα μπούμε στα ενδότερα του παρελθόντος του μαθαίνοντας ότι έχει χηρέψει (;), πως υπήρξε ένας διαπρεπής αρχισέφ και λόγω αυτής του της ιδιότητας και των διασυνδέσεων θα εισχωρήσει στα μέρη εκείνα που αλλιώς δεν θα είχε πρόσβαση. Χαίρει εκτίμησης και σεβασμού από τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν και ας προσπαθεί να το λησμονήσει. Είναι ένα καταθλιπτικό ερείπιο που οι συνθήκες θα τον αναγκάσουν να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους και κυρίως με το συναίσθημά του, απονεκρωμένο εδώ και 15 χρόνια από το φευγιό του στο δάσος του Oregon. Τώρα, σεργιανίζει στη πόλη όπου ζούσε, στο Portland, εξουθενωμένος, τραυματισμένος, ρακένδυτος, σαν την άδικη κατάρα, σαν το πνεύμα του δάσους, σαν να βγήκε από τον τάφο του για να εξιλεωθεί. Δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα και κανέναν και έχει δρομολογήσει την αρπαγή του χρυσόμαλλου… γουρουνιού. Αλλά τελικά ποιός ή ποιοί είναι τα «γουρούνια»?
Το «Pig» είναι η επιστολή διαμαρτυρίας για τα απραγματοποίητα όνειρα, εκείνα τα θνησιγενή σχέδια που λύγισαν μπροστά στην απρόβλεπτη πραγματικότητα. Η απώλεια ως κινητήριος μοχλός αναγέννησης, οι άνθρωποι ως λόγοι να απογοητευτεί κανείς αλλά και ως αιτία να επουλώσουν οι αμυχές της ζωής. Ο Rob (Nicolas Cage), θα αναγκαστεί να αναλάβει δράση, να σηκωθεί από τον «καναπέ» του για να αντιμετωπίσει ακριβώς αυτό που απέφευγε: τους ανθρώπους. Είναι αναπόδραστη «σύμβαση» ότι για να γνωρίσει τον εαυτό του θα πρέπει να αφουγκραστεί τον φόβο του. Μπορεί φαινομενικά να δείχνει ατρόμητος και άτρωτος με την εμφάνισή του αλλά το φυλλοκάρδι του τρέμει στην ιδέα ότι το ζωντανό του μπορεί να μην βρίσκεται… ζωντανό και το επιστέγασμα της διαδρομής του ήρωα είναι η συμφιλίωση με αυτά που τον βασανίζουν. Ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει τελικά αυτό που έχει ανάγκη και όχι αυτό που νομίζει ότι θέλει- δηλαδή την επανάκτηση της εμπιστοσύνης στους ανθρώπους και την διαχείριση της απώλειας.
Ο νεαρός σκηνοθέτης στο παρθενικό του μπάσιμο στις ταινίες μεγάλου μήκους, καταλαβαίνει άψογα πώς να χειριστεί έναν ηθοποιό αυτής της εμβέλειας, γνωρίζοντας ότι για να βγάλει το μέγιστο από την ερμηνεία πρέπει να διαθέτει μια σκηνοθετική άποψη και ένα όραμα που γειτνιάζει με του ίδιου του Cage. Ο τελευταίος, βρίσκεται σε υποκριτικό οίστρο, ευχαριστιέται τόσο πολύ τον ρόλο και αυτό φαίνεται από τη σοβαρότητα και λεπτομέρεια με την οποία τον προσεγγίζει, ένας ρόλος που θα μπορούσε να του χαρίσει ένα δεύτερο Όσκαρ, διάκριση που έχει σταματήσει να τον απασχολεί ιδιαιτέρως πια. Με πολύ ωραία φωτογραφία από τον Pat Scola, ο Sarnovski επιδεικνύει σκηνοθετική ωριμότητα και αντίληψη του χώρου ισορροπώντας πολύ σωστά τις εντάσεις και η κάμερά του δείχνει πάντα αυτά που πρέπει και άλλες φορές το κάδρο του καθορίζεται από αυτά που αφήνει εκτός του, αναδεικνύοντας τον άνθρωπο που -κακά τα ψέματα- ήταν ο αρχικός λόγος που μπήκαν στη διαδικασία να παρακολουθήσουν οι θεατές την ταινία αυτή.
Δείτε το trailer της ταινίας «Pig» με τον Nicolas Cage εδώ: