“Ένας συνηθισμένος άνθρωπος” της Αλεξάνδρας Πλεξουσάκη

Σε μια  όμορφη συνοικία του Πειραιά, όπου η λέξη γειτονιά δεν είχε χάσει το νόημά της, ζούσε ο Στέφανος με το παρατσούκλι ‘’ο τρελός με το μπαλάκι’’! Ήταν ένας τύπος που χειμώνα καλοκαίρι ήταν ντυμένος με κοντομάνικο, σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια με μία ή δύο κάλτσες αναλόγως με τα κέφια του. Κυκλοφορούσε όλη μέρα με ένα σακίδιο στη πλάτη και με ένα μπαλάκι στο χέρι το οποίο χτυπούσε με δύναμη στο δρόμο για να φτάσει όσο πιο ψηλά γινόταν, σαν να είχε πάρει μέρος σε έναν άτυπο διαγωνισμό. Οι κάτοικοι τον ήξεραν καλά και κάποιοι του έδιναν φαγητό, τσιγάρα ή απλά έπιαναν κουβέντα μαζί του έτσι για να γελάσουν.

Ο Στέφανος καταλάβαινε τι γίνεται πίσω από την πλάτη του, μα δεν έδινε σημασία. Ένα χαρακτηριστικό του ήταν η δυνατή φωνή του. Αυτός ο άνθρωπος δε μιλούσε, φώναζε!!!! Ζούσε σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι πίσω από κάποιο μικρό πάρκο. Ένα σπίτι που είχε ο ίδιος διακοσμήσει  εξωτερικά με διάφορα συνθήματα δικής του έμπνευσης. Χρησιμοποιούσε πάντα κιμωλία για να μπορεί να γράφει και να σβήνει εύκολα. Συνήθως έγραφε για το Θεό, για τη φύση και γενικά διάφορα αποφθέγματα, που μερικές φορές κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει.

Κυκλοφορούσαν  πολλές ιστορίες για το παρελθόν του, μα οι περισσότερες ήταν μύθοι. Η πιο πειστική απ’ όλες, ίσως ήταν εκείνη που έλεγαν οι παλαιότεροι. Πως τάχα ήταν ναυτικός  και πως είχε ταξιδέψει πολύ. Πως  αργότερα  αγάπησε μια γυναίκα που όμως τον πρόδωσε και από τότε του είχε ΄΄ στρίψει΄΄ λιγάκι…… Όμως κανείς δεν επιβεβαίωσε ποτέ κάτι τέτοιο.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Αυτό όμως, που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σε όποιον τον έβλεπε, ήταν το φωτεινό του βλέμμα. Με αυτό το  διαπεραστικό βλέμμα κοιτούσε επίμονα τους ανθρώπους, τον καθένα ξεχωριστά και πάντα είχε να πει κάτι για όλους, ακόμα και για αυτούς που τους έβλεπε πρώτη φορά. Μια φορά, είδε έναν άντρα που περπατούσε στο δρόμο σκυφτός, χαμένος στις σκέψεις του, που ούτε καν είχε αντιληφθεί  την παρουσία του Στέφανου. Εκείνος τον πλησίασε και χτύπησε με δύναμη το μπαλάκι που είχε πάντα στα χέρια του, μπροστά στον άγνωστο άντρα, που αποσβολωμένος σταμάτησε απότομα και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Ο Στέφανος τον κοίταξε στα μάτια και του είπε, « Αυτό που σε βασανίζει, πρέπει να το εξομολογηθείς. Μόνο έτσι θα ησυχάσεις.» Ο άγνωστος άντρας, αφού τον κοίταξε για λίγο, του απάντησε, «Ίσως να έχεις δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Σε ευχαριστώ.»  Και ο Στέφανος απάντησε, «Όχι  εμένα, Εκείνον, που θα σε συγχωρήσει  και θα ξαλαφρώσεις.»

Διαβάστε επίσης  Ψηφοφορία: Διάλεξε το αγαπημένο σου διήγημα

Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν τα παιδιά. Όταν έβλεπε παιδιά τα πλησίαζε και τα χάιδευε στο κεφαλάκι τους λέγοντας χαρακτηριστικά: ‘’Να, ο Θεός σας μιλάει…. Μέσα από αυτά τα παιδιά…. . αλλά  εσείς δεν ακούτε, τίποτα δεν ακούτε.’’

Μερικές φορές θύμιζε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που φώναζε συνεχώς για τη μετάνοια των ανθρώπων και για τον ερχομό του Μεσσία. Έτσι κι αυτός, φώναζε δυνατά και μιλούσε για το Θεό και για τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Κάθε πρωί, η πρώτη του στάση ήταν στο φούρνο της γειτονιάς. Έμπαινε με φόρα και φώναζε καλημέρα! Μετά ζητούσε μια τυρόπιτα που κανείς δεν τολμούσε να του αρνηθεί και ξεκινούσε την περιοδεία της ημέρας. Πάντα βέβαια με το σακίδιο στην πλάτη και το μπαλάκι στο χέρι. Ακόμα και όταν περπατούσε φώναζε τις σκέψεις του. Έτσι ήταν σαν να παραμιλούσε μονίμως και γι’ αυτό άλλωστε τον αποκαλούσαν ‘’τρελό’’.

