Το 2017 το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel επέλεξε έναν Νεοζηλανδό σκηνοθέτη με το όνομα Taika Waititi να σκηνοθετήσει το πολυαναμενόμενο για τους φαν του είδους, Thor Ragnarok. Επρόκειτο να είναι το ντεμπούτο του σκηνοθέτη και ηθοποιού στο αμερικανικό χολιγουντιανό έδαφος, με το οποίο όμως θα εδραίωνε υπερατλαντικά το δικό του ιδιαίτερο χιούμορ και στυλ. Ερχόμενος από τη σφαίρα του ανεξάρτητου σινεμά, ο Waititi απέδωσε μία κωμωδία που κριτίκαρε αρκετά τη σοβαροφάνεια των τελευταίων ταινιών της Marvel, επιλέγοντας εντούτοις έναν ανεπαίσθητο και χαριτωμένο τρόπο να το επιτύχει. Εισήγαγε στο έργο στοιχεία της κωμωδίας « του κοινού» (“comedy of the mundane”) που κυριεύει στη Νέα Ζηλανδία, χαρίζοντας στο κοινό εντέλει μία ταινία από την οποία βγήκαν όλοι χαμογελαστοί από τις αίθουσες και αμέσως, ήθελαν να γνωρίσουν καλύτερα τον δραστήριο αυτό καλλιτέχνη.
Με γνώμονα αυτό, και εν μέσω αναμονής των επόμενων έργων του που προβλέπεται να γίνουν ανάρπαστες επιτυχίες, μεταξύ των οποίων και μία ακόμα ταινία με τον Thor (επίσημος τίτλος “Thor: Love and Thunder”), θα αποπειραθεί μία στοχευμένα γενική παρουσίαση του Taika Waititi και των ταινιών του που ανήκουν στο είδος του dramedy, μία μορφή της τραγικωμωδίας.
Μίνι Βιογραφία:
O Taika Waititi, αλλιώς γνωστός με το όνομα Taika Cohen, κατάγεται από την Ανατολική Ακτή της Νέας Ζηλανδίας και συγκεκριμένα από την φυλή των Maori, από την πλευρά του πατέρα του. Είναι ηθοποιός, κωμικός με αρκετές επιτυχημένες παραστάσεις στη χώρα του, σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ενώ ακόμα έχει ασχοληθεί με το μόντελινγκ και τη μόδα. Η μικρού μήκους ταινία ‘’ Two cars, one night ‘’ (του 2004 ) αποτέλεσε τη πρώτη του επαγγελματική κινηματογραφική προσπάθεια, για την οποία και τιμήθηκε με υποψηφιότητα για Όσκαρ στην αντίστοιχη κατηγορία.
Πρόκειται για μία εμφανώς απλή υπόθεση: δύο αυτοκίνητα, μία βραδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι που συναποτελούν όμως, μια σφιχτοδεμένη αφήγηση και μία αρκετά συγκινητική ιστορία που ο Waititi θα εξέλισσε αργότερα το 2010 σε μεγάλου μήκους ταινία, το Boy που και του χάρισε διεθνή πια φήμη. Αφού πέρασε το στάδιο της μικρού μήκους εργογραφίας, ως σκηνοθέτης, θα συνέχιζε με τις μεγάλου μήκους, όπως το “Eagle vs Shark “(2007) με τον αγαπημένο του συνεργάτη στην κωμωδία, Jemaine Clement, αμέσως μετά το Boy και λίγα χρόνια αργότερα, το 2014, ακολούθησε το τύπου μοκιουμένταρι έργο, “What we do in the Shadows’’. Η ταινία αυτή, πέρα από το γεγονός ότι προσφέρει ήσυχες στιγμές ξεκαρδιστικού όμως γέλιου, αποτελεί και ένα ενδιαφέρον σημείο προς θεώρηση του έργου του Taika Waititi. Ο λόγος είναι ότι αποτελεί αναφορά στην αρέσκεια του καλλιτέχνη να επιστρέφει σε αλλοτινά μικρά πρότζεκτς ή μικρού μήκους ταινίες και να τις επαναπροσδιορίζει κινηματογραφικά σε μεγάλου μήκους έργα, κάνοντας μόνο μικρές αλλαγές εδώ και εκεί, ώστε να επιτύχει την αρχική ιδέα που είχε στο μυαλό του, αυτήν που δεν είχε κυρίως τη χρηματοδότηση ώστε να την αναπτύξει.
Έτσι το ” What we do in the Shadows” ξεκίνησε το 2005 ως μικρού μήκους, μεταμορφώθηκε το 2014 σε κανονικού μήκους και εντέλει, απέδωσε πολύ πρόσφατα δύο σπιν οφ σειρές, πάντα με τη συμμετοχή του αρχικού καστ, αφού ο Waititi έχει αναπτύξει ένα σχεδόν σταθερό γκρουπ ηθοποιών και συνεργατών που τον ακολουθούν σεβαστικά σε κάθε νέα του δουλειά. Εντούτοις, η πραγματική επιτυχία θα ερχόταν με το “Hunt for the Wilderpeople “ που κυκλοφόρησε το 2016 και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εισφορά των κινηματογραφικών ταμείων της Νέας Ζηλανδίας, ενώ «καλωσόρισε» τον σκηνοθέτη στο κέντρο της προσοχής . Η ταινία αυτή, όπως σχεδόν και όλες οι προηγούμενές του, πέφτουν στην κατηγορία του είδους των dramedies, παραφράζοντας κάπως στα ελληνικά, ως τραγικωμωδίες.
Dramedies: Ο κορμός της θεματολογίας του Taika Waititi
Το είδος του dramedy είναι σχετικά νέο με τις περισσότερες ταινίες του είδους να έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Πρόκειται για ένα τύπο ταινιών που συνδυάζουν το δράμα, τη τραγωδία με τη κωμωδία, ενώ η πλοκή τους αφορμάται πάντα από σοβαρά θέματα, όπως ο πόλεμος, οι σχέσεις και ιδιαίτερα το θέμα των δυσλειτουργικών οικογενειών, θέματα ψυχικής υγείας, ηθικά διλήμματα και ανησυχίες και πολλά ακόμα. Παρ’όλα αυτά, οι ταινίες αυτές αγγίζουν τη θεματολογία αυτή με μια κάποια ελαφρότητα, χωρίς να υποβαθμίζουν ή να χλευάζουν και στέκονται «κατανοητικά » προς τις ιστορίες τους, χωρίς να καταλήγουν σε έντονες δραματικές εξάρσεις ή στον μελοδραματισμό.
Το βασικό εργαλείο τους είναι το χιούμορ, γι αυτό και χαρακτηριστικά οι ταινίες αυτές χρησιμοποιούν καθαρά κωμικούς για τους κεντρικούς ρόλους ή «ντύνουν » τους χαρακτήρες τους με κωμικά στοιχεία ή ακόμα, το χιούμορ χρησιμοποιείται καταμεσής σκηνών βαρύτητας και έντονης συγκινησιακής φόρτισης με στόχο ακριβώς, τον αποφορτισμό, την ισορροπία του τραγικού με του κωμικού, το λεγόμενο “comic relief”. Στη περίπτωση του Waititi ιδιαίτερα, το χιούμορ δεν πρόκειται απλά για ένα εργαλείο της κινηματογράφησης, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στη πατρίδα του, τη Νέα Ζηλανδία, αλλά περισσότερο αποτελεί το «βλέμμα » της προοπτικής του φακού του. Και το «βλέμμα » αυτό είναι ιδιότροπο, μα ευγενικό και καταφέρνει να ξετρυπώσει το κωμικό στοιχείο μέσα από τις πιο τραγικές και σκοτεινές πτυχές της πραγματικότητας. Όπως υποστήριζε άλλωστε (παραφράζοντας πάλι) και ο Τσάρλι Τσάπλιν, πως αν κοιτάμε από κοντά τη ζωή είναι τραγωδία, ενώ αν τη κοιτάμε από λίγο πιο μακριά, πρόκειται πράγματι για μια κωμωδία.
Ο Waititi λοιπόν, χρησιμοποιεί και εμπνέεται βαθιά από τα χαρακτηρολογικά στοιχεία του κινηματογραφικού είδους αυτού. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι απεικονίζει σχεδόν πάντοτε στις ταινίες του χαρακτήρες που βρίσκονται στο περιθώριο, ενώ παράλληλα εξερευνά συχνά και με λεπτομέρεια το θέμα της δυσλειτουργικής οικογένειας και κυρίως τη σχέση πατέρα-γιου (“Boy”,”Hunt for the Wilderpeople”) , με ένα τρόπο όμως που διακρίνεται για τη λεπτότητα και τη χάρη του, είναι ο λόγος που ο σκηνοθέτης θεωρείται ο νέος μετρ του είδους των dramedies.
