«Κάθισε, τέκνον μου. Πώς λέγεσαι;»
«Μαρία, πάτερ». Η Μαρία κάθισε πάνω σε ένα μαύρο σκαμνί που βρισκόταν μέσα στο κουβούκλιο. Έφτιαξε τη φούστα της, ίσιωσε τον κότσο στα μαλλιά της και πήρε βαθιά ανάσα.
«Ευλογημένο τ’ όνομά σου γιατί είναι το όνομα της μητέρας του Ιησού. Εγώ είμαι ο πατήρ Χριστόφορος. Πόσο καιρό έχεις να εξομολογηθείς;».
«Πάνε τώρα δεκαπέντε χρόνια, πάτερ μου. Από τότε που έχασα τον άντρα μου».
«Λυπάμαι. Πραγματικά, λυπάμαι πολύ. Ήταν μικρός;»
«Ήμασταν συνομήλικοι, παντρευτήκαμε αφού τελειώσαμε το Λύκειο. Έφυγε στα σαράντα εφτά του, σε εργατικό ατύχημα. Μια λαμαρίνα χώθηκε απευθείας στην καρδιά του». Σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα, συνέχισε: «Τουλάχιστον, δεν πρόλαβε να πονέσει».
Ο πατέρας Χριστόφορος ανακάθισε στο δικό του μαύρο σκαμπό, στο διπλανό κουβούκλιο. Είπε: «Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Αυτός ξέρει καλύτερα από εμάς για ποιο λόγο γίνονται κάποια πράγματα». Ξερόβηξε. «Κάνατε παιδιά;»
«Δύο. Αγόρια».
«Μπράβο σας! Η απώλεια του άντρα σου, τέκνον μου, θα σε πονάει για όλη σου τη ζωή, αλλά τα παιδιά σας θα είναι πάντα μια παρηγοριά· είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν και θα υπάρξουν πάμπολλες στιγμές που θα διακρίνεις στο πρόσωπό τους το πρόσωπο του συντρόφου σου».
«Ο πρώτος μας, ο Νίκος, πέθανε στα δεκαεπτά του, δυο χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ξαφνικά, χωρίς να παρατηρήσουμε κανένα σύμπτωμα, ποτέ. Έφυγε ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, μόλις είχε γυρίσει από προπόνηση στην τοπική ομάδα ποδοσφαίρου, στην οποία τον είχαν δεχτεί ως ένα μεγάλο ταλέντο, ένα ανερχόμενο αστέρι που θα σάρωνε τα γήπεδα της Α’ Εθνικής – έτσι μας είχε πει ο προπονητής του».
Ο πατέρας Χριστόφορος ακούμπησε τον αγκώνα του δεξιού του χεριού στο γόνατό του και το μέτωπό του στην παλάμη του. Έμοιαζε σαν να ήθελε να ανακουφίσει έναν πονοκέφαλο ή να διώξει μακριά μια σκέψη που τυραννούσε το μυαλό του. Έμεινε σιωπηλός για λίγη ώρα. Ύστερα, μίλησε: «Ο Κύριος είναι μεγάλος και άγνωσται αι βουλαί Του. Τα σχέδιά Του κανείς δεν τα γνωρίζει, αλλά σίγουρα οι σκοποί Του είναι καλοί κι ευλογημένοι. Να θυμάσαι ότι ο Θεός μπορεί να σε δοκιμάζει και ότι…» Ξεροκατάπιε και δεν συνέχισε τη φράση του. «Πες μου, όμως, κατάφερες να αντέξεις αυτόν τον τεράστιο πόνο; Για να βρίσκεσαι εδώ πάει να πει ότι έχεις κερδίσει αυτή τη μάχη».
Ήταν η σειρά της Μαρίας να μείνει για λίγο σιωπηλή. Έφτιαξε ξανά τη φούστα της και άρχισε να λέει: «Όταν χάσαμε τον Νίκο, μίσησα τον Θεό. Αναρωτιόμουν, ποιος ο λόγος να παίρνει μικρά παιδιά που δεν έχουν προλάβει να ζήσουν τίποτα από τη ζωή; Που δεν έχουν προλάβει να ερωτευτούν, να παθιαστούν, να λυπηθούν, να πληγωθούν, να σφάλλουν, να μετανοήσουν. Ναι, τον μίσησα τον Θεό τότε. Δεν ήθελα να πηγαίνω στη λειτουργία τις Κυριακές, είχα χρόνια να λάβω την αγία κοινωνία, δεν προσευχόμουν, δεν έκανα τον σταυρό μου, τίποτα. Όμως, με το χρόνο, πείσθηκα κι εγώ πως ο Θεός, για τους λόγους Του, με έβαζε να περάσω μια πολύ σκληρή δοκιμασία. Κι εγώ έπρεπε ν’ αντέξω. Έπρεπε ν’ αντέξω…»
Το μικρό παιδί πού έφταιγε; Αυτή ήταν μια ερώτηση που πέρασε απρόσκλητη, σαν αστραπή, απ’ το μυαλό του ιερέα. Γρήγορα όμως την έσβησε από ’κει μέσα, κούνησε απότομα το κεφάλι του πέρα-δώθε και επανήλθε στα συγκαλά του. «Ναι, τέκνον μου, έτσι ακριβώς είναι. Ο Κύριος μας δοκιμάζει θέλοντας να διαπιστώσει την ισχύ της πίστης μας απέναντί Του». Εισέπνευσε βαθιά· ίσως το οξυγόνο να βοηθούσε. Ξεφύσησε. «Να είσαι σίγουρη, πάντως», συνέχισε, «πως σε συγχωρεί που εκείνες τις στιγμές τα έβαλες μαζί Του. Να είσαι απολύτως σίγουρη γι’ αυτό». Άλλη μια απρόσκλητη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του: Το καλό που Του θέλω.
Έπεσε σιωπή που κράτησε για περίπου ένα λεπτό. Ύστερα μίλησε η Μαρία: «Όταν έφυγε και ο δεύτερος γιός μου…»
«Τι;» την διέκοψε ο παπάς πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της.
«Τον Κώστα τον χάσαμε… τον έχασα από ανακοπή. Δεν πάει ένας μήνας τώρα. Θα παντρευόταν σε λίγες μέρες».
Τα μάτια του ιερέα έτσουζαν, πονούσαν. Αλλά δεν έκανε κάτι για να τ’ ανακουφίσει. Ούτε καν τα ανοιγόκλεισε. Και δεν μίλησε. Δεν έβγαλε άχνα.
Η Μαρία περίμενε μήπως είχε κάτι να την συμβουλεύσει. Και επειδή δεν άκουγε τίποτα απ’ την απέναντι πλευρά, μίλησε πάλι εκείνη: «Ήταν δύσκολο, πάτερ Χριστόφορε, αλήθεια πολύ δύσκολο· για ποιον δεν θα ήταν στη θέση μου; Απελπίστηκα, απογοητεύτηκα, εκνευρίστηκα ξανά, πέθανα κι εγώ μ’ αυτόν το θάνατο, πήγα στην κόλαση. Στην κόλαση…» Σταμάτησε για λίγο να πνίξει τα δάκρυα που έκαιγαν τα μάτια της, να μην τ’ αφήσει να κυλήσουν. Τα κατάφερε και συνέχισε: «Με επιμονή, με υπεράνθρωπη προσπάθεια, με πίστη στο θέλημά Του, με τη δύναμη που Αυτός με γέμισε, κατάφερα να σηκωθώ και πάλι όρθια, να επιστρέψω από εκείνη την κόλαση. Θυμήθηκα ότι, όντως, είναι άγνωσται αι βουλαί Του, κι εγώ πολύ μικρή, ασήμαντη, ένα τίποτα, για να τις ερμηνεύσω».
«Είσαι με τα καλά σου, γυναίκα;» Η φωνή που ακούστηκε από απέναντι ήταν οργισμένη· μια φωνή σχεδόν αλλόκοσμη και σίγουρα παρανοϊκή.
«Ορίστε;»
«Βγες έξω. Τώρα!» Ο ιερέας είχε ήδη εγκαταλείψει το δικό του κουβούκλιο και βρισκόταν έξω απ’ αυτό της Μαρίας.
«Τι έγινε, πάτερ Χριστόφορε;»
«Όχι! Τέρμα, δεν είμαι ο πατήρ Χριστόφορος πια. Παπά-Δαίμονας είναι το καινούργιο μου όνομα. Παπά-Δαίμονας! Δεν θέλω να υπηρετώ αυτόν τον άδικο, σαδιστή, σκληρό κι ανελέητο θεό. Δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτόν τον θεό πλέον».
«Μη λες τέτοια, πατέρα Χριστόφορε».
Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν άγριο, τρελό, έμοιαζε να πετάει φλόγες. Λες και όντως είχε μπει κάποιος διάβολος μέσα του. «Παπά-Δαίμονας, σου είπα, γυναίκα. Έλα μαζί μου. Πιάσε το χέρι μου και έλα να ξεφορτωθούμε αυτό το τέρας, αυτό το σίχαμα, αυτόν το δολοφόνο!»
Έκανε ένα βήμα πίσω. «Όχι! Έχω πίστη και απέραντη αγάπη στον Κύριο. Μόνο αυτή θα μας σώσει. Μόνο η αγάπη».
«Μα, δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Πού βρίσκεται η αγάπη; Στην καρδιά μας δεν είναι; Πρώτα η λαμαρίνα, μετά το έμφραγμα και τέλος η ανακοπή. Την καρδιά, την αγάπη χτυπάει ο τρισκατάρατος! Δεν το καταλαβαίνεις;»
Η Μαρία αγρίεψε, αυτό που καταλάβαινε ήταν πως είχε να κάνει με έναν εχθρό και θέλησε να υπερασπιστεί την πίστη της απέναντί του. Έκανε δυο βήματα προς το μέρος του. Τέντωσε το δείκτη του δεξιού χεριού της και τον έδειξε. «Αμαρτάνεις, παπά. Αμαρτάνεις με το χειρότερο τρόπο. Όχι μόνο απαρνιέσαι τον Θεό, μα προσπαθείς να παρασύρεις στο βούρκο σου και μια πληγωμένη, ευάλωτη, χαροκαμένη μάνα».
«Ποιος σε πλήγωσε, γυναίκα;»
Δεν μίλησε. Μόνο συνέχισε να τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.
«Θες να σου πω εγώ ποιος σε πλήγωσε, ποιος ξεκλήρισε την οικογένειά σου;» Τέντωσε το αριστερό του χέρι και, κάνοντας μια αργή στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του, έδειξε όλες τις εικόνες των αγίων που υπήρχαν γύρω τους. «Αυτοί σε πλήγωσαν. Η υποκρισία τους. Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εσύ εδώ μέσα για να εξομολογηθείς, ο θεός θα έπρεπε να λογοδοτήσει ενώπιόν σου· να σκύψει ταπεινωμένος μπροστά σου και να ζητήσει συγχώρεση. Που, ύστερα απ’ όλα αυτά, όχι, δεν θα έπρεπε να του τη δώσεις…»
Η γυναίκα άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Θυμήθηκε τους νεκρούς της, τη μοναξιά της, την ατέλειωτη πίκρα, το κενό στην ψυχή της, και δεν άντεξε, έσπασε.
Ο ιερέας πήγε κοντά της και την χάιδεψε στο κεφάλι. «Μην κλαις, μη λυπάσαι, μην πενθείς το θάνατο του θεού. Πάει αυτός, πέθανε, ζήτω ο άνθρωπος!»
Και κάπου εκεί ήταν που διέκρινε μια αμυδρή αχτίδα φωτός, ίσως και ελπίδας, μέσα του. Ίσως κάτι να μπορούσε να γίνει, ίσως να μην είχαν χαθεί όλα τελικά. Ακόμα και για έναν νεκρό.
Με δύο αστραπιαίες κινήσεις έβγαλε το ράσο από πάνω του, το έπιασε με το δεξί του χέρι και το έτεινε προς το μέρος της Μαρίας. «Φόρεσέ το», είπε.
«Μα…»
«Σε παρακαλώ. Προσπάθησε να σώσεις τον θεό που πιστεύεις. Δώσ’ του μια ευκαιρία να μετανοήσει για τις πράξεις του. Κι αν μπορέσεις, συγχώρεσέ τον. Εγώ δεν μπορώ. Για μένα πέθανε οριστικά, τον διέγραψα, τέλος. Φόρεσε το ράσο, σε παρακαλώ, και άφησέ τον τουλάχιστον να μετανοήσει για όσα σου έκανε, για όσα έχει κάνει στον άνθρωπο. Εγώ, ως εκπρόσωπός του στη γη, θα είμαι, για τελευταία φορά, η φωνή του».
Η γυναίκα, με τη βοήθεια του ιερέα, πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι της το ράσο.
Ο παπάς γονάτισε μπροστά της, έσκυψε το κεφάλι στα πόδια της και άρχισε να μιλάει: «Αμάρτησα, Μαρία. Σου προκάλεσα αβάσταχτο πόνο, Σε βύθισα στην απόγνωση, στο κενό, στο τίποτα· Σε σκότωσα…»
Πηγή εικόνας:
http://episkopisyrou.gr/wp-content/uploads/2015/03/confession.jpg