Advertising

Συνήθως, φρόντιζε να σταματάει σε όποιο καφενείο βρισκόταν στο δρόμο του γιατί εκεί υπήρχε πρόσφορο έδαφος για συζήτηση. Οι άνθρωποι  εκεί  είχαν χρόνο να τον ακούσουν, να του απαντήσουν και να διαφωνήσουν ακόμα με τα λεγόμενα του, κάτι όμως που του άρεσε. Αυτό που του άρεσε επίσης ήταν το γεγονός ότι τον κερνούσαν και κανένα κρασάκι, καμία μπυρίτσα  και φυσικά το απαραίτητο τσιγαράκι. Άλλωστε εκείνος ζούσε χωρίς χρήματα. Δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και ήταν ευτυχισμένος. Αν τον ρωτούσε κανείς πώς τα καταφέρνει να ζει  χωρίς δουλειά, χωρίς κανέναν δικό του άνθρωπο, εκείνος απλά κοιτούσε ψηλά και έκανε το σταυρό του.

Και πραγματικά ο κόσμος απορούσε, πώς αυτός ο άνθρωπος που ήταν σίγουρα πάνω από 50 χρονών, κατάφερνε να ζει  τόσο απλά, με τόσα λίγα αγαθά και επιπλέον δεν αρρώσταινε ποτέ κι ας φορούσε τα ίδια ρούχα χειμώνα καλοκαίρι. Πάντως κοιτώντας το φωτεινό του βλέμμα θα σου πέρναγε από το μυαλό πως μπορεί να ήταν τελικά και καθαρά δική του επιλογή αυτός ο τρόπος ζωής.  Όλοι έλεγαν πως τουλάχιστον ήταν  ένας άνθρωπος που ζούσε με το δικό του διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στους άλλους, χωρίς να νιώθει μειονεκτικά για κάτι. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά για εκείνον και έδειχνε πάντα χαρούμενος και ευτυχισμένος, σαν να είχε όλο τον κόσμο στα χέρια του. Κι ας μην είχε τίποτα, παρά μόνο ένα μπαλάκι και μια κιμωλία. Μα και ένα πνεύμα ανήσυχο, που τον έκανε να ξεχωρίζει  με αλλόκοτο τρόπο για τους περισσότερους.

Διαβάστε επίσης  "Οι νύχτες της Καμπίρια" της Σοφίας Κορωνίδου

Ήταν  ο Στέφανος, ο τρελός με το μπαλάκι, ο φωνακλάς σοφός που για όλα είχε μια απάντηση. Ο καλλιγράφος καλλιτέχνης του δρόμου, ο άστεγος της γειτονιάς που μιλούσε για το Θεό, ένας κατά τα άλλα συνηθισμένος τρελός άνθρωπος……. Ή μήπως όχι;;;  Είναι φορές που ακούω τη φωνή του να φτάνει στα αυτιά μου…

 

-Καλημέρα Θεέ μου, Παντοδύναμε. Τι όμορφη μέρα ξημέρωσες; Βρέχει λυτρωτικά. Θέλω να χορέψω στη βροχή σου, να ξεπλύνω την ψυχή μου και να σου ψιθυρίσω προσευχές. Προσευχές για όλους, μα πιο πολύ για εκείνους τους άλλους…. ξέρεις, εκείνους που λένε ότι δεν υπάρχεις. Γελώ και κλαίω μαζί. Μην τους ακούς εσύ , δεν ξέρουν. Αν ήξεραν θα χόρευαν μαζί μου. Άσε να μιλώ εγώ και να μ’ ακούς. Το ξέρω ότι μ’ ακούς. Πάντα μ’ ακούς. Χορεύω στο ρυθμό της βροχής σου και αφουγκράζομαι….. αφουγκράζομαι τις λύπες, τις χαρές, τις αγωνίες των περαστικών. Με κοιτούν και απορούν. Αλήθεια, γιατί τόση απορία; Χορεύω και σου μιλώ… μια σου ψιθυρίζω και μια σου φωνάζω….. Μα εσύ είσαι πάντα εδώ μαζί μου, δε με αφήνεις. Σε παρακαλώ μην αφήνεις και αυτούς, τους αδελφούς μου, ξέρεις…… Δεν τα ξέρουν καλά και φοβούνται.  Ελέησέ τους και ας γίνει το θέλημα σου.   Μα, να….. Κοίτα, κοίτα τον ψηλό που σου ‘λεγα. Πάλι με αυτή την μεγάλη τσάντα στον ώμο, τριγυρνάει. Τον βαραίνει, δεν μπορεί να περπατήσει…. Τον βαραίνει η ψυχή του, όλη η ύπαρξή του. Δώσε  του λίγο φως να ανασάνει…. Βασανίζεται, τον βλέπεις. Από μικρό παιδί βασανίζεται. Δε με πλησιάζει ποτέ, είμαι το λιβάνι του. Δε θέλει να με ακούσει, μίλα του εσύ που ξέρεις καλύτερα. Εγώ τι άλλο να του πω; Πώς είπες;……… Μα έχω προσπαθήσει το ξέρεις… πάντα τρέχει μακριά σαν κυνηγημένος. Πώς να τον πλησιάσω; Μα ας είναι, αφού θέλεις θα ξαναπροσπαθήσω και θα τον στείλω εκεί που μου λες, στο Περιβόλι της Παναγιάς… ας γίνει το θέλημα σου. Μα αν δε τα καταφέρω μη μου θυμώσεις, δεν είναι εύκολο αυτό που μου ζητάς….. μα τι λέω; Δεν είμαι άξιος εγώ να το κρίνω.

Διαβάστε επίσης  Γουρούνι στο χακί του Νίκου Πολυχρονόπουλου
Advertising

Πάω τώρα, πάω στην Αννούλα να πάρω και μια τυρόπιτα. Πόσους ήλιους να έχει στα μαλλιά της σήμερα; Πόσο φως να την λούζει; Αν της το πω θα το καταλάβει ή θα γελάσει πάλι όπως πάντα; Μα ίσως σήμερα καταλάβει. Μπορεί να είναι η μεγάλη μέρα. Βοήθα με και Εσύ να καταλάβει. Αφού λάμπει ολόκληρη γιατί δεν το βλέπει; Πώς να της δείξω τη λάμψη της; Να πάρω έναν καθρέφτη;…. Ναι, θα πάρω έναν καθρέφτη να της δείξω το είδωλο της και να καταλάβει. Ίσως έτσι δει τις φτερούγες στην πλάτη της, αυτές που απλώνουν την καλοσύνη της παντού. Μα γιατί δεν τις ανοίγει ποτέ; Τι περιμένει; Τις έχει πάντα κλειστές και όμως σκορπά τόση αγάπη. Βοήθησε την Θεέ μου, να τις ανοίξει και να απλωθεί το φως. Χρειαζόμαστε τούτο το φως. Χρειαζόμαστε αγάπη αγνή ….. αγνή σαν την ψυχή της…. Δώσε της χώρο να απλωθούν τα φτερά της…. Εσύ την έστειλες εδώ κάτω, μαζί με όλους τους άλλους που επέλεξες για να σκεπάσει την ασχήμια και την ερημιά… Δώσε της τώρα την αφύπνιση για να καταλάβει το μεγάλο Σου σχέδιο. Νομίζω πως είναι  ώρα…. Μόνο να προσέξουμε να  μην τρομάξει από τη δύναμη της και πετάξει μακριά…. Γιατί ο άλλος παραμονεύει. Παραμονεύει στην άκρη του ουρανού σου και σκαρφίζεται χίλια δυο για να κλέψει ψυχές… είναι παμπόνηρος και νομίζει ότι βασιλεύει τούτη την εποχή…. Μα κάνει λάθος γιατί δε ξέρει το Σχέδιό Σου… Αλλοίμονο αν το ήξερε…. Θα ήμασταν χαμένοι από χέρι…… Μα  στο δικό  μου χέρι , κρατώ τούτο το μπαλάκι που με βοηθά να κοιτάζω ψηλά και να σε δοξάζω ….. με βοηθά να μην σε ξεχνώ, όπως δε με ξεχνάς και Εσύ….. σαν κομποσκοίνι το ‘χω, να μετρώ τις προσευχές μου…. Όσο πιο ψηλά το φτάνω, τόσο πιο ψηλά η προσευχή….. τόσο πιο δυνατή…. Και έτσι δυναμώνω και εγώ και συνεχίζω……. Να αγαπώ και να συγχωρώ…… να φωνάζω και να σιωπώ…… να ευγνωμονώ και να λυτρώνομαι……. Να γράφω και να σβήνω……. Να χαίρομαι και να λυπάμαι…….. να ζω και να υπάρχω  μέσα από τη Σένα που δίνεις πνοή σε όλα τα δημιουργήματά Σου… Μια χάρη μόνο σου ζητώ…. και άξιος δεν είμαι…. Σαν  έρθει η ώρα η δύσκολη και οι Έσχατοι οι χρόνοι, συγχώρεσε τους όλους έναν έναν, μα εμένα ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ.

Πηγή εικόνας:

εδώ

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Άγιοι Δέκα: το ιστορικό χωριό της Κέρκυρας

Άγιοι Δέκα Οι Άγιοι Δέκα είναι ηπειρωτικός οικισμός της Κεντρικής

Ο καθρέφτης στην τέχνη και ο συμβολισμός του στους πίνακες

Ο καθρέφτης υπάρχει ως θέμα σε πολλούς πίνακες ζωγραφικής. Πολλοί