Δύσκολο να είσαι λύκος. Πολύ δύσκολο. Κατ’ αρχήν, όλοι σε παίρνουν με κακό μάτι. Γιατί; Γιατί, βασικά, σε όλα τα παραμύθια κάποιον τρως. Βέβαια, θεωρείσαι σαρκοφάγο ζώο, άρα όντως πράγματι κάποιον πρέπει να φας. Τι να κάνω ο έρμος, προσπάθησα μια φορά να φάω ραδίκια. Με συγχωρείτε αλλά αυτά δεν τρώγονται. Είπα την κυρά να μου βράσει μπρόκολο, το μούλιασα στο λεμόνι. Ε, το άτιμο δεν τρωγότανε. Δεν θα χαλάσω και το στομάχι μου! Οπότε περιόρισα τα χορτοφαγικά γεύματα. Δεν είναι να παίζει κανείς με αυτά τα πράγματα. Και που λέτε, τι έλεγα; Α ναι, ο λύκος είναι παρεξηγημένο ζώο. Κατά αρχήν, τα γουρουνάκια δεν ήθελα να τα φάω! Σοβαρά σας μιλάω. Ήταν κακομαθημένα τα μικρά, η μαμά τους στα ώπα ώπα τα είχε. Ώσπου μια μέρα, αγανάκτησε η γυναίκα από την τεμπελιά τους και τα έδιωξε απ το σπίτι. Και να φανταστείτε ούτε μεταξύ τους δεν τα έβρισκαν, για αυτό έχτισαν τρία σπίτια. Βέβαια! Άσε που ζήλευαν κιόλας το ένα το άλλο. Έτσι έκαναν τρία διαφορετικά. Το ένα γουρουνάκι ήταν πιο προκομμένο από τα άλλα, έχτισε ένα φυσιολογικό σπίτι, από τούβλα. Όμορφο, περιποιημένο, έγινε σωστός νοικοκύρης ο μικρός. Περνούσες από έξω και το θαύμαζες τούτο το σπίτι. Μα, τα άλλα δύο δεν ήταν φυσιολογικά! Ντροπής πράματα! Άκου κει, σπίτι από άχυρα, σπίτι από ξύλα! Πού ζούμε; Είπαμε να είσαι τεμπέλης, όχι κι έτσι. Εγώ όταν τα είδα πολύ στεναχωρήθηκα, πήγα να τους μιλήσω, να τα λογικέψω. Σας κοροϊδεύει ο κόσμος τα είπα, τέτοια σπίτια δεν χτίζονται στις μέρες μας. Βροχή, σκόνη, θα σας φάει η υγρασία. Δεν με πίστεψαν. Φύσηξα και γω δυνατά να τους δείξω πόσο αδύναμα ήταν τα σπιτάκια τους. Και τα σπιτάκια έπεσαν. Πάτε στον αδερφό σας, τα είπα, να δείτε το σπίτι το δικό του, κάντε και σεις τέτοιο. Θύμωσαν επειδή τους είπα την αλήθεια. Βγήκαν και είπαν στον κόσμο ότι θέλω να τα φάω! Άλλη όρεξη δεν είχα, να κουραστώ τόσο στο κυνήγι για φαγητό, ενώ μπορώ να βρω έτοιμο. Αμέ, οι εποχές άλλαξαν, όλα πια μας έρχονται στο πιάτο, δεν κοπιάζουμε για τίποτα. Είπα και γω την κυρά, γιατί να ιδρώνουμε για να φάμε; Είμαστε και μεγάλοι σε ηλικία, θα τρέχουμε σε γιατρούς; Άσε που δεν είναι σωστό να κυνηγάς τους γείτονές σου να τους φας. Συνεννοήθηκα με τον κρεοπώλη, μας έρχονται τα κρέατα έτοιμα σπίτι. Απλά πράγματα. Στο τέλος τα γουρουνάκια έμειναν όλα μαζί, τι να πω, πήρα τηλέφωνο και τη μαμά τους, ήρθε να τα μαλώσει, μπορεί να έβαλαν μυαλό τελικά.
