Σε μια γειτονιά σαν τις άλλες γειτονιές της μεγαλούπολης, στα Ιλίσσια, που λίγα πράγματα άλλαζαν καθημερινά, ένα μεσημέρι καλοκαιριού, που ο ήλιος έκαιγε με αποτέλεσμα οι λιγοστοί περαστικοί, που βρίσκονταν στον δρόμο εύχονταν να βρίσκονται σε κάποια κοντινή παραλία, συνέβη κάτι διαφορετικό, κάτι που έσπασε τη ρουτίνα.
Μια οικογένεια κοτσυφιών αποφάσισε να χτίσει την φωλιά της σε μια από τις πολυκατοικίες της γειτονίας και το κελάηδημα τους έγινε καθημερινή παρέα των κατοίκων των γύρω πολυκατοικιών. Και, όμως, . βρέθηκαν σκληρόκαρδοι άνθρωποι, που γκρέμισαν, χωρίς να σεφτούν, τη φωλιά τους, ξεχνώντας ότι όλοι έχουν ανάγκη από σπίτι και ότι μια μικρή ενόχληση δεν είναι τίποτα μπροστά στο δώρο να ζεις στη φύση, να βιώνεις την ομορφιά της και να την ακούς στην καρδιά τής πόλης. “Σκληρόκαρδη” δεν είναι η σωστή έκφραση . μάλλον δυστυχισμένη, ήταν η κυρία Καίτη, που, γκρεμίζοντας τη φωλιά τους, φώναξε : “βρωμοπούλια φύγετε από δω“. Η Κυρία Καίτη, που δεν θυμόταν πια τότε που τη φώναζαν Κατερινουλα, πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια . τότε, που έτρεχε ξυπόλυτη τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού στο δάσος του χωριού της και έλεγε στους φίλους της, δυο μικρά κοτσύφια τα όνειρα της να πάει μια μέρα στην Αθήνα να γίνει μεγάλη ηθοποιός. Ναι, σε αυτά τα μικρά πουλιά είπε για πρώτη φορά ότι ήταν ερωτευμένη με τον Αντώνη, τον γείτονά της, που ήταν και συμμαθητές στο σχολείο. Με τους δύο μικρούς της φίλους μοιράστηκε την χαρά της όταν τη φίλησε για πρώτη φορά ο Αντώνης, όταν οι γονείς της της επέτρεψαν να φύγει για την πρωτεύουσα, την Αθήνα, για να ακολουθήσει τα όνειρά της. Τα κοτσύφια ήταν πάντα εκεί και θαρρείς πως καταλαβαίναν σιωπηλοί ακροοατές και παρηγορητές μαζί με το κελάηδημα τους
Τώρα, η κυρία Καίτη, μετά από είκοσι χρόνια στην Αθήνα, είχε ξεχάσει την Κατερινούλα, τους φίλους της, τα όνειρά της, απορροφημένη από τον αγώνα για την επιβίωση. Έχασε το τρένο για τη ζωή και πώς να αντέξει τη χαρά των πουλιών; Ξεγελάστηκε από υποσχέσεις για εύκολη δόξα και χρήματα και αντί να πάει σε μια δραματική σχολή, όπως σκόπευε αρχικά, προτίμησε τα λαμπερά φώτα ενός μεγάλου κλάμπ, που ο ιδιοκτήτης του την έπεισε ότι είχε διασυνδέσεις στον χώρο του θεάματος και θα την έκανε γνωστή αν χόρευε στο μαγαζί του. Τώρα που τη θεωρεί μεγάλη πια για τον χορό, την έβαλε να του κρατάει τα λογιστικά βιβλία. Πάνε πια οι τόσες υποσχέσεις… Πάνε πια τα τόσα όνειρα…
