Αν δεν ήμασταν άνθρωποι, θα μέναμε ανεπηρέαστοι απ’ τις ζωές των άλλων, ακλόνητοι, μοναχικοί κι έτσι όπως απλώς θα συνυπήρχαμε, πάλι θα καταλήγαμε να επηρεάζουμε ο ένας τον άλλο με κάποιον τρόπο και θα είχαμε την ανάγκη να εξαρτηθούμε απ’ τις ταυτόχρονες επιλογές μας.
Αν δεν ήμασταν άνθρωποι, θα περνούσαν τα χρόνια και δεν θα υπήρχε μέσα μας ένα κομμάτι που θα φώναζε «πατέρα» και «μητέρα», που θα μας υπενθύμιζε ότι από κάπου ήρθαμε και κάπου κάποια στιγμή θα καταλήξουμε, πως όσο κι αν αλλάξουμε έχουμε ξεκινήσει από κάποιες σταθερές ρίζες που μας καθόρισαν στο χρόνο.
Όλα αυτά αν δεν ήμασταν άνθρωποι. Όμως το φετινό Aftersun της Charlotte Wells, είναι μια ταινία για ανθρώπους, αυτούς που συζούν, συνυπάρχουν και αλληλεξαρτώνται, αποδεχόμενοι πως ο ένας φέρει ευθύνη για τον άλλο, πως ο ένας αποτελεί κίνητρο για ζωή για τον άλλο, πως κάθε είδους προσπάθεια πάντα εξαρτάται από κάποιον άλλο.
Είναι αρκετά σκληρά αυτά τα μαθήματα ζωής για όλους τους ανθρώπους, ακόμα και προχωρημένης ηλικίας ενηλίκους, που έχουν ωριμάσει σε πολλές διαφορετικές συνθήκες κι έχουν εκπαιδευθεί να αιφνιδιάζονται πολύ λιγότερο από το απροσδόκητο της πραγματικότητας. Πόσο μάλλον για ένα παιδί που ανέλαβε τον γονικό ρόλο της πολύ νωρίς, προκειμένου να προστατεύσει έναν άνθρωπο που είχε αναλάβει θεωρητικά αυτό το ρόλο για την ίδια. Θα ήταν πιθανόν αρκετά αυστηρό κι επικριτικό να βρεθεί κανείς απέναντι σε αυτό τον άνδρα, σε αυτό τον νεαρό, υπό άγνωστες συνθήκες, πατέρα, που δεν είχε φροντίσει ποτέ το παιδί που έκρυβε μέσα του και να ξεκινήσει μια εισαγγελία παραπτωμάτων. Αν κάποιος έχει μάθει να αγνοεί τις ανάγκες αυτού του «εσωτερικού παιδιού», πώς θα μπορούσε δυνητικά να τις προσφέρει σε ένα πραγματικό παιδί; Και πώς θα μπορούσε να αγνοεί για πάντα αυτή την εσωτερική παιδική φωνή που διψά να λάβει όσα του στερήθηκαν;
Στο Aftersun οι ήρωες πλησιάζουν με απειλητική οικειότητα τα καθίσματα των θεατών. Το δέρμα τους, που αργοκαίγεται στον ήλιο, σχεδόν αφήνει την οσμή του στην αίθουσα του σινεμά, όταν η κάμερα ταξιδεύει πάνω του με μυσταγωγικό τρόπο. Οι ήρωες αγγίζονται αλλά δεν αγκαλιάζονται ποτέ.
Καθώς σαν θεατής, έκανα πολλές φανταστικές παύσεις να αναπολήσω στιγμιαία τα δικά μου παιδικά χρόνια, έπιασα τον εαυτό μου αρκετές φορές να θέλω να φροντίσω η ίδια αυτά τα δέρματα – μπορεί τελικά και τους ίδιους τους ανθρώπους – που τραυματίζονταν συχνά κι ανεπανόρθωτα απ’ τα λάθη τους, με διαφορετικούς σαφώς τρόπους.
Μία μέρα μετά το Aftersun, διαπίστωσα ότι ορισμένες λεπτομέρειες της είχαν υποστεί μια σχετική αλλοίωση, παρότι τα συναισθήματα που είχε αφήσει ήταν απόλυτα ζωντανά κι ακόμα παραμένοντα στο σώμα μου. Θυμήθηκα πως στην πραγματικότητα είχα παρακολουθήσει ένα συνονθύλευμα σκόρπιων αναμνήσεων και πηγαίων συναισθημάτων μιας ενήλικης γυναίκας για τον πατέρα της, που επικεντρώνονταν στις καλοκαιρινές τους διακοπές, όταν εκείνη ήταν ακόμα κοριτσάκι, όπως είχαν αποτυπωθεί και παραμείνει στη μνήμη της από τότε, και πως η ίδια ένιωσε, εν τέλει, την ανάγκη, την ημέρα των γενεθλίων της, να ανατρέξει στο αρχείο των καταγραφών της για να αναζωπυρώσει αυτές τις αναμνήσεις. Ήταν απίστευτο πόσο εαυτό μπόρεσε να βρει στη σχετική διαστρέβλωση των εικόνων που θυμόταν, ίσως γιατί αυτό που στην πράξη θυμόταν ήταν τα συναισθήματα καθαρά, πράγμα για το οποίο είχε φροντίσει και κάποιος άλλος να συμβεί με αυτό τον τρόπο.
Όταν η μοναξιά κυριαρχεί κι ο άνθρωπος αδειάζει από ανθρώπους, φτάνει κάποια στιγμή που η χρόνια φθορά της ψυχής του αρχίζει να επιτίθεται στο κίνητρό του για ζωή, σε σημείο που ακόμα κι οι λίγες στιγμές ευτυχίας καταλήγουν κατατρεγμένοι οδοιπόροι του χρόνιου πόνου του, πνίγοντάς τον στην ενοχή και μόνο για την ύπαρξή του. Κι αν προσπαθήσει να κρύψει τον πόνο και το φόβο του, αν προσπαθήσει να γίνει άνθρωπος για τον Άλλο, ενώ για τον ίδιο δεν έγινε ποτέ, ίσως δει με τα μάτια του πως η μοναξιά αποδυναμώνει τα χέρια που σηκώνουν βάρη και κάνει τη ζωή μεταφερόμενη ευθύνη.
Δείτε εδώ το trailer του Aftersun: