-Πώς σέρνεσαι έτσι κοπέλα μου; Δεν σκέφτεσαι ότι υπάρχουν παιδιά εδώ τριγύρω που μπορεί να σε δουν;
-Κοίτα τη Νίκο. Κοίτα τα χάλια της. Φαντάσου σε τι οικογένεια μεγάλωσε. Μην βλέπεις εσύ που ‘ χεις εμένα και τον πατέρα σου να τρέχουμε από πίσω μη σου λείψει τίποτα.
-Μανώλη γρήγορα τρέξε στη μάνα σου. Ρούλα κλείσε τα μάτια του παιδιού μη βλέπει τέτοια σιχάματα.
-Αυτούς τους ανθρώπους μαζί με τα βαποράκια τους επιβάλλεται αγαπητοί γείτονες να τους κλείσουν στην φυλακή. Δεν αποτελούν υγιή πρότυπα για τα παιδιά μας, μολύνουν την κοινωνία μας, συνιστούν φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας. Δεν γίνεται εγώ να γυρνώ στο σπίτι εξουθενωμένος, να θέλω να ξεκουραστώ και να περάσω ποιοτικό χρόνο με την οικογένεια μου και ξαφνικά να βλέπω απ’ τη βεράντα μου τέτοιους ανθρώπους . Πώς γίνεται να συγκεντρωθεί και να δουλέψει κανείς έτσι;
Και κάπως έτσι με τα πικρόχολα σχόλιά τους σε έδιωξαν από τη γειτονιά και από τότε δεν εμφανίστηκες ξανά. Τη θυμάσαι εκείνη την ημέρα Αγγελική; Εσύ περνούσες τον Γολγοθά σου και αυτοί βιάζονταν να σε σταυρώσουν. Δεν έπρεπε να τους ακούς Αγγελική, δεν έπρεπε να φύγεις. Ο κύριος Περικλής έλεγε ψέματα. Δεν δουλεύει, άνεργος είναι και τα πρωινά, ενώ ισχυρίζεται στην γυναίκα του και τα παιδιά του ότι περιφέρεται από γραφείο σε γραφείο ψάχνοντας για δουλειά, αυτός τεμπελιάζει στις καφετέριες με τις φιλενάδες του. Μορφωμένος άνθρωπος και λέει ψέματα.
Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκες στην γειτονιά όλοι κατάλαβαν ότι είσαι διαφορετική. Τα μαύρα σου ρούχα, απλωμένα στα σκοινιά του μπαλκονιού σου, ξεχώριζαν από τα πολύχρωμα τα δικά μας. Ο κήπος σου ήταν άδειος και τα παραθυρόφυλλα μονίμως κατεβασμένα. Δεν κατέβηκες ούτε μια φορά τα καλοκαιριάτικα απογεύματα να κουτσομπολέψεις με τις γειτόνισσες την Μαρία απ’ το διπλανό στενό που «τις προάλλες που έλειπε ο άντρας της έφερε στο σπίτι τον κουμπάρο» και τη γυναίκα του δημάρχου που «είπε η Ρούλα που της το είπε η νύφη της που δουλεύει καθαρίστρια στο σπίτι τους ότι θα τον χωρίσει μόλις τελειώσει η δημαρχία του» και φυσικά τον δήμαρχο που «τι τον πληρώνουμε αν ούτε μια παρέλαση δεν μπορεί να κάνει της προκοπής;».
Ώρες ώρες σκέφτομαι Αγγελική ποιοι είναι αυτοί για να σε κρίνουν;
Εσύ παππού που κάθεσαι στο απέναντι στενό, εσύ, που το μόνο που ξέρεις να λες είναι «πηγαίνετε στην εκκλησία» αλλά ούτε μια φορά δεν έχεις προσφέρει την παραμικρή βοήθεια σου σε κάποιον που σε χρειάζεται. Εσύ, που μεγάλωσες τα παιδιά σου μέσα στην γκρίνια και την φτώχεια ξέροντας μόνο να κρατάς τα λεφτά σου στην άκρη για τις ώρες ανάγκης, που στην τελική, όταν ήρθαν, φρόντισες να βγάλεις την ουρά σου απ’ τα σκέλια και να απομακρυνθείς όσο πιο γρήγορα μπορείς. Εσύ, που εξαιτίας της τσιγκουνιάς σου καμωνόσουνα τον χορτασμένο μπροστά στα παιδιά σου για να μην δώσεις δυο ευρώ παραπάνω να τα ταΐσεις. Ήξερες όμως να φεύγεις κρυφά απ’ το σπίτι τάχα για μια βόλτα, ενώ στη πραγματικότητα για να πάρεις μια τυρόπιτα να χορτάσεις την πείνα σου. Πώς εσύ και η εξάρτησή σου στα χρήματα θα κρίνετε την εξάρτηση της Αγγελικής στα μπλε χαπάκια και τις βελόνες και τις ενέσεις και τα στριφτά τσιγαράκια;
Εσύ κύριε Βαγγέλη ποιος είσαι για να την κρίνεις; Εσύ που από δώδεκα χρονών παιδί ήπιες την πρώτη σου μπίρα και στα δεκατρία κρασάκι και στα δεκατέσσερα –ώριμος πια- την πρώτη βότκα πορτοκάλι, μέχρι που στα δεκάξι γυρνούσες σπίτι μεθυσμένος και αναστάτωνες όλη την γειτονιά με τι φωνές σου. Που πέρασες ολόκληρες χρονιές στα κέντρα αποτοξίνωσης , τις δημιουργικότερες της ζωής σου. Μη κοιτάς που οι γονείς σου σε παρουσίαζαν για φοιτητή της Οξφόρδης- όλοι στη γειτονιά ξέραμε σε ποιο «πανεπιστήμιο» σπούδαζες. Τώρα, όμως, που «καθάρισες» ξέχασες τι πέρασες και έγινες κομμάτι του συνόλου, έμαθες να κατακρίνεις τους ναρκομανείς και τις οικογένειες τους. Πολλά μπράβο.
