Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα (Nineteen Eighty Four, 1984)
Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες αναφερθήκαμε σε δύο ταινίες του 1984, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, διότι και τα γούστα και οι διαθέσεις και οι άνθρωποι διαφέρουν και ποικίλουν και πολύ καλά κάνουν. Και αυτός ακριβώς ο πλουραλισμός (και το δικαίωμα σε αυτόν) είναι -μεταξύ άλλων- το θέμα μας αυτήν την εβδομάδα. Δεν θα το κουνήσουμε λοιπόν από αυτήν τη χρονιά, γιατί απλά δεν γίνεται αλλιώς. Όταν κινείσαι στο πλαίσιο «σινεμά» και το έτος αναφοράς είναι 1984, είναι ένα μικρό έγκλημα να προσπεράσεις το ιστορικά πιο χαρακτηριστικό φιλμ αυτού του έτους, ένα από τα συγκλονιστικότερα δημιουργήματα στο στερέωμα του παγκόσμιου κινηματογράφου, που έχει σαν τίτλο αυτήν ακριβώς τη χρονολoγία: 1984.
Φανταστείτε έναν κόσμο δυστοπικό, χωρίς χρώματα, χωρίς τέχνες, χωρίς διανόηση, χωρίς απολαύσεις, χωρίς βούληση, χωρίς επιλογές, χωρίς νόημα. Μια κοινωνία απολυταρχική όπου το φαγητό είναι συνθετικό, τα στοιχεία της φύσης είναι ανύπαρκτα και η οποιαδήποτε σχέση με τη νομοτέλειά της είναι απαγορευμένη. Κακουργήματα η σκέψη και το συναίσθημα. Όλα είναι προκαθορισμένα, υποκινούμενα και ελεγχόμενα. Το κάπνισμα επιτρέπεται. Τα πάντα παρακολουθούνται… Μπορεί και να σας θυμίζει κάτι, στην ακραία του μορφή. Ναι, χρονικά και τοπικά, ο κόσμος αυτός είναι μεν αλλού, αλλά όχι μακριά από εδώ…
Η ταινία Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του George Orwell, το οποίο ολοκληρώθηκε το έτος 1948 και από την αντιστροφή των δύο τελευταίων ψηφίων προήλθε ο τίτλος του βιβλίου και κατόπιν της ταινίας. Θεωρείται έργο φουτουριστικό, αλλά η χρονολογία καμία σημασία τελικά δεν έχει. Χρησιμοποιείται συμβολικά και κατά συνθήκη αφού, τόσο στο βιβλίο όσο και στην ταινία, καθίσταται σαφές πως ο χρόνος είναι κάτι το ρευστό. Πως αν πρέπει να τον δούμε σχηματικά, είναι μάλλον κυκλικός ή σπειροειδής, όχι γραμμικός όπως οι περισσότεροι τον αντιλαμβανόμαστε. Η οπτική αυτή συμπυκνώνεται και στη χαρακτηριστική φράση του έργου: «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον. Αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν»*. Θαρραλέα η σύλληψη του έργου αυτού, φιλοσοφική και οξυδερκής η διαλεκτική του, συμπαγής αλλά και βατή η αγνή ποιητική του.
Τις αρετές του βιβλίου διατηρεί και η ομότιτλη ταινία. Έχει γυριστεί στο Λονδίνο και ολοκληρώθηκε το 1984, ακριβώς στα μέρη και τους μήνες του χρόνου που τοποθετεί και ο Orwell την ιστορία του. Όσοι έχουν διαβάσει το περίφημο βιβλίο θα διαπιστώσουν (ή έχουν διαπιστώσει) πως η εν λόγω ταινία αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που το πρωτότυπο γραπτό αποτυπώνεται στο πανί χωρίς να αλλοιώνεται ή να υποβιβάζεται ούτε αισθητικά, ούτε αφηγηματικά, ούτε γενικότερα σε κάποιο άλλο επίπεδο. Η καταπληκτική σκηνοθεσία ανήκει στον τότε φρέσκο στην πιάτσα Michael Radford, που πολλοί γνωρίζουν από τον οσκαρικό Ταχυδρόμο (Il Postino, 1994). Με το 1984 κέρδισε το δέοντα σεβασμό από κοινό, κριτικούς και παραγωγούς και διέγραψε μια αξιόλογη καριέρα.
Η ατμόσφαιρα του βιβλίου έχει κάτι από το ζοφερό κλίμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γράφτηκε άλλωστε λίγα χρόνια μετά, γενικότερα όμως είναι μια ατμόσφαιρα τόσο απόκοσμη που πραγματικά είναι πέρα από χρονικά πλαίσια. Το ίδιο λοιπόν ισχύει και στην ταινία.
Η ιστορία θέλει τον ήρωά μας να ζει στον κόσμο που περιγράψαμε. Και δεν τον αντέχει. Αποζητά Ζωή. Ζωή είναι η μυρωδιά του καφέ, η μυρωδιά ενός βιβλίου, η μυρωδιά μιας γυναίκας, η μυρωδιά της αγάπης, η ελευθερία του να μυρίζεις… Αποζητά Ζωή και φτάνει να την αγγίξει, παρά τον κίνδυνο να βασανιστεί και να εκτελεστεί. Μα και τι να χάσει… Αλλιώς, ήταν ήδη νεκρός.
Ο κορυφαίος John Hurt ή αλλιώς Sir John Vincent Hurt, βουλιάζει ολοκληρωτικά στο ρόλο του και τον αφήνει να του κυριεύσει κάθε του κύτταρο. Σαν αποτέλεσμα, ο Βρετανός ηθοποιός στοιχειώνει τη μνήμη όποιου γίνεται μάρτυρας της ανυπέρβλητης ερμηνείας του. Δυνατή και ουκ αμελητέα η ερμηνεία του Richard Burton στον τελευταίο ρόλο της ζωής του (καθότι «έφυγε» αμέσως μετά) ως η φωνή και η γροθιά του δυνάστη που «δε φτάνει να τον υπακούς, πρέπει να τον αγαπάς».
Μετά το τέλος της ταινίας, η εκτίμησή μας για όλα τα ωραία, μικρά, καθημερινά και δεδομένα πράγματα πολλαπλασιάζεται. Όχι με τρόπο μίζερο, όχι με τη λογική “μωρέ, ούτε του παπά, μια χαρά είμαστε τελικά”, αλλά με αφυπνισμένη την επιθυμία για ένα συλλογικό ευ ζην. (σε βαθμό που εξαρτάται από την ψυχή του κάθε θεατή, βεβαίως-βεβαίως)
Όπως το βιβλίο, έτσι και η ταινία είναι κυριολεκτικά ένα μανιφέστο ενάντια σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Αν και αφορίζει την ανθρώπινη φαυλότητα, αναγνωρίζει πως πάντα ήταν κομμάτι της ύπαρξής μας. Προτείνει διέξοδο, υμνώντας τις δυνατότητες του είδους μας, μέσα από πρίσμα όχι ανθρωποκεντρικό αλλά ξεκάθαρα ανθρωπιστικό. Η πίστη του ήρωα στη νίκη της Ζωής, δε μας καθησυχάζει. Αντίθετα, μοιάζει πιο πολύ με τραγική ειρωνεία, με ανάποδη προφητεία για το πεπρωμένο μας, που όμως είναι στα χέρια μας να το διαχειριστούμε. Μας κάνει αυτός ο ήρωας να θέλουμε να το διαχειριστούμε. Και σύμφωνα με τον Orwell, θα μπορούσαμε. Όχι με τη συνδρομή και συνεργασία κάποιων, αλλά όλων. Και μόνο υπό συνθήκες πραγματικής αρμονίας με το σύμπαν γύρω μας και το σύμπαν μέσα μας. Και τότε θα μας ανήκει ολοκληρωτικά και το παρόν και το παρελθόν και το μέλλον…
* “He who controls the past controls the future. He who controls the present controls the past”