Στη γωνία του δρόμου μας ήρθαν νέοι ένοικοι, μια κατσικοοικογενεια. Ναι ναι, μπαμπάς, μαμά, εφτά μικρά. Ο μπαμπάς είναι δουλευταράς, όλη μέρα λείπει. Τα κατσικάκια δε, πολύ φασαριόζικα, απαπα. Θα μου πεις, παιδιά είναι, δεν θα παίξουν; Αυτά έρχονται στον κήπο μου και με τα κερατάκια τους μου χαλάνε το γκαζόν! Επίτηδες το κάνουν γιατί είναι κακότροπα. Φαίνονται βρε παιδί μου από μακριά. Αυτή η μάνα τους πως τα κάνει κουμάντο απορώ. Αα, τώρα φεύγει, μάλλον θα πηγαίνει για ψώνια. Καλά, μόνα τους θα τα αφήσει; Τόσα γίνονται στις μέρες μας, δεν αφήνεις ποτέ παιδί μόνο του στο σπίτι, πόσο μάλλον εφτά. Κάτσε να πάω να την προλάβω.
«Μη χώνεσαι σε ξένες υποθέσεις…» μου λέει η κυρά από την κουζίνα.
«Δε χώνομαι, για καλό θα πάω» της απαντάω και βγαίνω έξω. Την βλέπω που κουνάει το κεφάλι απελπισμένα, εεε, με έχει μάθει τόσα χρόνια τώρα.
Την προλαβαίνω στην εξώπορτά της, μιλάει στο κινητό. Τελευταίας τεχνολογίας κινητό, μεγάλη οθόνη, όχι σα το δικό μου με κουμπάκια. Αλλά, είπαμε, δουλευταράς ο μπαμπάς.
«Κυρία κατσίκα, μισό λεπτό, που πάτε; Μην τα αφήσετε μόνα τους, μπορεί να κινδυνέψουν, μικρά παιδιά, ειδήσεις δεν βλέπετε; Μα, μη φωνάζετε, εγώ για καλό ήρθα, όοοχι δεν χώνω τη μύτη μου παντού και όοοχι δεν κουτσομπολεύω, συνταξιούχος είμαι και απλά περνάω τη μέρα μου στη βεράντα. Φυσικά και έχω και άλλα πράγματα να ασχοληθώ, τι με περάσατε; Σας έπεσε ένα νύχι, πάρτε το μη σπάσει, μα γιατί κολλάτε ξένα νύχια πάνω στα δικά σας; Είναι νέες μόδες αυτές μάλλον, σας κάνει πιο περιποιημένη ένα νύχι κολλημένο. Καλά καλά μη φωνάζετε, ξέρω πως έχετε δουλειά, εγώ απλά ήρθα.. όχι όχι δεν θέλω να σας προσβάλλω για τα ημιμόνιμα νύχια πως τα λένε δεν ξέρω, ναι, το είδα, εκεί έπεσε, α γειά σας.»
Ούτε να με ακούσει δεν ήθελε, παράξενη μητέρα. Να θυμηθώ να πάρω την κόρη μου ένα τηλέφωνο μετά να τη ρωτήσω αν βάζει και αυτή τέτοια πράγματα στα νύχια της, ντροπής πράγματα. Πάντως τα μικρά της εδώ τα άφησε και χαλάνε κόσμο από το σαματά. Χοροπηδάνε, σπάνε πράγματα, τσιρίζουν, βάζουν τέρμα τη μουσική. Όλα τα αντέχω, τη δυνατή μουσική όχι. Είμαι και μεγάλος σε ηλικία. Θα πάω να τους κάνω μια μικρή σύσταση. Πατάω το κουδούνι. Φωνάζουν όλα μαζί:
«Ποιος είναι;»
«Ο κυρ-Λύκος ο γείτονας, χαμηλώστε παρακαλώ λίγο τη μουσική.»
«Δεν είσαι η μαμά μας για να μας λες τι να κάνουμε. Φύγε! Να πας σπίτι σου!»
«Ναι, σπίτι μου πάω και ακούγεται η μουσική σας, για αυτό σας ζητάω λίγο να τη χαμηλώσετε.»
Δυο γειτόνισσες περπατούν έξω στο δρόμο και με ακούν. «Πείτε τα κυρ-Λύκε, γιατί όλη τη γειτονιά ξεσήκωσαν!» Όχι, για να μη νομίζετε ότι γκρινιάζω μόνο εγώ.
Δεν χαμήλωσαν τη μουσική τα σκατόπαιδα! Αντ’ αυτού, άνοιξαν το παράθυρο και μου πέταξαν αλεύρι! Αν είναι δυνατόν, μου άσπρισαν τα αυτιά, τα πόδια, σαν πρόβατο με έκαναν! Σεβασμός μηδές! Μου ανέβηκε η πίεση, πρέπει να πάω να πάρω το χάπι μου. Δεν νοιώθω καλά. Περνάω το δρόμο, άσπρος, με τα αλεύρια να πέφτουν στο δρόμο, κόκκινος από τα νεύρα. Φτάνω σπίτι και τα ακούω να τσιρίζουν στον μπαμπά τους που μόλις γύρναγε απ’ τη δουλειά: «Μπαμπά, μπαμπά, ήρθε ο λύκος να μας φάει! Ναι, αλήθεια! Αυτός είναι, που περνάει το δρόμο! Ναι μπαμπά, δεν του ανοίξαμε τη πόρτα, αλλά αυτός έλεγε ότι είναι η μαμά, να, δες, είναι και πασαλειμμένος με αλεύρι για να μας πείσει! Κρυφτήκαμε μπαμπά, φοβηθήκαμε πολύ!»
Δεν ένοιωθα καλά, θα λιποθυμούσα λίγο ακόμα. Η κυρά μου έφερε το χάπι μου, ο κατσικομπαμπάς πήδηξε στην κυριολεξία τον φράχτη μας, έτοιμος για τσαμπουκά, όλη η γειτονιά στο πόδι να δει προς τι η φασαρία και η μαμά κατσίκα να έρχεται με καινούργιο μανικιούρ χαρούμενη. Όλοι γίναμε μαλλιά κουβάρια. Χρειάστηκα πολλούς γείτονες για μάρτυρες και έναν καλό δικηγόρο για να ξεμπλέξω από όλα αυτά. Ο κατσικομπαμπάς πήρε την κατσικοοικογένεια και άλλαξε γειτονιά, αλλά εγώ ήμουν πολύ δυσαρεστημένος από όλα αυτά. Η κυρά μετά από όλη την περιπέτεια μου πήρε έναν υπολογιστή, «για να μη χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις» λέει. Κάθομαι ώρες και ασχολούμαι, δεν γυρνώ στη γειτονιά πια ούτε κρυφοκοιτάω από τα παράθυρα. Τώρα βρήκα άλλη ασχολία: το facebook. Βέβαια, εδώ μπορώ να δω πότε η μαμά κατσίκα αλλάζει νύχια, πότε τα γουρουνάκια πάνε στη μαμά τους και ανεβάζουν φωτογραφίες, πώς νοιώθει η κυρία Αγελάδα που την παράτησε ο άντρας της για εκείνο το μοντέλο και πού πάνε διακοπές ο άντρας με το μοντέλο. Μέχρι και για την ίδια μου τη κόρη μαθαίνω, που πήγε για καφέ και με ποιόν. Αν κρίνω από τον συνοδό της στην τελευταία φωτογραφία που «ανέβασε» (να μιλάμε με τις σωστές ορολογίες), καλύτερα να μην τον φέρει για γαμπρό σπίτι γιατί θα βγω με ξυριστική μηχανή να τον υποδεχτώ. Τέλος πάντων, έτσι δεν κουράζομαι κιόλας, μαθαίνω τα πάντα από τον υπολογιστή.
Πηγή εικόνας:
vimeo.com