“Εγώ σε αυτό το αναθεματισμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν μένω ούτε μια μέρα παραπάνω!”
“Μη φωνάζεις κόρη μου. Αν σε ακούσουν να το αποκαλείς στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα μας απελάσουν. Κέντρα φιλοξενίας λέγονται”.
“Ναι ε; Γι’ αυτό άμα φέρουμε αντίρρηση σε κάτι, το πρώτο πράγμα που λένε είναι ότι θα μας απελάσουν. Ωραία φιλοξενία”.
“Μη φωνάζεις σου λέω! Κέντρο φιλοξενίας θέλουν να το λέμε; Έτσι θα το λέμε. Δεν πρόκειται να διακινδυνεύσω ούτε λεπτό να ξαναγυρίσουμε στην Συρία”.
“Δεν είναι ζωή αυτή. Στο λέω μαμά, κάποια στιγμή θα φύγω. Θα ελευθερωθώ”.
Η Χαντίγια και η μητέρα της είχαν η καθεμιά την ιδέα της ελευθερίας διαφορετικά στο μυαλό τους. Βρέθηκαν σε ένα κέντρο φιλοξενίας της Β. Ελλάδας, μάλλον κατά λάθος. Η Χαντίγια είχε ακόμα δύο ακόμα μικρότερα αδέλφια, ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι. Η ίδια ήταν 22. Ο πατέρας τους δεν ήθελε να αφήσουν την πατρίδα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, αλλά οι πιέσεις της οικογένειας τον έπεισαν. Εξάλλου, ήταν γιατρός και δεν είχε ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα. Όταν όμως ο τρόμος έφτασε και στην γειτονιά τους, ο πατέρας πείσθηκε πως είχε έρθει η δύσκολη ώρα της ξενιτιάς.
Το να φύγει κάποιος με οικονομική επιφάνεια από την χώρα δεν ήταν δύσκολο τα δύο πρώτα χρόνια. Υπήρχαν διακινητές, όλοι το ήξεραν αυτό. Τον πρώτο καιρό όλοι οι πλούσιοι έτρεξαν σε αυτούς. Έτσι, εξασφάλισαν μετακινήσεις σε πλούσιες χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, αλλά πολλές φορές και σε ΗΠΑ και Καναδά. Στον Καναδά θα πήγαινε και η οικογένεια της Χαντίγια. 5000 ευρώ το κεφάλι συν 2000 για τα προσωπικά τους αντικείμενα. Μικρό το τίμημα για μια ελεύθερη ζωή, ειδικά για την πλούσια οικογένεια της Χαντίγια.
Το μοναδικό πρόβλημα ήταν ότι το ταξίδι δεν θα ήταν καθόλα νόμιμο. Το αρχικό πλάνο ήταν να μεταβούν χωρίς χαρτιά στον Καναδά και να ζητήσουν άσυλο. Ο διακινητής τους είχε υποσχεθεί ότι θα είναι μαζί τους μέχρι το δύσκολο κομμάτι της αποστολής. Ένα τουριστικό λεωφορείο θα τους μετέφερε από το Χαλέπι στην Τουρκία, στο Τσεσμέ. Όντως έτσι έγινε. Το λεωφορείο όμως ήταν ασφυχτικά γεμάτο. Ενώ χωρούσε 50 άτομα, υπήρχαν μέσα 70, κάτι που δυσανασχέτησε πολλούς και ήταν η αιτία διενέξεων και καβγάδων. Η Χαντίγια είχε ήδη βρει άλλη μία οικογένεια που θα ταξίδευε στον Καναδά, οπότε σκέφτηκε ότι δεν θα έμενε χωρίς παρέα. Όταν έφτασαν στο Τσεσμέ, ήταν όλα έτοιμα για το επόμενο στάδιο του σχεδίου. Ο διακινητής μοίρασε σε όλους τα εισιτήρια για την Χίο και τα δεύτερα εισιτήρια για τον Πειραιά.
Το δρομολόγιο Τσεσμέ-Χίος ήταν σύντομο και διασκεδαστικό. Τα πρώτα παρατράγουδα ξεκίνησαν στο δρομολόγιο Χίος-Πειραιάς. Δεν υπήρχε σοβαρός έλεγχος των εισιτηρίων, κάτι που αποδείχθηκε σωτήριο για την πενταμελή οικογένεια, αφού κατάφεραν όλοι τους να περάσουν στο πλοίο. Δέκα περίπου άτομα όμως δεν πέρασαν, καθώς ο ελεγκτής θεώρησε ότι τα εισιτήρια ήταν πλαστά.
Τα μουρμουρητά έδιναν κι έπαιρναν. Μια παγωμάρα είχε κυριεύσει την ατμόσφαιρα. Μόνο τα μικρά παιδιά δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν. Η Χαντίγια είχε κακό προαίσθημα. Συνήθως το ένστικτο της δεν την πρόδιδε και δεν έμελλε να την προδώσει ούτε τώρα. Κατέβηκαν στον Πειραιά και αντί να ακολουθήσουν τις συμβουλές του διακινητή και να μεταβούν στο αεροδρόμιο με λεωφορείο, έκαναν σινιάλο σε ένα από τα δεκάδες ταξί που τους είχαν περικυκλώσει. Αρχικά αυτό φάνηκε εξαιρετική ιδέα, μιας και με το που κατέβηκαν από το πλοίο, ένα σύνθετο γκρουπ από αστυνομικούς και λιμενικούς έσπευσαν να ερευνήσουν αυτούς που είχαν πρόβλημα με τα εισιτήρια, οι οποίοι είχαν ορμήσει όλοι γρήγορα στο λεωφορείο ακολουθώντας την συμβουλή του διακινητή. Τελικά η οικογένεια της Χαντίγια πήγε στο αεροδρόμιο με δύο ταξί και γλίτωσε από την δύσκολη αυτή κατάσταση. Προσωρινά.
Στο αεροδρόμιο φαινόταν πως δεν υπήρχε καμία τέτοιου είδους κινητοποίηση. Το πρόβλημα όμως ήταν αλλού. Όπως φοβόταν εξ αρχής ο πατέρας της Χαντίγια, τα εισιτήρια ήταν πλαστά. Οι φωνές του δεν άργησαν να ξεσηκώσουν ολόκληρο το αεροδρόμιο. Ήξερε ότι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι φωνές ήταν να τους βλάψουν, αλλά τα νεύρα και η κούραση τον έβγαλαν εκτός ορίων.
Η αίτηση ασύλου έγινε λίγο μετά. Δεν πήγε όπως τα περίμεναν. Μετά από πολλές καραμπόλες κατέληξαν στο περιώνυμο αυτό κέντρο φιλοξενίας της Β. Ελλάδας. Βρίσκονταν ήδη ενάμιση χρόνο πια εκεί, χωρίς καμία προοπτική. Το φαγητό ήταν καλό, έπαιρναν και ένα μικρό επίδομα και μπορούσαν να το ξοδέψουν όπως ήθελαν στα λεγόμενα “κέντρα αναψυχής”. Μια καφετέρια με τηλεοράσεις και υπολογιστές, ένα μπιλιαρδάδικο, γήπεδα, ένα μικρό σινεμά.
Κάποιοι ήταν υπερευχαριστημένοι με όλα αυτά. Ευγνωμονούσαν που βρίσκονταν μακριά από την εμπόλεμη ζώνη. Στην Χαντίγια δεν έφτανε αυτό. Μπορεί να ζούσε αξιοπρεπέστατα, αλλά της έλειπε η ελευθερία. Θεωρούσε την ελευθερία το πολυτιμότερο αγαθό στην ζωή. Είχε βάλει σκοπό να φύγει από αυτό το μέρος πάση θυσία.
Διαπίστωσε πως τις τελευταίες μέρες είχε έρθει στο κέντρο ένας καινούργιος νεαρός αστυφύλακας. Δεν ήταν πολύ όμορφος, σε καμία περίπτωση ομορφότερος από το αγόρι της πίσω στην Συρία, αλλά είχε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι μάλλον δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ. Ξεκίνησε να τον γλυκοκοιτάει. Ο ξαναμμένος αστυφύλακας τσίμπησε εύκολα και πλησίασε την Χαντίγια, όσο του επέτρεπαν οι υπηρεσιακές του αρμοδιότητες.
Ο αστυφύλακας δεν έχανε ευκαιρία να της μιλήσει, κάθε φορά που είχε υπηρεσία. Είχε μαγευτεί μαζί της. Το πρώτο βήμα έγινε όταν τον έπεισε να την αφήσει να βγει εκτός του κέντρου. Της φαινόταν απίστευτο, θα έβλεπε τον έξω κόσμο μετά από ενάμιση χρόνο. Ο αστυφύλακας είχε βάρδια 10 το βράδυ με 6 το πρωί. Συνεννοήθηκαν να φύγει μόλις θα έπεφταν όλοι για ύπνο, αλλά με την προϋπόθεση να επιστρέψει πριν τις 5μιση. Στις 4 ήταν πίσω. Αυτό επαναλήφθηκε μόνο άλλες δυο φορές. Ο αστυφύλακας παραξενεύτηκε. Την ρώτησε το γιατί. Του απάντησε πως επειδή δεν έχει χρήματα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα έξω.
“Θα σου δώσω εγώ”.
“Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό”.
“Θες να βγούμε μαζί; Να πάμε μια βόλτα; Κερνάω εγώ”.
“Σε ποιανού την βάρδια θα βγούμε έξω”;
“Στου Γιάννη, του έχω μιλήσει για εσένα”.
Η Χαντίγια γέλασε. Πέτυχε αυτό που ήθελε. Βγήκαν μερικές φορές με τον αστυφύλακα. Κέρασε σε όλες. Στο τελευταίο ραντεβού την πήγε σπίτι του. Κάνανε έρωτα όλο το βράδυ. Δεν το περίμενε, αλλά της άρεσε πολύ. Το είχε τρομερή ανάγκη. Το κορμί της ήταν φουντωμένο για πολλούς μήνες. Ήθελε τόσο να αυτοϊκανοποιηθεί όλον αυτόν τον καιρό αλλά στο κέντρο δεν υπήρχε χώρος. Βέβαια δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, παρόλο που αυτός φαινόταν τρελαμένος μαζί της.
Πλέον έβγαιναν όλο και συχνότερα. Το σεξ ήταν όλο και καλύτερο. Όμως αυτή η ρουτίνα την κούρασε. Δεν έβγαζε κάπου. Ο αστυφύλακας της ζήτησε να το κάνουν φορώντας την μαντήλα της. Η Χαντίγια δεν το πήρε καλά. Αρνήθηκε εκνευρισμένα.
“Το θέλω πολύ, κάνε μου το χατίρι. Τόσον καιρό φοβάμαι να στο ζητήσω”.
“Ξέρεις ότι μισώ τις μαντήλες. Πώς μπορείς και μου ζητάς κάτι τέτοιο;”
“Δεν το έχω σε τίποτα να σε καρφώσω”.
“Ορίστε;”
“Συγνώμη, δεν το εννοούσα”.
“Τελειώσαμε”.
“Σε παρακαλώ, θα σου δώσω λεφτά”.
“Τι”;
“Συγνώμη και πάλι, δε ξέρω τι λέω”.
“Πόσα”;
“Δέχεσαι δηλαδή;”
“Πόσα;”
“100 ευρώ”.
Η Χαντίγια μάζεψε το μαλλί της και φόρεσε την μαντήλα. Έσκυψε, ξεκούμπωσε το παντελόνι του, και έβαλε το πέος του στο στόμα της. Ο αστυφύλακας έμεινε στήλη άλατος. Η κοπέλα συνέχισε για πολύ ώρα ακόμα, βασανίζοντας τον νεαρό. Δεν άργησε πολύ να τελειώσει. Τελείωσε μέσα στο στόμα της. Το συνήθιζε γενικότερα, απλά τώρα δεν το περίμενε, μιας και τελείωσε γρηγορότερα από το συνηθισμένο.
Οι συναντήσεις επί πληρωμή επαναλήφθηκαν πολλές φορές. Μιας και πλέον είχε χρήματα, είχε ξανά διάθεση να βγαίνει μόνη της. Είχε ανάγκη να ξεφεύγει από την κλεισούρα του κέντρου. Οι γονείς δεν αντιλήφθηκαν τι κάνει η κόρη τους, αφού είχαν συμβιβαστεί με την νέα τους πραγματικότητα και δεν έδειχναν διάθεση να την αλλάξουν.
Στις εξόδους της γνώρισε κι άλλους άντρες. Κατάλαβε την δύναμη που περίκλειε το εσώρουχο της. Σύντομα έγινε γνωστή στην πιάτσα. Ήταν πολύ καλή σε αυτό που έκανε. Η ομορφιά, η νεότητα και η μυρωδιά της, έφτιαχναν ένα πακέτο που κάποιοι ήταν πρόθυμοι να το χρυσοπληρώσουν. Πόρνη. Ήξερε πως αυτό που έκανε δεν ήταν το ηθικότερο πράγμα στον κόσμο, αλλά το εύκολο χρήμα έριχνε κάθε της αντίσταση.
Μεταξύ άλλων, είχε γνωρίσει ένα ώριμο κύριο, υπεράνω πάσης υποψίας. Ήταν ο γενικός γραμματέας του υπουργού μεταναστευτικής πολιτικής. Ήταν ξετρελαμένος μαζί της. Η νεαρή κοπέλα το είχε καταλάβει και σκόπευε να το εκμεταλλευτεί. Στην τελευταία τους συνάντηση του ζήτησε μια χάρη. Ένα εισιτήριο για τον Καναδά.
Λίγες μέρες μετά θα τον συναντούσε ξανά. Ανέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού του τρεκλίζοντας από το άγχος. Μπήκε μέσα και κάθισε στον καναπέ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε φρέσκος χυμός μανταρίνι, ο αγαπημένος της.
“Σε βλέπω λίγο αναστατωμένη”.
“Είμαι αγχωμένη”.
“Δε χρειάζεται. Σου έχω έτοιμο το εισιτήριο. Ορίστε”.
“Κιόλας; Μα… Δεν ξέρω τι να πω. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ!”
“Η οικογένεια σου;”
“Δε με νοιάζει. Ας μείνουν πίσω. Φαίνεται ότι περνάνε καλά”.
“Όπως νομίζεις. Σε δύο μέρες πετάς. Έλα τώρα κοντά μου”. Μέριασε την πετσέτα και την τράβηξε κοντά του. Η Χαντίγια δεν έχασε στιγμή, έβαλε το πέος του αμέσως στο στόμα της. Ξαφνικά, ο ώριμος άνδρας διέκρινε μεγάλες χοντρές σταγόνες να πέφτουν από τα μάτια της. “Κλαις;”
“Δεν είναι τίποτα”.
“Σταμάτα, συνεχίζουμε μετά. Πες μου, γιατί κλαις;”
“Από χαρά”.
“Χαρά;”
“Ναι, χαίρομαι για την ελευθερία μου. Για την ελευθερία μου…”