Η πόρτα της παραδοσιακής καφετέριας που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της Βιέννης άνοιξε αφήνοντας ένα υπόκωφο τρίξιμο. Ένας άνδρας γύρω στα εξήντα πέντε με ένα μακρύ μαύρο παλτό, ανοιχτόχρωμο πουκάμισο, γραβάτα, γιλέκο και ένα τεράστιο κασκόλ περασμένο γύρω από το λαιμό του έκανε την εμφάνισή του. Ο Χόρχε και ο Μάουκ που κάθονταν στο τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι σήκωσαν μηχανικά τα χέρια τους, ώστε ο άνδρας με το χαρακτηριστικά πυκνό μουστάκι να τους εντοπίσει.
«Κύριε καθηγητά, να σας συστήσω στον φίλο μου, τον Μάουκ» είπε ο Χόρχε βοηθώντας τον να βγάλει το παλτό του.
«Θα σε παρακαλέσω να με αποκαλείς Φρήντριχ» απάντησε ο καθηγητής, ενώ παράλληλα έτεινε το χέρι του προς τον Μάουκ. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω νεαρέ».
Ο σερβιτόρος, που διακριτικά περίμενε μέχρι ο γερό Φρήντριχ να βγάλει το πανωφόρι και το κασκόλ του, εμφανίστηκε δίπλα στο τραπέζι και αφού πρώτα καλωσόρισε τον καθηγητή τον ρώτησε αν επιθυμούσε να πιει κάτι.
«Έναν καφέ χωρίς ζάχαρη, μήπως και καταφέρω να σταματήσω μία ημικρανία που δειλά-δειλά κάνει την εμφάνισή της.»
Ο ιδιαίτερα υγρός χειμώνας του 1928 έκανε τον καθηγητή Φρήντριχ να υποφέρει ακόμη περισσότερο από τις έντονες ημικρανίες που τον ταλαιπωρούσαν για χρόνια. Ο Χόρχε γνώριζε καλά πως οποιαδήποτε συζήτηση γι’ αυτές μπορούσε να οδηγήσει τον καθηγητή σε παραλήρημα για την τύχη του, γι’ αυτό φρόντισε αμέσως να αλλάξει συζήτηση.
«Πώς ήταν το ταξίδι σας;» ρώτησε.
«Αρκετά κουραστικό για έναν άνθρωπο που μόλις δύο μήνες πριν έκλεισε τα εξήντα τέσσερα» απάντησε ο Φρήντριχ. «Ο μόνος λόγος που θα επιχειρούσα ένα τέτοιο ταξίδι μέσα στο καταχείμωνο θα ήταν για να συναντήσω τον γιατρό μου. Δε συγκρίνεται με τίποτα ο καιρός στο Τορίνο με την υγρασία της Βιέννης».
«Έχετε δίκιο, κύριε καθηγητά, το μεσογειακό κλίμα της Ιταλίας δεν έχει καμία σχέση με την παγωμένη και υγρή Βιέννη» συμφώνησε ο Μάουκ που εδώ και τέσσερα χρόνια ζούσε μόνιμα μαζί με τη γυναίκα του στη Ρώμη.
«Αγαπητέ νεαρέ, ζήτησες από τον Χόρχε να με συναντήσεις, αλλά δεν έχω καταλάβει τον λόγο», είπε ο Φρήντριχ αλλάζοντας απότομα την κουβέντα δείχνοντας πως δεν έχει και πολύ χρόνο για χάσιμο.
«Κύριε καθηγητά, έχω μελετήσει τα έργα σας και θα επιθυμούσα, αν θα το θέλατε κι εσείς, να συζητήσουμε γύρω από τις ιδέες σας. Πιστεύω πως αυτές θα μπορούσαν να γίνουν τα εφόδιά μου στην καλλιτεχνική μου δημιουργία».
«Γνωρίζω για τις καλλιτεχνικές σου ικανότητες, νεαρέ. Έτυχε μάλιστα να θαυμάσω μερικά χαρακτικά σου πέρσι στη Ρώμη. Αν και δεν μπορώ να κατανοήσω τον τρόπο που θα σε βοηθήσουν οι ιδέες μου, δεν έχω αντίρρηση να συζητήσουμε για αυτές», είπε ο Φρήντριχ ρουφώντας μια γουλιά καφέ που μόλις του είχε αφήσει ο σερβιτόρος στο τραπέζι. «Πιστεύω, όμως, πως είναι δυσνόητες για τον σύγχρονο άνθρωπο και πως η ανθρωπότητα θα τις κατανοήσει σε βάθος πολλά χρόνια αργότερα», συμπλήρωσε με μία δόση υπεροψίας, ενώ ταυτόχρονα φούσκωσε από υπερηφάνεια.
«Η κεντρική ιδέα που τώρα επεξεργάζομαι και θα την αναπτύξω πλήρως στο επόμενο έργο μου, τον Ζαρατούστρα, είναι η αέναη επανάληψη της ζωής μας».
«Τι ακριβώς εννοείτε;» ρώτησε ο Χόρχε.
«Πώς θα σας φαινόταν, αν σας έλεγα ότι αυτή η ζωή, όπως τη ζήσατε και συνεχίζετε να τη ζείτε, έχει συμβεί στο παρελθόν και θα συμβεί και στο μέλλον αμέτρητες φορές; Τι θα σκεφτόσασταν αν σας έλεγα ότι οι τρεις μας έχουμε συναντηθεί άπειρες φορές στο παρελθόν και θα συναντηθούμε ξανά και ξανά και στο μέλλον; Φανταστείτε το χρόνο να επεκτείνεται προς τα πίσω για όλη την αιωνιότητα. Τότε οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει συμβεί, δεν έχει ήδη συμβεί; Και αφού συνέβη στο παρελθόν, δε θα ξανασυμβεί και στο μέλλον;»
«Ένας ταξιδιώτης που θα ταξίδευε στο παρελθόν και στο μέλλον θα μπορούσε να παρακολουθεί τη ζωή μας να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά» συμπλήρωσε ο Χόρχε.
«Και όχι μόνο αυτή, αλλά και τους ανασυνδυασμούς όλων των γεγονότων, οι οποίοι και αυτοί θα επαναλαμβάνονται με τη σειρά τους άπειρες φορές και ίσως με διαφορετική χρονική σειρά».
«Ναι, αλλά ο ταξιδιώτης καθώς θα ταξίδευε μέσα στο χρόνο, οι αιώνες θα του δίδασκαν πως τα ίδια γεγονότα επαναλαμβάνονται με την ίδια ακριβώς αταξία, η οποία λόγω της επανάληψής της θα γίνει μια τάξη, η Τάξη. Μέσα από την αταξία γεννιέται η απόλυτη τάξη».
Ο Φρήντριχ έδειχνε σκεπτικός. Δεν είχε ποτέ αναλογιστεί αυτή την εκδοχή. Ήπιε μια γερή δόση καφέ, χάιδεψε τα τεράστια μουστάκια του και συγκατένευσε.
«Νομίζω ότι η ιδέα σας, κύριε καθηγητά, βασίζεται σε δύο βασικές παραδοχές: ότι ο χρόνος είναι άπειρος, αλλά η ισχύς είναι πεπερασμένη! Θα πρέπει να θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι η πεπερασμένη ισχύς «αναπτύσσεται» μέσα στον άπειρο χρόνο. Σχηματικά, ίσως, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ένας κύκλος που περιλαμβάνει άπειρα αντικείμενα».
«Ίσως έχετε δίκιο, αγαπητέ Μάουκ, αλλά την απεικόνιση θα την αφήσω σε κάποιον καλλιτέχνη», είπε ο Φρήντριχ ρίχνοντας ένα πονηρό βλέμμα στον Μάουκ.
Η συζήτηση συνεχίστηκε για τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά. Ο Μάουκ και ο Χόρχε ήταν τόσο απορροφημένοι στις σκέψεις τους εξαιτίας των αποκαλύψεων του καθηγητή, που άργησαν να αντιληφθούν ότι σηκώθηκε από την καρέκλα του και φώναξε τον σερβιτόρο.
«Κύριοι, θα μου επιτρέψετε να αποχωρήσω. Η κατάσταση της υγείας μου δε μου επιτρέπει να παραμείνω άλλο στην παρέα σας». Σήκωσε βιαστικά το φλιτζάνι, ρούφηξε τον υπόλοιπο καφέ, άφησε χρήματα για τον καφέ και το φιλοδώρημα και αφού έβαλε το πανωφόρι και τύλιξε το κασκόλ του κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Ποιητική Αδεία: Η συνάντηση αυτή δε θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί ποτέ. Ο Φρήντριχ Νίτσε πέθανε όταν, τόσο ο επιπεδογλύπτης Μάουριτς Κορνέλιους Έσερ, όσο και ο συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν νήπια!!! Παρόλο που ο Έσερ και ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά συνομήλικοι πιθανότατα δεν συναντήθηκαν ποτέ, όπως επίσης δεν προκύπτει από καμία πηγή πως ο ένας γνώριζε το έργο του άλλου. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι και οι δύο, ως άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, γνώριζαν το φιλοσοφικό έργο του Νίτσε
Ο Νίτσε ανέπτυξε πλήρως τις ιδέες του για τον Υπεράνθρωπο και την αέναη επανάληψη όλων των πιθανών καταστάσεων στο έργο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» (1883-85).
Ο Μπόρχες, το 1941, δεκατρία χρόνια μετά την υποτιθέμενη συνάντηση, εξέδωσε μία σειρά διηγημάτων με τίτλο «Ο κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια». Σε ένα από τα διηγήματα («Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ») παρομοιάζει το Σύμπαν με μία βιβλιοθήκη που περιέχει όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί ή θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί! Ο συγγραφέας υπαινίσσεται πως αν κάποιος ταξιδιώτης διέσχιζε τη βιβλιοθήκη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση θα μπορούσε να διαπιστώσει τα ίδια βιβλία να επαναλαμβάνονται συνεχώς.
Ο Έσερ, το 1958, δημιούργησε την ξυλογραφία με τίτλο «Όριο Κύκλου ΙΙΙ». Στο συγκεκριμένο έργο γίνεται μία προσπάθεια μείωσης μεγέθους ενός αντικειμένου όσο αυτό κατευθύνεται προς την περιφέρεια του κύκλου. Έτσι επιτυγχάνεται ο στόχος του δημιουργού, που είναι η αποτύπωση άπειρων αντικειμένων στο πεπερασμένο εμβαδό ενός κύκλου! Αρχικά, οι γνώσεις του Έσερ δεν επαρκούσαν για να το πετύχει αυτό. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του: «…όχι απλό ερώτημα, αλλά ένα περίπλοκο, μη Ευκλείδειο πρόβλημα, πολύ δύσκολο για ένα καλλιτέχνη σαν εμένα. Μετά από μακρόχρονη και μάταιη προσπάθεια πειραματισμών, βρέθηκα στο σωστό μονοπάτι μετά από μία δημοσίευση του Άγγλου μαθηματικού Καθηγητή H.S.M. Coxeter».
Το «Όριο Κύκλου ΙΙΙ» θεωρείται ως μία από τις καλύτερες εικαστικές αναπαραστάσεις μιας μη Ευκλείδειας γεωμετρίας, της Υπερβολικής. Αν κάποιος ανέβαινε στη ράχη ενός από τα ψάρια που βρίσκονται στο κέντρο του έργου του Έσερ και προσπαθούσε να ταξιδέψει προς την άκρη του κόσμου του (περιφέρεια του κύκλου), θα διαπίστωνε ότι αυτό είναι ανέφικτο. Ο κόσμος αυτός δεν έχει άκρη (σε αντίθεση με όσα αντιλαμβάνεται ένας εξωτερικός παρατηρητής), ή μάλλον καλύτερα, για να φτάσεις στην άκρη του πρέπει να διανύσεις άπειρη απόσταση! Κάποιος που ζει μέσα στον κόσμο αυτό, καθώς θα κατευθύνεται προς την περιφέρεια του κύκλου θα συρρικνώνεται (χωρίς να το αντιλαμβάνεται) και κατά συνέπεια η άκρη θα παραμένει το ίδιο μακριά.