Εναρμονισμένο με το απύθμενο μίσος των δύο ογκόλιθων του κινηματογράφου Bette Davis και Joan Crawford, το «What Ever Happened to Baby Jane?» (ελληνιστί «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;») του 1962, αξιοποίησε δημιουργικά την εξημμένη ατμόσφαιρα που έβραζε ανάμεσα στα δύο δυναμικά θηλυκά πέρα από τα εξωκινηματογραφικά, σε μια ταινία που οι πρωταγωνίστριες δεν χρειάζεται να υποκριθούν τελικά και πολύ τις αντίζηλες, παρότι εξαιρετικές στην αποτύπωση της οικογενειακής ψυχοπαθολογίας στο πανί.
Χρησιμοποιώντας ως πρωτογενή πηγή το ομώνυμο μυθιστόρημα του Henry Farell τροποποιημένο σε σεναριακή διασκευή του Lucas Hener, o εξαιρετικός Robert Aldrich -του οποίου το όνομα αδίκως δεν μνημονεύεται συχνά- επιστρατεύει δύο μπαρουτοκαπνισμένες ηθοποιούς-άσπονδους εχθρούς που διατηρούσαν μια γνωστή τοις πάσι άσβεστη φιλονικία στην πραγματική ζωή και τώρα στην ταινία καλούνται να υποδυθούν τις ανταγωνίστριες αδερφές Hudson. Ασφαλώς δεν θα μπορούσαν να μη μισιούνται ακόμα και με αυτή τους τη σχέση διότι αποδίδουν στο μέγιστο τη φυσική εμπάθεια που διατηρούσαν έτσι κι αλλιώς η μία για την άλλη ρίχνοντας έστω και για λίγο (όσο κράτησαν τα γυρίσματα που ακόμα και εκεί ειπώθηκαν διάφορα και συνέβησαν και λίγα ευτράπελα!) τον εγωισμό τους για να μας χαρίσουν μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών ως ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα πρωταγωνιστικά δίδυμα που καταγράφηκαν στο φιλμ.
Το παρελθόν τούς έπαιξε ύπουλα παιχνίδια εκεί που ντετερμινιστικά η ζωή αποφασίζει για τις τύχες των ανθρώπων ερήμην τους. Βρισκόμαστε στο 1917 με την Baby Jane (Bette Davis) να είναι ένα διάσημο κοριτσάκι αυτά που η Αμερική αποκαλεί «παιδιά θαύματα» με μουσικοχορευτικό ταλέντο και που ο κόσμος συρρέει να το παρακολουθήσει να εκτελεί με νάζι ζωντανά στη σκηνή θεάματα που ρουφούν τη σφριγηλότητα των παιδιών για να την «ξεράσουν» ως τηλεοπτικό προϊόν έτοιμο για κατανάλωση. Σαν να μην έφτανε αυτό, το αχόρταγο κοινό τρέχει να αγοράσει σαν τρελό την λούτρινη κούκλα Baby Jane, το alter ego της μικρής δεσποινίδος που ξεπουλάει σωρηδόν από τα ράφια. Η αδερφή της, Blanche (Joan Crawford), από την άλλη, είναι ένα φυσιολογικό κορίτσι στη ρεαλιστική αφάνεια της ηλικίας της που παρατηρεί ένα αδερφάκι να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής βιώνοντας μια απίστευτη δημοσιότητα εν χορδαίς και οργάνοις, όντας ταυτόχρονα και η οικονομική πηγή που συντηρεί την οικογένεια και δη τους προσοδοθήρες γονείς της με τους τελευταίους να την έχουν τοποθετήσει από νωρίς στο παιχνίδι του κέρδους αποστερώντας την αθωότητα που επιτάσσει η ηλικία της.
Μεταφερόμαστε κατευθείαν σχεδόν 20 χρόνια αργότερα και τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί σε μια τέλεια καρμική ειρωνεία. Η Blanche ουρανοδρόμησε καλλιτεχνικά και μετατράπηκε σε μια πολύ πετυχημένη λαοφιλή σταρ του βωβού κινηματογράφου με δόξα και φανατικό κοινό να την ακολουθεί πιστά, ενώ η Jane προσάραξε στα βράχια του τιμήματος του κορεσμού ούσα πλέον μια κατεστραμμένη ηθοποιός β’ διαλογής, εξοστρακισμένη από τη δημοσιότητα και τα στούντιο να την περιφρονούν. Δεν βίωσε ποτέ την παιδική της ηλικία, μεγάλωσε τόσο πρόωρα ώστε απέκτησε δόξα, δικαιώματα και χρήματα που δεν ήξερε τι να τα κάνει πέρα από την εκπεφρασμένη αλλά «απαγορευμένη» επιθυμία της να αγοράσει το παγωτό που ήθελε και να παίξει σαν ολα τα παιδάκια. Αυτή η σοβαρή στέρηση νομοτελειακά θα γεννούσε πλειάδα συμπλεγμάτων, απωθημένων και ψυχικών νοσημάτων και πλέον ζει ως έκπτωτη ηθοποιός στην πελώρια σκιά της άκρως πετυχημένης αδερφής της η οποία είχε ένα γραμμικά υγιές μεγάλωμα αλλά και στο έρεβος του δικού της σκοταδιού που επήλθε μετά τον διάττοντα αστέρα του αστραφτερού παρελθόντος της.