Εσείς κύριε Σπύρο πόσα τσιγάρα καπνίζετε καθημερινά; Θυμάστε τότε στο σούπερ μάρκετ που το παιδί σας ζητούσε πατατάκια και εσείς του είπατε όχι γιατί δεν έφταναν τα λεφτά για τσιγάρα; Θυμάστε τότε στο περίπτερο που το παιδί σας ζητούσε αυτοκόλλητα και εσείς του είπατε όχι γιατί δεν σας έφταναν τα λεφτά για τσιγάρα; Θυμάστε τότε που το παιδί σας γύρισε σπίτι με λαχτάρα να σας πείσει να κόψετε το τσιγάρο για χάρη του, έπειτα από μια ημερίδα κατά του καπνίσματος που είχε στο σχολείο του και του είπατε όχι γιατί «σιγά μωρέ, εγώ όποτε θέλω το κόβω» ή γιατί «νέος είμαι ακόμα, όταν πατήσω τα σαράντα θα το κόψω» ή γιατί «μην κοιτάς αυτά που λένε για το παθητικό κάπνισμα, να τρομοκρατούν τον κόσμο θέλουν». Αν είναι τόσο εύκολο, λοιπόν, γιατί δεν το κόψατε και σεις κύριε Σπύρο; Μα βέβαια, τα ναρκωτικά σκοτώνουν, το τσιγάρο δίνει ζωή. Σαπίζει βέβαια τα όργανα, αλλά ποιος νοιάζεται αφού οι γιατροί που τα λένε αυτά «νύχτα το πήραν το πτυχίο τους».
Αυτά σκέφτομαι Αγγελική και με πνίγει το άδικο.
Ο κόσμος εύκολα στηλιτεύει το κακό στους γύρω του, ποτέ στον εαυτό του. Ο κόσμος είναι δειλός , νοιάζεται μόνο να σε κρίνει, σπάνια ενδιαφέρεται για να σε βοηθήσει και ακόμα πιο σπάνια ανιδιοτελώς. Ο κόσμος νιώθει καλύτερα εντοπίζοντας τις αδυναμίες σου, βάζοντας σε στο περιθώριο για τις λάθος επιλογές σου. Ο κόσμος έτσι λειτουργεί, γιατί μόνο έτσι νιώθει καλύτερα για τον εαυτό του. Έχω χάσει πια την πίστη μου στον κόσμο Αγγελική.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είδα. Ήταν μεσημέρι και γύριζα απ’ το σχολείο. Στρίβοντας στο στενό για να πάω σπίτι μου, σε είδα σε μια γωνία να κάνεις την ένεση σου. Δεν με κοίταξες καν, ήσουν συγκεντρωμένη σ’ αυτό που έκανες. Έκατσα και σε παρακολούθησα Αγγελική να αφαιρείς την ζωή σου και δεν έκανα τίποτα για να σε σταματήσω. Όταν γύρισα σπίτι, έκλαψα. Έκλαψα γιατί ένιωσα αδύναμη. Όλοι νιώθουμε αδύναμοι μπροστά στον θάνατο σωστά; Δεν μπορούσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου αυτήν την εικόνα: εσένα να είσαι καμπουριασμένη στην άκρη του δρόμου προσπαθώντας να δέσεις το σκοινάκι στην κοιλιά σου. Αρχικά δεν καταλάβαινα τι κάνεις, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Είχα μόνο διαβάσει γι’ αυτό στα βιβλία και είχα μάθει σαν ποιηματάκι ότι «τα ναρκωτικά σκοτώνουν».
Αυτή η εικόνα, εσύ, το σκονάκι, η ένεση, τα περιτυλίγματα που ήταν πεταμένα κάτω στο πεζούλι που συνήθιζα να παίζω όταν ήμουν μικρή, με ακολουθούσε μέρες. Όταν έκλεινα τα μάτια μου την έβλεπα. Μέρα με τη μέρα θόλωνε και το μόνο που έμεινε ήταν μια απορία: Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω θα σε σταματούσα;
Η απάντηση είναι ότι δεν ξέρω. Αλήθεια δεν ξέρω. Σίγουρα θα ήσουν επικίνδυνη, θα ‘πρεπε να ήσουν επικίνδυνη. Αλλά εγώ; Θα άξιζε να ριψοκινδυνεύσω για να σε βοηθήσω;
Από τότε κάθε φορά που περνάω από εκείνο το μέρος σε βλέπω μπροστά μου, έτσι ακριβώς όπως τότε, με τα άπλυτα μαλλιά, τα βρώμικα ρούχα, τα τρύπια παπούτσια.
Με συγχωρείς που δεν έδρασα όταν έπρεπε Αγγελική. Δεν ήξερες καν ότι υπάρχω τότε, αλλά εγώ σε σκεφτόμουν. Αλήθεια. Δεν έχει σημασία όμως αυτό τώρα πια για σένα. Το έχω μετανιώσει πολύ από τότε, που ούτε μια φορά δεν σου έδειξα ότι ήμουν δίπλα σου. Μάλλον ήμουν και εγώ δειλή που περίμενα να φυτρώσουν κρίνοι στον τάφο σου για να σου πω ότι δεν είσαι μόνη σου. Πάντως να ξέρεις ότι θα σε θυμάμαι και θα έρχομαι να ανάβω το καντήλι και να σου ρίχνω νερό τακτικά. Μπορεί εσύ να μην άνθισες, τα λουλούδια σου, όμως, δεν θα τα αφήσω να μαραθούν ποτέ.