Κάθε απόγευμα η κυρία Παρασκευή είχε τη συνήθεια να πηγαίνει στο γερμανικό νεκροταφείο της Κρήτης και να ανάβει τα καντήλια των γερμανών στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους κατά την περίοδο της Κατοχής. Έτσι και αυτό το απόγευμα η γυναίκα από την Κρήτη ήταν στη θέση της και στο ιερό καθήκον της. Τέτοιες πράξεις μόνο γυναίκες από την Κρήτη μπορούν να τις πραγματοποιήσουν. Η κυρία Παρασκευή είχε μια λεβέντικη ψυχή.
Την ίδια περίοδο σε κάποια πόλη της Γερμανίας ζούσε ένας συγγραφέας, του οποίου το όνομα ήταν Έρχαρτ Καίστνερ. Ήταν εκεί σαν πολεμικός ανταποκριτής κάποιας γερμανικής εφημερίδας, όταν έγινε το 1941 η μάχη της Κρήτης. Ζούσε καθημερινά με τις αναμνήσεις από αυτή την ταραγμένη περίοδο. Πολλές φορές τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα έρχονταν στη μνήμη του και πονούσε ψυχικά. Δεν του άρεσε αυτός ο πόλεμος. Είδε ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους και από το ένα στρατόπεδο και από το άλλο.
Κάποια ημέρα ο Έρχαρτ επιθύμησε να πάει μετά από τόσα χρόνια στο χωριό της Κρήτης, όπου ζούσε εκείνη την εποχή. Η επιθυμία του ήταν μεγάλη. Η πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας εμφώλευε πολλούς κινδύνους. Ακόμη δεν είχαν κοπάσει οι τραγικές θύμησες εκείνης της περιόδου. Οι άνθρωποι σκέπτονταν με πικρία τον άδικο χαμό των δικών τους ανθρώπων. Δεν είχαν πειράξει κανένα, κι όμως οι κατακτητές Γερμανοί ήλθαν να τους πάρουν το δικό τους τόπο και να τους αφαιρέσουν τη ζωή τους.
Αυτά τα γνώριζε πολύ καλά ο Έρχαρτ και γι’ αυτό συλλογιζόταν πολύ αν πρέπει την επιθυμία του αυτή να την κάνει πράξη. Κάποια ημέρα αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην Γερμανική Πρεσβεία της Αθήνας. Απευθύνθηκε στην υπηρεσία αυτή πρώτα γιατί ο Πρέσβης ήταν γνωστός του. Ήσαν συμφοιτητές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Η απάντηση του Πρέσβη στην επιθυμία του Έρχαρτ δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντική.
– Είναι νωρίς για να πας στην Κρήτη, εννοώντας ότι η χρονική περίοδος όπου έγιναν τα γεγονότα ήταν πολύ κοντινή.
Ήταν το έτος 1952, μόλις μερικά χρόνια μετά την τραγωδία της Κρήτης. Οι μνήμες ήταν νωπές και κάθε τέτοια προσπάθεια ήταν ριψοκίνδυνη. Το καλλιεργούσε συνεχώς στο μυαλό του, μέχρι που κάποια ημέρα ετοίμασε τα χαρτιά του, τις βαλίτσες του, τα πράγματά του για να κάνει αυτό το παράτολμο ταξίδι. Ήταν πλέον αποφασισμένος. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι έπρεπε να γίνει αυτό το ταξίδι. Είχε καταντήσει πλέον έμμονη ιδέα.
Η ημέρα της αναχωρήσεώς του είχε φτάσει. Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα. Ο Έρχαρτ ήταν καθ’ οδόν για το ταξίδι που τόσο πολύ επιθυμούσε. Σε λίγες ώρες θα βρισκόταν στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα. Τα συναισθήματα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εναλλάσσονταν.
– Μήπως είναι λάθος απόφαση το ταξίδι μου αυτό, αναρωτιόταν.
Όμως η ιδιότητα του συγγραφέα δεν τον άφηνε πολύ να σταθεί σε αυτές τις σκέψεις. Ήθελε και πάλι να βρεθεί στο χωριό, όπου έζησε από κοντά τα γεγονότα αυτά. Μέσα του μιλούσε ο συγγραφέας, που θέλει να φέρει στην επιφάνεια αυτά που έζησε και που τα έχει καθημερινό του εντρύφημα.
Κάποια στιγμή βρίσκεται στην Αθήνα. Παίρνει ταξί και κατευθύνεται προς το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί θα πάρει το πλοίο για την Κρήτη. Όταν φτάνει στο λιμάνι το πλοίο είναι εκεί. Ο κόσμος έχει αρχίσει να επιβιβάζεται. Μπαίνει και ο Έρχαρτ αφού πρώτα ο υπάλληλος του πλοίου ελέγχει το εισιτήριό του. Έχει πάρει μια καμπίνα προκειμένου να ξεκουραστεί. Είναι πολύ κουρασμένος. Τοποθετεί τα πράγματά του στην καμπίνα και ξαπλώνει στο περιποιημένο κρεβάτι της. Προσπαθεί να κοιμηθεί μα ο ύπνος δεν του έρχεται. Οι σκέψεις δεν τον αφήνουν να κλείσει τα μάτια του έστω για λίγο. Τώρα αισθάνεται περισσότερο άγχος για την απόφασή του αυτή.
Μετά από κάποιες ώρες το πλοίο φτάνει στο όμορφο νησί της Κρήτης. Όσο πλησιάζει στο λιμάνι ο κόσμος που πηγαινοέρχεται γίνεται στις πραγματικές του διαστάσεις, αφού από μακριά φαινόταν τόσο μικρός. Οι επιβάτες του πλοίου αρχίζουν σιγά – σιγά να κατεβαίνουν. Ο Έρχαρτ με τη βαλίτσα στο χέρι κατευθύνεται προς την έξοδο. Τα συναισθήματά του είναι πολύ έντονα εκείνη τη στιγμή. Φοβάται πως οι Κρητικοί θα του φερθούν άσχημα. Καταλαβαίνει πως τα σημάδια που αφήνει ένας πόλεμος είναι ανεξίτηλα.
Κατεβαίνοντας από το πλοίο βρίσκει αμέσως ένα μεταφορικό μέσο και ζητάει στον οδηγό να τον πάει στο χωριό, όπου έζησε. Τα ελληνικά του είναι αρκετά καλά. Συστήνεται στον οδηγό κι εκείνος μένει έκπληκτος μόλις ακούει πως είναι γερμανός.
– Πως και αποφασίσατε να έλθετε εδώ, σε ένα εχθρικό για εσάς τόπο ; Δεν φοβάστε μη ξυπνήσουν οι θύμησες του πολέμου ;
– Είμαι συγγραφέας και όχι στρατιωτικός. Η γνώμη μου γι’ αυτό τον πόλεμο ήταν αρνητική από την πρώτη στιγμή που έγινε. Καταλαβαίνω τον πόνο σας και σας συμμερίζομαι ! Ήλθα όμως για να θυμηθώ και πάλι τα γεγονότα προκειμένου να τα καταγράψω σε κάποιο μου βιβλίο και να δείξω στον κόσμο τα φοβερά αποτελέσματα του πολέμου.
Ο οδηγός ευγενικός τον οδήγησε στο χωριό και μάλιστα του βρήκε ένα σπίτι κάποιου γνωστού του για να μείνει εκεί όσο χρειαζόταν. Ο Έρχαρτ ενθουσιάστηκε με τον καλόγνωμο Κρητικό. Ενθουσιάστηκε και με τους κατοίκους του χωριού, παρόλο που στην αρχή ήταν διστακτικοί απέναντί του. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Πικρία και ανθρωπιά μαζί. Πικρία για τον άδικο πόλεμο που τους είχαν κάνει οι συμπατριώτες του Έρχαρτ και ανθρωπιά, αφού φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο σ’ αυτόν.
– Αύριο θα πάω στο γερμανικό νεκροταφείο, σκέφθηκε.
Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θα βρισκόταν κοντά στους νεκρούς συμπατριώτες του. Οι ώρες ήταν ατελείωτες και η ανυπομονησία του μεγάλη. Έτσι ήλθε και η πολυπόθητη ημέρα. Ήταν σούρουπο όταν έφτασε στο νεκροταφείο, καθώς ο ήλιος βασίλευε. Το νεκροταφείο ήταν έρημο με μόνο σύντροφο τις ηλιαχτίδες. Στην αρχή δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη κάποιου ανθρώπου.
Δεν άργησε όμως να καταλάβει πως δεν ήταν μόνος του, όπως πίστευε. Πιο πέρα υπήρχε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Ήταν η κυρία Παρασκευή, που κατά τη συνήθειά της βρισκόταν εκεί κάθε απόγευμα, πιστή στο καθημερινό της ραντεβού με τους αγαπημένους της στρατιώτες.
Η έκπληξη που δοκίμασε ο Έρχαρτ ήταν μεγάλη. Είδε αυτή την μαυροφορεμένη γυναίκα να ανάβει τα καντήλια, να τοποθετεί κεριά και να περιποιείται τους τάφους του νεκροταφείου. Αυτό το έκανε μάλιστα μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασε ο Έρχαρτ και τη ρώτησε με συμπάθεια και σεβασμό προς αυτή τη γυναίκα :
– Είστε από εδώ ;
– Μάλιστα, αποκρίθηκε η κυρία Παρασκευή.
– Και τότε γιατί το κάνετε αυτό ; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους συμπατριώτες σας. Πως μπορείτε και τους ανάβετε καντήλια, τη στιγμή που σας έχουν κάνει τόσο κακό !
– Παιδί μου εσύ από πού είσαι ; Μου φαίνεσαι από την προφορά σου ξένος.
– Είμαι Γερμανός συγγραφέας, της απάντησε ο Έρχαρτ.
– Γερμανός !…
Μεσολαβεί μια μικρή παύση και η κυρία Παρασκευή συνεχίζει :
– Παιδί μου, ο άνδρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης και έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Όμως το 1943 μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Σάξενχάουζεν. Δεν ξέρω που είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλοι αυτοί οι στρατιώτες που είναι θαμμένοι εδώ μέσα ήταν παιδιά κάποιας μάνας σαν κι εμένα. Και ανάβω τα καντήλια στη μνήμη τους. Οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω να ανάψουν τα καντήλια των παιδιών τους. Πιστεύω πως μια άλλη μάνα θα ανάβει και το καντήλι του γιου μου, στη μνήμη του.
Ο Έρχαρτ μένει έκπληκτος μπροστά σε αυτή την μεγαλειώδη σκέψη της γυναίκας. Την αγκαλιάζει σφικτά και γεμάτος δάκρυα αναφωνεί :
– Είχα ακούσει για τους Έλληνες και ειδικά για τους Κρητικούς, μα αυτό που βλέπω αυτή τη στιγμή υπερβαίνει τα όρια της λογικής. Τέτοια καλοσύνη είναι υπόδειγμα για όλους τους λαούς της γης. Με τέτοιους ανθρώπους ποτέ δεν θα είχαμε πολέμους !
Η συνάντησή τους θα διακοπεί λόγω της νύκτας που άπλωνε τη σκέπη της στη φύση. Έμειναν με την υπόσχεση πως τις επόμενες ημέρες θα συναντιόνταν προκειμένου να μιλήσει η κυρία Παρασκευή στον Έρχαρτ για εκείνη την τραγική εποχή. Ο Έρχαρτ θα έμενε λίγες ημέρες ακόμη στο όμορφο αυτό χωριό της Κρήτης.