Στο παρόν, οι δύο μεσήλικες αδερφές κατοικούν στο πατρικό που τους άφησε προίκα ο πατέρας τους, με την Blanche καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο αποτέλεσμα μιας πράξης ανείπωτου μισούς από την αδερφή της που χωρίς ηθικές αναστολές και με πλήρη επίγνωση σε μια στιγμή αδιανόητου φθόνου την εμβόλισε με το αμάξι αφήνωντας την ανάπηρη. H Jane παρότι αρτιμελής και σωματικά (μόνο) υγιής, βρίσκεται στην χειρότερή της κατάσταση, ο φθοροποιός χρόνος δεν τη λυπήθηκε καθόλου, μια μονίμως παστωμένη με υπερβολικό μακιγιάζ παιδούλα με αυλακωμένο πρόσωπο γεμάτο επικριτικότητα και απωθημένα που στο μόνο που βρίσκει ζωντάνια είναι να κακομεταχειρίζεται σαδιστικά την εξαρτώμενη από αυτήν ανήμπορη αδερφή της. Εκτός από φαρμακόγλωσση και ζηλιάρα σε ακραίο βαθμό ενίοτε κάνει χοντρές φάρσες όπως βάζοντας της ποντίκια στο φαγητό, μια πράξη ανάμεσα σε πολλές που θα τις χαρακτηρίζαμε το λιγότερο τοξικές. Η δηλητηριώδης κατάσταση αντανακλάται και μεταφορικά στο τεράστιο σκιώδες σπίτι, παρηκμασμένο και μακάβριο σαν μαυσωλείο με απειλητικό design εντός του οποίου συγκατοικούν θρυμματισμένες φιλοδοξίες, νεκρά όνειρα, εμπάθεια και φθόνος.
Η Blanche ζει μια καταραμένη ζωή με τη συγκάτοικο αδερφή της μόνιμο βραχνά αλλά δυστυχώς για αυτήν και τη μόνη της βοήθεια για το καθαρά πρακτικό σκέλος της καθημερινότητας αφού στο συναισθηματικό είναι το… ενσαρκωμένο κακό που την ζηλεύει μανιωδώς και της φέρεται απάνθρωπα. Η Blanche βρίσκεται ουσιαστικά σε κατάσταση κανονικής ομηρίας πράγμα που φρόντισε επισταμένως η αδερφή της έχοντας κόψει την επικοινωνία της με τον έξω κόσμο και ελέγχοντας σε απόλυτο βαθμό τις ελάχιστες ελευθερίες της. Εμμονικά προσκολλημένη στο κλέος του παρελθόντος, η αθεράπευτη Jane θα βάλει μια αγγελία που ζητάει συνοδεία πιάνου για να αναβιώσει το τραγούδι που την έκανε διάσημη όταν ήταν κοριτσάκι, όσο προοδευτικά φτάνει σε ακραία όρια βαναυσότητας και σαδισμού εναντίον της αδερφής της.
Ο Aldrich δημιουργεί με απλά μέσα και σύνθετη θεματολογία ένα ψυχαναλυτικό δράμα δωματίου τοποθετώντας το στο γκροτέσκο σπιτικό, ένα κατοπτρικό είδωλο της έκπτωτης Jane και του Χόλυγουντ γενικότερα και την οσιομάρτυρα Blanche να περνάει έναν Γολγοθά βαστώντας ιώβια υπομονή όσο αποδομείται το λιβιδινικό παλιό Χόλυγουντ που έχει περάσει στην σφαίρα της λήθης. Η Χρυσή Εποχή είναι πλέον μια ανήμπορη γιαγιά γεμάτη κόμπλεξ και απωθημένα, παρακμή και δυσωδία, που πληρώνει τα επίχειρα της επίπλαστης και εφήμερης δόξας της. Μια βαριά ψυχοπαθολογική συμπεριφορά κλινικής φύσεως, μια παρα φύσιν παιδική ηλικία που δεν τελέστηκε, δεν βιώθηκε, δεν της δόθηκε το έρεισμα, μια μίζερη μεγαλομπεμπέκα σε εκπληκτική απόδοση από τη μαγευτική Bette Davis σε μια άσκηση ψυχαναλυτική, ένα ασπρόμαυρο αριστούργημα που έχει βρει το ελιξίριο της νεότητας και διατηρείται στον χρόνο καθώς σαν εγκεφαλικός τομογράφος φωτίζει τις περιοχές εκείνες που εμφιλοχωρούν τα θραύσματα, τα κόμπλεξ, τα πάθη και οι μετατραυματικές διαταραχές.
Ο σκηνοθέτης καδράρει με βιρτουοζιτέ τους πνιγηρούς εξπρεσσιονιστικούς χώρους με το χλωμό λούτρινο πρόσωπο της Jane να περιφέρεται στη στοιχειωμένη έπαυλη όχι σαν αερικό αλλά σαν ένα μίζερο φάντασμα, μια υπενθύμιση του τραυματικού παρελθόντος, ένα θλιβερό πλάσμα που έχει εγκλωβίσει με φυσικό τρόπο την αδερφή της προβάλλοντας πάνω της τον δικό της ψυχολογικό εγκλεισμό σε αλγεινές σκέψεις και ζωηρές μνήμες και τραβώντας με κάθε τρόπο στα τρίσβαθα της κόλασής της και τη δύσμοιρη αδερφής της. Ο ρυθμός είναι για σεμινάριο, το μοντάζ δίνει χώρο να αναπνεύσει η αποπνικτική ταινία και κυλάει σαν γάργαρο νερό, κάθε σκηνή μια έκπληξη και κάθε ατάκα φιτιλιά έτοιμη να δυναμιτίσει το άραχλο σπίτι και… μια κρίσιμη ανατροπή στο τέλος της ταινίας που αναιρεί (;) τα διαμειφθέντα.
Δείτε το trailer της ταινίας «What Ever Happened to Baby Jane?» εδώ: