Όλοι έχουν αναμνήσεις σχολικού χώρου τους κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων. Πόσοι όμως γνωρίζουν το ρόλο που διαδραμάτισε ο χώρος αυτός για την εκπαίδευσή τους;
Ο χώρος της τάξης είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο πλάθονται προσωπικότητες, σχέσεις και συναισθήματα, τα όποια έχουν άμεση εξάρτηση από τη διάταξη του χώρου. Με άλλα λόγια, η διαρρύθμιση του σχολικού χώρου καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα αναπτύσσονται οι διάφορες δραστηριότητες και σχέσεις, ενώ συγχρόνως επισημαίνει και την ιεράρχηση των ρόλων μέσα σ’ αυτήν. Ωστόσο, είναι γενικά γνωστό, ότι παρόλο που αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι για την υγιή μόρφωση των νέων, δυστυχώς είναι ένα παραγκωνισμένο πεδίο έρευνας. Συνεπώς, παρατηρούμε ότι η σημασία του σωστού σχεδιασμού του σχολικού χώρου είναι σαφώς υποτιμημένη.
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται σε πολλές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, οπού παρατηρούνται δυσλειτουργίες στη μορφή του σχολικού περιβάλλοντος. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός της τεχνοκρατικής προσέγγισης του χώρου. Τι σημαίνει όμως τεχνοκρατική προσέγγιση; Εννοούμε την περίπτωση που αντιλαμβανόμαστε το χώρο, στην περίπτωσή μας τη σχολική αίθουσα, απλά ως μια γεωμετρική κατασκευή που χαρακτηρίζεται από σταθερά μεγέθη (μήκος, εμβαδό, όγκος, σχήμα κτλ). Τα μεγέθη αυτά δεν επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, αντίθετα παραμένουν αμετάβλητα. Αυτό όμως, έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφορία προς τον ανθρώπινο παράγοντα και κατά συνέπεια, τη δημιουργία μιας τάξης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως είναι, χωρίς αλλαγές για δημοτικό, γυμνάσιο ή λύκειο[1]. Οι συντελεστές δηλαδή, όπως η ηλικία των μαθητών ή οι διαφορές στις απαιτήσεις της διδασκαλίας ή οι κλιματικές συνθήκες ή ακόμη και ο τρόπος ζωής, δεν λαμβάνονται υπόψη.
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με βάση την τεχνοκρατική προσέγγιση στη διαρρύθμιση της τάξης, αλλά και γενικότερα του εκπαιδευτικού ιδρύματος, η κατασκευή και η διακόσμηση ενός σχολείου στηρίζεται σε τυποποιημένους κανόνες, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο στείρους και απρόσωπους χώρους που δεν έχουν τη δυνατότητα να συνδεθούν με την καθημερινότητα των μαθητών. Όλα, λοιπόν, τα παραπάνω καταλήγουν στο να σχεδιάζονται χώροι αφιλόξενοι, ρευστοί, ακατάλληλοι, που απωθούν το μαθητή, ο οποίος νιώθει φυλακισμένος και χωρίς καμία επιθυμία για μάθηση.
Η λύση του προβλήματος είναι απλή και βρίσκεται στην εφαρμογή της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης. Ο χώρος του σχολείου, όπως και κάθε άλλος χώρος, πρέπει να συνδέεται άμεσα με τις ανάγκες του χρήστη, με τα κοινωνικά – ψυχολογικά – πολιτισμικά χαρακτηριστικά του. Η οργάνωση και η αισθητική της σχολικής αίθουσας θα υποδείξει στο μαθητή την υιοθέτηση των κατάλληλων μορφών συμπεριφοράς. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μεθόδους ομαδοκεντρικής διδασκαλίας που οδηγούν στο σχηματισμό δημιουργικών συμπεριφορών στην κοινωνική δομή της τάξης.
Για παράδειγμα, εάν συγκρίνουμε δυο ίδιες ελληνικές τάξεις ως προς τη γεωμετρία τους, αλλά διαφορετικές ως προς τη διάταξή τους, θα ανακαλύψουμε κάτι εντυπωσιακό. Έστω, λοιπόν, ότι η πρώτη είναι μια κλασική, κακοσυντηρημένη τάξη με τα θρανία στοιχισμένα σε σειρές, την έδρα μπροστά, λίγο πιο εκεί τον πίνακα και με μια διακόσμηση τυποποιημένη και αδιάφορη. Αυτή η αίθουσα είναι απολύτως λογικό να μην μπορεί να προσεγγίσει τον μαθητή, ούτε να τον εμπνεύσει για οτιδήποτε. Ο εκπαιδευτικός λειτουργεί ως «διδάσκων» και όχι σαν διδάσκαλος. Η συμμετοχή των μαθητών είναι ελάχιστη ενώ ο ανταγωνισμός είναι έντονος. Υπάρχει χαμηλή εκπαιδευτική αλληλεπίδραση και ίσως ενδείξεις βανδαλισμού. Σε κάθε περίπτωση ο χαρακτηρισμός που αρμόζει στη συγκεκριμένη τάξη είναι προβληματική[2].
Από την άλλη μεριά, η δεύτερη έχει τα θρανία οργανωμένα σε ομάδες, ο πίνακας είναι κινητός ενώ η διακόσμηση είναι προσεγμένη και συμβαδίζει με την εκπαιδευτική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει ενδιαφέρον από τη μεριά του μαθητή με υψηλά ποσοστά συμμετοχής, με ανάπτυξη της συνεργασίας και της ομαδικότητας, όπως και τη εκδήλωση αγάπης και φροντίδας για το χώρο. Αυτή η σύγχρονη εκπαιδευτική αντίληψη φέρνει την τάξη και το μαθητή πιο κοντά. Ο χρήστης – μαθητής οικειοποιείται με το χώρο, τον αισθάνεται σαν το σπίτι του και έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα της αίσθησης του εγκλωβισμού[3].
Οι σχολικοί χώροι που φτιάχνουμε πρέπει να χαρακτηρίζονται από ευελιξία, να μπορούν να αναδιαμορφωθούν ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες των χρηστών, να υπάρχει η δυνατότητα ανανέωσης των εκπαιδευτικών πρακτικών, όπως επίσης η προσφορά ποικίλων ερεθισμάτων και δημιουργικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τους Weinstein και David, πρωτεύον στόχος στη διαρρύθμιση του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος πρέπει να είναι ο σεβασμός στη διαδικασία ανάπτυξης του παιδιού, που αναλύεται σε πέντε συνιστώσες:
α) Στην καλλιέργεια της προσωπικής ταυτότητας.
β) Στη συμβολή στην ανάπτυξη των ατομικών ικανοτήτων.
γ) Στη δημιουργία ευκαιριών για την υποστήριξη της διαδικασίας ανάπτυξης.
δ) Στην προαγωγή αισθημάτων ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
ε) Στην ταυτόχρονη ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αλλά και της ιδιωτικότητας[4].Συνοψίζοντας, πρέπει να επισημάνουμε το εξής: το σχολείο ήταν, είναι και θα είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την καλλιέργεια και τη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για τη σωστή ανάπτυξη ενός παιδιού. Σαν κοινωνικός θεσμός διαδραματίζει τον ίδιο εξίσου ρόλο με αυτόν της οικογένειας. Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, όλοι οι επαγγελματίες που ασχολούνται με το σχεδιασμό και την κατασκευή σχολείων (αρχιτέκτονες, διακοσμητές κ.α.) πρέπει να επανεξετάσουν ορισμένα πράγματα και να δώσουν περισσότερη βαρύτητα στην προώθηση εξωστρεφή και «ανοιχτών» σχολικών χώρων. Γιατί, ποιος είναι, άλλωστε, υπεύθυνος κατά ένα σημαντικό μέρος για την οργάνωση της εκπαίδευσης;
Η απάντηση δική σας!…
[1] Οι τοίχοι της γνώσης. Σχολικός χώρος και Εκπαίδευση, Δημήτρης Γερμανός.
[2],[3] Το παράδειγμα προέρχεται από παλαιότερη έρευνα του Δημήτρη Γερμανού σε 15 σχολεία της Θεσσαλονίκης.
[4] The build environment and the children’s development, Weinstein C. S., David T. C.
[5] Πηγή εικόνωhttp://slideplayer.gr/