To «The Shop Around The Corner», είναι η πιο γνωστή ταινία του επιφανούς και παραγωγικού σκηνοθέτη Ernst Lubitsch, ο οποίος εμπνέει την αξιοπιστία του για άλλη μια φορά, με μια ταινία που αποτελεί μια κινηματογραφική όαση, μια ωδή στην αθωότητα και τον ρομαντισμό, σε μια περίοδο λίγο πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια τελευταία στάση στο τρένο που οδηγεί στον επερχόμενο όλεθρο. Ο Lubitsch συνθέτει μια ρομαντική σπιρτόζικη κωμωδία με υποδειγματική δεξιοτεχνία, προκαλώντας αυτή την ευχάριστη έκπληξη, όπως όταν ανακαλύπτεις ένα παλιό ξεχασμένο χαρτονόμισμα στη τσέπη του παντελονιού. Με πρωταγωνιστή τον εκλεκτό James Stewart, σε μια περίοδο που το υποκριτικό του εκτόπισμα προμήνυε μια μετέπειτα αξιοζήλευτη πορεία, έναν ηθοποιό που η επιτυχία του έγκειται στο ότι η εξωτερική του εμφάνιση και η στόφα παιξίματος έχει αυτή την αυτόφωτη ακτινοβολία, κάνοντας τον ταυτόχρονα οικείο και κάποιον που φαντάζει ως ίνδαλμα.
Η ταινία λαμβάνει χώρα σε ένα κατάστημα δερμάτινων ειδών στην προπολεμική Βουδαπέστη του 39’, την περίοδο των Χριστουγέννων, όπου δύο υπάλληλοι, η νεοπροσληφθείσα Klara και ο έμπειρος -πρότυπο πωλητή- Άλφρεντ, βρίσκονται σε συνεχή διαξιφισμό, ενώ παράλληλα αλληλογραφούν ανώνυμα ο ένας στον άλλον αγνοώντας ότι παραλήπτες και αποστολείς είναι οι ίδιοι.
Ο Άλφρεντ (James Steward), παρά την πολυετή εμπειρία του στο μαγαζί και την ταύτιση της ζωής του με αυτό, σαστισμένος από την ζωηρή παρουσία της νέας υπαλλήλου Κλάρα (Margaret Sullavan), ανησυχεί για τον πιθανό εκθρονισμό του ως καλύτερου υπαλλήλου, με αποτέλεσμα η αντιπάθεια να καταλήξει να γίνει αμοιβαία. Ταυτόχρονα, η ανώνυμη αλληλογραφία που ανταλλάσσουν οι δύο πρωταγωνιστές εν αγνοία τους, συγκινεί και προκαλεί ένα γλυκό μειδίαμα στους θεατές παρακολουθώντας δύο μοναχικούς ανθρώπους που τρώγονται σαν τα κοκόρια, να είναι ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον χωρίς να το γνωρίζουν.
Μέσα από τα ερωτικά -φιλοσοφικού χαρακτήρα- ποιητικά γράμματα τους γεμάτο συναίσθημα, καταδείχνουν την πρόδηλη μοναξιά που τους βασανίζει και την αδημονία τους για δια ζώσης επαφή και συντροφιά. Μολονότι ο Άλφρεντ μαθαίνει νωρίς στην ταινία ότι το αντικείμενο του πόθου του δεν είναι άλλο από την «ζωηρή» συναδέλφισσα του, δεν αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό του σε αυτήν, μέχρι να διαπιστώσει εξ ιδίων την πραγματική πρόθεση της Κλάρα και τα αληθινά της συναισθήματα.
Όσο προχωράμε στην ταινία λοιπόν, η έχθρα τους ως συνάδελφων διογκώνεται αλλά ο έρωτας τους ως άγνωστων αυξάνεται εκθετικά. Μέχρι να βεβαιωθεί (ο Άλφρεντ) ότι ο έρωτας της για αυτόν δεν περιορίζεται μόνο στον «άγνωστο» αποστολέα αλλά και στην πραγματική του υπόσταση, παρακολουθούμε μια πανέξυπνη κωμωδία με σπιρτόζικους διαλόγους, αστείους εκατέρωθεν διαπληκτισμούς και μια ερωτική νότα που αγκαλιάζει την τεταμένη ατμόσφαιρα. Έως τότε, το ανεπίσημο «ζευγάρι» σχεδόν εθελοτυφλεί και αρνείται την πραγματικότητα, προτιμώντας την ασφαλή καταφυγή στην ουτοπία των γραμμάτων.
Η Κλάρα ακροβατεί στην ανάγκη της να συναντήσει τον άνδρα της αλληλογραφίας και στην επιθυμία της να φρενάρει την επικείμενη συνάντηση, για χάρη του Άλφρεντ, που έχει αρχίσει να τον βλέπει διαφορετικά. Ίσως και να έχει ψυχανεμιστεί και η ίδια αρκετά νωρίς τι μπορεί να συμβαίνει αλλά θέλοντας να διατηρήσει τον ρομαντισμό και να διαπιστώσει ποια έκφανση του χαρακτήρα του θα επικρατήσει, τον «αφήνει» να την διεκδικήσει, επιχειρώντας να γνωρίσει και η ίδια τον εαυτό της μέσα από όλο αυτό.
Όπως και να έχει ο Άλφρεντ των δυο «κόσμων» σιγά σιγά και μεθοδικά αρχίζει να ενοποιείται και τα συναισθήματα της Κλαρα να ξεδιαλύνονται. Το άκρον άωτον της ειρωνείας, φτάνει όταν η Κλάρα νιώθει τύψεις που αρχίζει να ερωτεύεται τον Άλφρεντ και νιώθει ότι εξαπατά τον άγνωστο άνδρα τον γραμμάτων, όπως και το γεγονός ότι είθισται στην ταινία να ειρωνεύεται απροκάλυπτα η Κλάρα τον Άλφρεντ υποτιμώντας τον και χλευάζοντας τον ενώ εξιδανικεύει τον άγνωστο αποστολέα σε μια συνεxή σύγκριση μεταξύ τους. Αριστουργηματική η σύνθεση της τελευταίας σεκάνς όπου -λόγω ολιγωρίας και υπερωρίας στο μαγαζί- χάνουν αμφότεροι το ραντεβού τους στο οποίο υποτίθεται θα ήταν παρόντες με αποτέλεσμα ο Άλφρεντ να την παρηγορεί και εν τέλει να αποκαλύπτεται προσφέροντας της μια μεγάλη ανακούφιση και εξάλειψη των όποιων αμφιβολιών είχε ότι πρόκειται για αυτόν.
Στο «The Shop Around The Corner», ο σκηνοθέτης με εξαιρετική αξιοποίηση των πρωταγωνιστών αλλά και των υπόλοιπων εργαζομένων του καταστήματος, μεγαλουργεί με την ζωντανή σκηνοθεσία του, την προσεγμένη «χορογραφία» των σκηνών και την δραματική επίγευση όταν αυτή κρίνεται επιτακτική. Εκεί, σε αντιδιαστολή με τις προηγούμενες σκηνές -που ουσιαστικά είναι η προετοιμασία για τον επίλογο- διαποτίζει τους δύο μοναχικούς πρωταγωνιστές με εξπρεσιονιστικές φωτοσκιάσεις, χαράσσοντας στα αθώα παιδικά τους βλέμματα την ανάγκη για επικοινωνία και τρυφερότητα σε έναν κόσμο που η εργασιακή εκμετάλλευση και οι απατηλές υποσχέσεις για το μέλλον λειτουργούν ως ανάχωμα στην ευτυχία τους.
Ο Lubitsch, που διόλου τυχαίως του αποδίδεται η φράση «Lubitsch touch», με την καινοτόμα αντίληψη του στην διαχείριση των κινηματογραφικών του μέσων, μοιάζει να αναμορφώνει ένα δικό του κινηματογραφικό σύμπαν βαθιά ουμανιστικό, αχρονολόγητο και ανεπιτήδευτα ρομαντικό.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: