Το «Green Inferno» του 2013, ακολουθεί την ιστορία της νεαρής Justine. Η Justine είναι μια πρωτοετής σπουδάστρια του Πανεπιστημίου που δηλώνει εμφατικά το ενδιαφέρον της για τον ακτιβισμό ενάντια στις πετροχημικές πολυεθνικές που για το ιδιοτελές τους συμφέρον, αποψιλώνουν τα δέντρα, καταστρέφουν την βλάστηση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου και κατ’ επέκταση και τους ιθαγενείς κατοίκους του. Συνεπαρμένη από την απεργία πείνας των διαδηλωτών συμφοιτητών της και προπαντώς από το γοητευτικό χαμόγελο του ηγέτη τους, επιθυμεί να λάβει κι εκείνη μέρος στο προσεχές έργο της οργάνωσης. Σκοπός τους είναι να διαδηλώσουν στο αληθινό «πεδίο μάχης», ταξιδεύοντας αυτοπροσώπως στο απειλούμενο δάσος του Αμαζονίου για να εμποδίσουν με την παρουσία τους τους εισβολείς, με όπλο τους τις κάμερες των κινητών τους και μότο τους: «Μην σκέφτεσαι, πράξε!». Όμως ένα φλερτ δεν είναι λόγος να δράσεις για το καλό του πλανήτη και της ανθρωπότητας. Συνεπώς, το κίνητρο-καβάτζα της Justine είναι να πολεμήσει για τα δικαιώματα τον ιθαγενών γυναικών απέναντι στην τελετουργική αφαίρεση των γεννητικών τους οργάνων. Κάτι που άκουσε μόλις προηγουμένως στο μάθημα.
Βιαστικά και επιπόλαια, λοιπόν, ξεκινά το ουσιώδες αυτό ταξίδι με προορισμό τον Αμαζόνιο. Μια ομάδα ανεγκέφαλων ψευτο-οργανωτών φοιτητών ξεκινά το μεγαλεπήβολο εγχείρημα που θα αποδείξει την σημαντικότητα της «πράξης». Με τα πλήρως φορτισμένα κινητά τους, ένα κατάνα, ένα πιστόλι και έναν μεγαλέμπορα ναρκωτικών ως διοργανωτή της πανίσχυρης ομάδας τους, είναι πια έτοιμοι για όλα. Καταφτάνοντας, θέτουν την νεοσύλλεκτη Justine σαν δόλωμα και περνούν κακήν κακώς το μήνυμά τους, σταματώντας… ή έστω καθυστερώντας προς το παρόν τον στόχο των αντιπάλων. Με πικρία, η πρωταγωνίστρια αποχωρεί με το υπόλοιπο πλήρωμα, όντας όλοι φαινομενικά κερδισμένοι αφού ο σκοπός της διαδήλωσης επιτεύχθη. Ωστόσο, ένα αναπάντεχο ατύχημα κατά την αναχώρησή τους, θα τους εγκλωβίσει στο δάσος. Πρωτού όμως προλάβουν να ανησυχίσουν για την επιβίωσή τους, αφού έχουν ήδη περάσει από το πρώτο στάδιο φρίκης εξαιτίας των θανάτων που προκάλεσε η μοιραία πρόσκρουση, αιχμαλωτίζονται από τους ιθαγενείς του τόπου μέχρι να αποτέλεσουν ένας προς έναν, το επόμενό τους γεύμα.
Στο «Green Inferno», ο Eli Roth μοιάζει να έχει πλέον αφομοιώσει όλα τα στοιχεία των αγαπημένων του ταινιών ανά τα χρόνια και με επιμονή επιδιώκει να αναδημιουργήσει τον παλιό καλό τρόμο, εκείνο που δεν έτρεμε να τολμήσει. Παθιασμένος για την νέα του ταινία, θέλωντας κάτι από Werner Herzog αναμειγμένο με ιταλικό exploitation και τις ταινίες με κανίβαλους της δεκαετίας του ’70 και του ’80, βρίσκει και πάλι μεγάλο μέρος του κοινού μπροστά του. Διαστρεβλώνει την αλήθεια για τις φυλές, υστερεί σε ουσία, σενάριο και υποκριτικές ικανότητες από το καστ και τέλος πάντων δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από τον Eli Roth (κλπ.). Μα τι θα περίμενε άραγε κανείς από τον Eli Roth; Τι θα περίμενε από οποιαδήποτε ταινία τρόμου ή όπως θέλει να λέγεται πια έπειτα από τόσες παρεμβάσεις από τους δικαστές-θεατές; Μπορεί να έχουν περάσει εννέα χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Green Inferno» αλλά τα ερωτήματα παραμένουν ακόμη αναπάντητα. Ό,τι κι αν είναι, δεν παύει να αποτελεί το τελευταίο ίχνος κλασικού, cannibal, exploitation, τρόμου.
Η αμφισημία του «Green Inferno», φυσικά έντονη, με τον Roth να απαντά στις επιθέσεις για το ότι δεν παίρνει θέση απέναντι στην αιώνια μάχη του πολιτισμένου με τον απολίτιστο, πιο εύστοχα από ποτέ: «Μια ταινία δεν θα εμποδίσει μια εταιρία να εισβάλλει σε μια ξένη γη» είπε εν ολίγοις. Όπως αντίστοιχα, μια ταινία του Tarantino δεν θα θεριεύσει την βία. Κι όμως ο σκηνοθέτης παίρνει θέση και είναι εκείνη της πρωταγωνίστριάς του πλάι σε ανθρώπους του δυτικού κόσμου που κάνουν πως καταλαβαίνουν πράγματα για τα οποία δεν έχουν την παραμικρή ιδέα. Και όχι, το κινητό τους δεν είναι το όπλο τους ούτε κι αυτό που θα τους γλιτώσει από την δυσμενή θέση τους. Συν τοις άλλοις, ο Eli Roth δεν κοκορεύτηκε ποτέ πως έφερε την αλλαγή, παρ’ ότι κατά έναν δικό του τρόπο το έχει καταφέρει συνολικά με τις δουλειές του. Άλλωστε το «Cannibal Holocaust» βγήκε πολλά χρόνια πριν για να ταρακουνήσει τα δεδομένα.
Με σκηνές γραφικής βίας που θα σε κάνουν να γυρίσεις το βλέμμα σου και ίσως και να μην κρυφοκοιτάξεις ξανά έκτοτε, χιούμορ και πρωτότυπο σενάριο με μερικές τραγελαφικές ατασθαλίες, το «Green Inferno» καταφέρνει να σε κάνει να παραβλέψεις το μίσος σου για τους ήρωες, που τόση ώρα έχουν κερδίσει με το σπαθί τους. Όσο κι αν σε προκάλεσαν, δεν θα φανταζόσουν ποτέ το πως θα έμοιαζε αυτό που θα βίωνες μαζί τους στη συνέχεια. Όπως μας επιβεβαίωσε και μια από τις ηρωίδες της ταινίας, το θέαμα είναι για γερά στομάχια. Γιατί ό,τι κι αν έφτιαξε τελικά ο Roth, ήταν σίγουρα τρομακτικό. Έντονο, αγωνιώδες, δυνατό και τόσο συναρπαστικό, που σου θυμίζει κάτι από τον παλιό καιρό. Είναι προφανές πως ο δημιουργός είχε ένα όραμα και το υλοποίησε. Έψαχνε μια πράσινη κόλαση και την βρήκε στην μέση του πουθενά, εκεί όπου κανείς δεν τόλμησε να κάνει γύρισμα. Επιπλέον, έπειτα από το «Green Inferno», ο Eli Roth δεν καταπιάστηκε ξανά από τα είδη τρόμου που -όπως έχει πει- τον μεγάλωσαν. Ίσως αυτό να σημαίνει πως η ταινία έχει μεγαλύτερη αξία αν το ξανασκεφτεί κανείς λίγο καλύτερα.
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: