Το κράνος του έσφιγγε το κρανίο και του προκαλούσε έναν τόσο έντονο πονοκέφαλο, που νόμιζε πως το κεφάλι του θα έσπαγε από στιγμή σε στιγμή. Και η αλήθεια ήταν πως μερικές φορές ίσως να είχε σκεφτεί ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο για αυτόν, παρόλο που δεν είχε τολμήσει να το πει σε κανέναν.
Όμως, το σφίξιμο δεν ήταν ούτε κατά διάνοια το χειρότερο πράγμα με το στρατιωτικό κράνος του Κώστα: ο καθένας θα μπορούσε, άλλωστε, να αντέξει έναν πονοκέφαλο, όσο έντονος και αν ήταν αυτός. Το χειρότερο -από τα χίλια δύο κακά του-, ήταν πως τον έκανε να ακούει ήχους μέσα στο μυαλό του, οι οποίοι δεν υπήρχαν και πολλές φορές να μην ακούει ήχους που υπήρχαν και θα έπρεπε να τους ακούσει, με αποτέλεσμα έτσι να κινδυνεύει ολόκληρη η ζωή του.
Πολλές φορές, για παράδειγμα, είχε βρεθεί σε κίνδυνο να φάει μια σφαίρα στο κεφάλι μόνο και μόνο επειδή δεν είχε ακούσει τον εχθρό να πλησιάζει, αλλά και πολλές φορές είχε βρεθεί να πυροβολεί στο κενό, επειδή κάτι είχε ακούσει. Κάτι που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, αλλά ήταν δημιούργημα της πίεσης του κράνους και της αιματοβαμμένης φαντασίας του, που είχε μάθει να τα αναλύει όλα με βάση τον θάνατο από την πρώτη ημέρα που είχε πιάσει όπλο στα χέρια του.
Έτσι και εκείνη την ημέρα, στον δεύτερο μήνα περίπου μετά την έναρξη του πολέμου, όταν άκουσε ένα δυνατό βουητό να πλησιάζει, ο Κώστας πίστεψε πως ήταν απλώς δημιούργημα του μυαλού του και αποφάσισε να μην κάνει τίποτα. Αντιθέτως, σαν σε πείσμα της φαντασίας του, έμεινε ακίνητος και εντελώς ακάλυπτος στο κέντρο του σκαμμένου λαγουμιού, που κάποιος κάπου κάποτε είχε ονομάσει χαράκωμα. Έτσι, λες και ήθελε να αποδείξει πως το μυαλό του έκανε για άλλη μια φορά λάθος. Αλλά το λάθος αποδείχτηκε πως ήταν δικό του.
Ο μόνος λόγος που σώθηκε από την οβίδα που έριξε το εχθρικό αεροσκάφος, ήταν επειδή ο Διονύσης –ο οποίος εκείνη την στιγμή καθόταν απέναντι του και προσπαθούσε να καθαρίσει την κάννη του τουφεκιού του, διπλωμένος σαν τελικό σίγμα- πρόλαβε να πέσει πάνω του και να τον σπρώξει προς τον χωμάτινο τοίχο των χαρακωμάτων, καλύπτοντας τα νότα του Κώστα αλλά αφήνοντας τα δικά του ευάλωτα.
Η έκρηξη ήταν δυνατή και είχε κάνει την γη από κάτω τους να τρανταχτεί, σαν να γινόταν σεισμός ή σαν να είχε πέσει μετεωρίτης, όπως είχε αναφέρει μετά ένας από τους αξιωματικούς σε έναν γραφιά, που συνόδευε τα στρατεύματα για να μεταφέρει τα γεγονότα στο χαρτί και να τα διαδώσει στον ελεύθερο κόσμο. Αν υπήρχε ελεύθερος κόσμος μετά το τέλος του πολέμου δηλαδή.
Όταν η σκόνη και ο καπνός κατακάθισαν στο έδαφος και το γκρίζο πεδίο μάχης έγινε πάλι φανερό, ο Κώστας κατάλαβε πως μπορεί εκείνος να ήταν καλά από την δυνατή έκρηξη, αλλά ο Διονύσης όχι. Προσπάθησε να τον συνεφέρει, κουνώντας το σώμα του (που βρισκόταν ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στον Κώστα) πάνω κάτω, όταν είδε πως ένα θραύσμα είχε εκτοξευθεί από την οβίδα και είχε καρφωθεί βαθιά μέσα στην πλάτη του Διονύση. Λίγα εκατοστά πάνω από το σημείο που είχε ένα εκ γενετής σημάδι, το οποίο έμοιαζε με λύκο. Ή με αλεπού. Δεν θυμόταν.
Στην αρχή ο Κώστας πίστεψε πως έφταιγε απλά ο πεσιμισμός του και ο Διονύσης ήταν τελικά ζωντανός. Τραυματισμένος και αναίσθητος μεν, αλλά ζωντανός. Είχε δει ανθρώπους να επιβιώνουν από πολύ χειρότερα τραύματα. Τον σήκωσε λοιπόν από το έδαφος, πέρασε το χέρι του γύρω από τον σβέρκο του και προσπάθησε να τον πάει σε μια σκηνή, η οποία υπήρχε μέσα στα χαρακώματα και χρησίμευε για πρόχειρο ιατρείο.
Όμως ο Διονύσης δεν σάλεψε. Δεν προσπάθησε καν να περπατήσει, δεν έβγαλε ούτε ένα βογκητό και το μόνο που έκανε ήταν να γέρνει προς το έδαφος ακίνητος, σαν ένα μικρό παιδί που προσπαθεί να κάνει οτιδήποτε για να μην το πάρεις από το σημείο που κάθεται.
Αλλά η ελπίδα στο στήθος του Κώστα δεν είχε σβήσει ακόμη. Δεν μπορούσε να δεχτεί πως ο παιδικός του φίλος είχε πεθάνει και ειδικά, πως είχε πεθάνει για να σώσει εκείνον. Έβαλε όλη του την δύναμη και προσπάθησε να σύρει το άκαμπτο σώμα του Διονύση μέχρι την μικρή σκηνή, αγνοώντας ότι εκείνη την στιγμή ήταν εντελώς ακάλυπτος από τον εχθρό και μια σφαίρα θα μπορούσε να τον στείλει για τα καλά στον άλλο κόσμο. Και όμως, τα κατάφερε.
Πήγε τον Διονύση στο ιατρείο, τον ξάπλωσε μπρούμυτα στο ψηλό κρεβάτι και έσκισε τη στολή του από πίσω, για να αποκαλυφθεί το τραύμα και το εκ γενετής σημάδι που έμοιαζε με λύκο ή αλεπού.
Ο γιατρός που βρισκόταν εκεί κάρφωσε πρώτα μια ένεση μορφίνης σε έναν άλλο στρατιώτη που σφάδαζε από τους πόνους στο δίπλα κρεβάτι και ύστερα πλησίασε τον Διονύση. Του έριξε μια ματιά μέσα από τα βρώμικα στρογγυλά γυαλιά του και φυσικά γύρισε προς τον Κώστα και του είπε αγανακτισμένος, που είχε χρησιμοποιήσει το κρεβάτι του χωρίς λόγο: «Δεν το βλέπεις ρε ηλίθιε; Ο τύπος είναι νεκρός και αν δεν είναι ακόμη, τότε σε πέντε λεπτά θα είναι στα σίγουρα. Τι μου τον φέρνεις εδώ μέσα;».
Ο Κώστας αγνόησε τον γιατρό. Δεν έλεγε αλήθεια, δεν μπορούσε να λέει αλήθεια. Έπιασε με τα χέρια του το θραύσμα της οβίδας και το έβγαλε από την πλάτη του φίλου του, γδέρνοντας όμως και τα δικά του χέρια από το κοφτερό μέταλλο. Το πέταξε χάμω και αγνοώντας πως τα χέρια του ήταν γεμάτα από αίμα –δεν ήταν σίγουρος αν ήταν του Διονύση, το δικό του ή και των δύο τους- τον γύρισε ανάσκελα και βάλθηκε να σπρώχνει με τις γροθιές του το στέρνο του συμπολεμιστή του. Δεν ήξερε καν αν ήταν λογικό ότι πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα τον έσωζε, αλλά αυτό έκανε. Μπορούσε να κάνει και αλλιώς;
Έσπρωξε και έσπρωξε ξανά και ξανά μέχρι που οι αρθρώσεις του πόνεσαν, αλλά κανένα αποτέλεσμα δεν ήρθε. Ο Διονύσης παρέμενε ασάλευτος, με ένα περίεργο χαμόγελο πάνω στο κατάχλωμο πρόσωπο του, σαν εκείνη την ημέρα, στα εικοστά πρώτα γενέθλια του, που είχαν πάει να γιορτάσουν σε ένα καπηλειό και εκείνος είχε μεθύσει τόσο πολύ, πού όλα είχαν αρχίσει να του φαίνονται αστεία. Ακόμη και όταν ο ιδιοκτήτης τους είχε πετάξει έξω στην βροχή επειδή έκαναν φασαρία, εκείνος συνέχιζε να χαμογελάει λες και όλα τα προβλήματα του κόσμου είχαν σβήσει μονομιάς και η ευτυχία είχε απλωθεί παντού.