Ο σκηνοθέτης, στο πλαίσιο του είδους, χρησιμοποιεί αυτούς τους κοινωνικά αποκλεισμένους χαρακτήρες με σκοπό να βάλει το κοινό, όχι μόνο στην κατάσταση της ενσυναίσθησης και της εμπάθειας, αλλά, έτσι ώστε να βιώσει κατά κάποιο τρόπο τον κόσμο, μέσα από τα μάτια των ιδιαίτερων αυτών ανθρώπων.
Ο οποιοσδήποτε χαρακτήρας μπορεί να αποτελέσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες του, από ανθρώπους που υποφέρουν από ψυχικά προβλήματα, από απατεωνάκους και μικροεγκληματίες, κοινωνικά αμήχανους ανθρώπους, παιδιά που ωριμάζουν γρήγορα, ώστε να σταθούν στο ύψος της δύσκολης καθημερινότητας που βιώνουν.
Όλοι οι ρόλοι που δημιουργεί όμως χαρακτηρίζονται από μια κοινή ιδιοσυγκρασία, αυτή ενός χαρακτήρα που είναι κάπως αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, που έχει μια παράδοξη αίσθηση της πραγματικότητας και παρ’όλα αυτά με ένα μαγικό τρόπο, γίνεται αμέσως συμπαθής στα μάτια μας και ωθούμαστε να παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον τη πορεία της ιστορίας του. Η εξήγηση αυτού δίνεται μέσα από τη μαεστρία της κίνησης του φακού του Waititi που παραμένει «πεισματικά» ειλικρινής, επιλέγει να μην ζωγραφίσει ένα κινηματογραφικό τοπίο, αλλά να πετάξει απλώς τον θεατή καταμεσής της ιστορίας και να του δώσει όλο τον απαραίτητο χώρο και χρόνο να εξερευνήσει μόνος του.
Και ο ίδιος ο σκηνοθέτης βέβαια, εξερευνά στις ταινίες του και προσκαλεί και εμάς να γίνουμε «συνοδοιπόροι» σε αυτό το ταξίδι της απόπειρας χαρτογράφησης της ανθρώπινης φύσης, μέσα από τα θέματα της απογοήτευσης και της ελπίδας, του πόνου και της συγχώρεσης του παρελθόντος, της φαντασίας (των παιδικών ματιών), της αγάπης και τέλος, της αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον. Δημιουργεί τόσο φαινομενικά αβίαστα αυτούς τους «μικρούς κόσμους σε μπάλες χιονιού» που απηχούν εντούτοις και συνδέονται απόλυτα με τη πραγματική ζωή, γι ‘αυτό και εμείς οι θεατές συσχετιζόμαστε τόσο εύκολα με τις ιστορίες και είναι ακριβώς αυτή η λεπτεπίλεπτη και καλλιεργημένη ειλικρίνεια του και η κινηματογραφική συμπάθεια που δείχνει προς τους χαρακτήρες του, που κάνουν τον Taika Waititi τόσο άμεσα αγαπητό.
Σημείωση:
Ο πολυτάλαντος Taika Waititi δημιουργεί «καθώς μιλάμε» και στο άμεσο μέλλον αναμένουμε πολλά καινούρια έργα του, remakes παλιών ταινιών (όχι από το δικό του ρεπερτόριο πια) και φυσικά συμμετοχές του ίδιου με την ιδιότητα του ηθοποιού σε μεγάλες και μικρές παραγωγές, όπου άλλωστε αποτελούν και το φυσικό του περιβάλλον. Ωστόσο, μεγάλη προσμονή σημειώνεται για το προσεχές Jojo Rabbit. Ο Νεοζηλανδός καλλιτέχνης βασίζεται εδώ σε ένα μυθιστόρημα της συμπατριώτισσάς του Κριστίν Λενένς για να αφηγηθεί μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αφορά ένα μικρό αγόρι , μέλος της Ναζιστικής Νεολαίας που μαθαίνει έκπληκτος ότι η μητέρα του, έχει προσφέρει καταφύγιο σε ένα μικρό Εβραιόπουλο. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Σκάρλετ Γιοχάνσον, Σαμ Ρόκγουελ , Ρέμπελ Γουίλσον, Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις και άλλοι. Ο ρόλος του αφηγητή δίνεται μέσα από τη μορφή του φανταστικού φίλου του δεκάχρονου πρωταγωνιστή. Πρόκειται παραδόξως για τον Αδόλφο Χίτλερ. Και τον τολμηρό, μα πλήρως σατιρικά εμπνευσμένο ρόλο, ερμηνεύει φυσικά ο ίδιος ο Taika Waititi!
Επίσημη πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 18 Οκτωβρίου 2019