Τότε ο Κώστας σκέφτηκε πως ο Διονύσης δεν πέθαινε, αλλά μάλλον του άρεσε η όλη κατάσταση και απλώς χαιρόταν που είχε ξαπλώσει σε ένα σχεδόν κανονικό κρεβάτι, μετά από δύο ολόκληρους μήνες ορθοστασίας και αυτό έκανε τον Κώστα να χαρεί. Γιατί ο Διονύσης ήταν φίλος του και πάντα πρέπει να χαίρεσαι με την χαρά των φίλων σου –έτσι του έλεγε η μητέρα του-, αλλά και επειδή δεν μπορούσε να δεχτεί πως ο Διονύσης είχε θυσιαστεί για εκείνον.
Και εκείνη την στιγμή άλλο ένα βουητό ακούστηκε και πριν προλάβει το ζαλισμένο μυαλό του Κώστα να αναλύσει την πληροφορία, έγινε μια ακόμη έκρηξη και όλα έσβησαν γύρω του.
Όταν ξύπνησε ξανά, βρισκόταν σε ένα λευκό δωμάτιο και μια ξανθιά νοσοκόμα του έπλενε τις πληγές με ένα νωπό πανί. Εκείνη την στιγμή πονούσε τρομερά σε όλο του το σώμα –περισσότερο στην πλάτη του-, αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τους υπόλοιπους στρατιώτες που ήταν ξαπλωμένοι στα ντιβάνια γύρω του. Ο ένας είχε χάσει και τα δύο του πόδια μέχρι το σημείο στην μέση των μπουτιών του και ένας άλλος έμοιαζε με ένα ζωντανό άνθρωπο μπέικον από τα εγκαύματα σε όλο του το σώμα. Και το χειρότερο; Αυτά τα παιδιά τα ήξερε, ήταν όλοι φίλοι του.
Η νοσοκόμα ήταν συγκεντρωμένη στο να φροντίζει μια πληγή που είχε στο καλάμι του –δεν θυμόταν το πότε είχε χτυπήσει εκεί- και εκείνος αναγκάστηκε να της ακουμπήσει τον ώμο για να τον προσέξει. Εκείνη τραντάχτηκε πίσω και τα δύο γαλανά μάτια της τρεμόπαιξαν μέσα στο μισοσκόταδο, λες και μόλις είχε αντικρίσει φάντασμα. Ή ίσως κάτι ακόμη πιο τρομακτικό.
Εκείνος της ζήτησε συγγνώμη και ζήτησε να μάθει άμα ο φίλος του ήταν ακόμη στο μέτωπο, γιατί δεν τον έβλεπε εκεί μέσα. Εκείνη άκουσε το όνομα του φίλου του, το σκέφτηκε λίγο, μα τελικά κούνησε το κεφάλι ανήξερη, πριν επιστρέψει ξανά στην φροντίδα των πληγών του.
«Όχι…» ψέλλισε εκείνη την στιγμή ο άντρας-μπέικον και εκείνος μόλις θυμήθηκε πως τον έλεγαν Δαμιανό. Ήταν ένα παλικάρι δεκαεφτά χρονών από την Παραβόλα Αγρινίου, που είχε πει ψέματα για την ηλικία του, μόνο και μόνο για να καταταχτεί στο στρατό και να πολεμήσει για την πατρίδα. Την πατρίδα και τους φίλους του. «Ο Κώστας δεν είναι ζωντανός. Πέθανε μέσα σε ένα πρόχειρο ιατρείο, προσπαθώντας να σε σώσει».
Πηγή φωτογραφίας:
https://gr.pinterest.com/pin/466544842623107794/