Από πού να είχαν έρθει άραγε αυτά τα κοτσύφια; Να είχαν γεννηθεί στην πόλη ή να ήρθαν εξαιτίας της ζέστης; Ήταν τόσο όμορφα . μαύρο το αρσενικό, γκρίζο το θηλυκό. Και αυτό το κίτρινο ράμφος τους! Ένα πράγμα, πάντως, ήταν σίγουρο . δεν υπήρχε περίπτωση να παραιτηθούν, να το βάλουν κάτω. Οι γονείς ήθελαν ένα σπίτι για τα παιδιά τους και θα κατάφερναν να το ξαναχτίσουν. Η μάνα κουβαλούσε χόρτα, άχυρα, κλαδάκια, λάσπη, για να είναι έτοιμη η φωλιά για τα παιδιά της, και, πραγματικά, αναρωτιόσουν σαν την έβλεπες, πώς τα κατάφερνε το μικρό ράμφος της να τα σηκώσει όλα αυτά. Το κελάηδημα του πατέρα, που τη συντρόφευε να της έδινε άραγε επιπρόσθετη δύναμη ή η αγάπη για τα παιδιά να υπερνικούσε, από μόνη της, κάθε εμπόδιο;
Κάθε πρωί, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, οι γονείς έψαχναν για φαγητό είτε στον κήπο της διπλανής πολυκατοικίας είτε στο πάρκο που βρισκόταν λίγα χιλόμετρα μακρύτερα. Και οι δύο έπρεπε να φροντίσουν τα μικρά τους μέχρι να είναι έτοιμα, να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν μόνα τους. Και ήταν τόσο αισθητός ο θόρυβος που έκαναν, όταν σήκωναν τα πεσμένα φύλλα, γυρεύοντας φαγητό, που ακόμη και οι αδιάφοροι άνθρωποι, οι προσηλωμένοι στην επαναλαμβανόμενη μονότονη καθημερινότητά τους τον άκουγαν πού και πού και γύριζαν και χαμογέλουσαν. Τους θύμιζαν ότι η πραγματική ζωή δεν κλείνεται μέσα σε τέσσερις τοίχους.Ότι υπάρχει και κάτι πέρα από τον αγώνα για επιβίωση. Πέρα από τη συνεχή τάση για απόκτηση των υλικών αγαθών. Χαμογελούσαν κρυφά και επέστρεφαν αμέσως στο δρόμο τους.
Ένα πρωί, ένα κορίτσι, μια νεαρή κοπέλα, από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου μιας πολυκατοικίας, δίπλα από αυτή, που τα κοτσύφια είχαν χτίσει τη φωλιά τους άκουσε από το ανοιχτό παράθυρό της το κελάηδημα τους. Όμως, αυτή τη φορά τής φάνηκε διαφορετικό από τις προηγούμενες , θαρρείς πως έμοιαζε με έκκληση για βοήθεια και θρήνο μαζί. Βγήκε στο μπαλκόνι και είδε μια άγνωστη γάτα να έχει αρπάξει ένα μικρό κοτσύφι και να ετοιμάζεται να το φάει. “Γι’ αυτό κάνουν έτσι οι γονείς“, σκέφτηκε. “Φοβούνται,πονάνε. Το καημένο κοτσυφάκι, πρέπει να το σώσω”. Πήρε μια σκούπα, χωρίς να το πολυσκεφτεί, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και βγήκε έξω στον κήπο. Ήταν, όμως, αργά. Η γάτα, υπακούοντας στα φυσικά της ένστικτα, είχε φάει το μικρό κοτσύφι και ο θρήνος των γονιών ήταν τόσο δυνατός, που κάλυπτε ακόμη και τον θόρυβο των αυτοκινήτων. «Ποιος είπε ότι τα ζώα δεν αγαπάνε τα παιδιά τους σαν τους ανθρώπους; Ποιος είπε ότι δεν πονάνε σαν τους ανθρώπους ; Όταν τα χάνουν , ποιος είπε ότι δεν ζητάνε βοήθεια;» σκέφτηκε το κορίτσι, επιστρέφοντας στο διαμέρισμά της λυπημένη. «Πώς να θυμώσεις όμως και στη γάτα; Ούτε αυτή φταίει.Τι σκληρός που είναι ο νόμος της φύσης», είπε φωναχτά κλείνοντας την εξώπορτα του διαμερίσματος.
Και οι μέρες περνούσαν μέσα στη ρουτίνα τους , που την έσπαζε το κεηλάηδημα των κοτσυφιών. Ένα πρωί, την ώρα που το κορίτσι ετοιμαζόταν να φύγει για την δουλειά , ξανάκουσε εκείνο το κελάηδημα, που έμοιαζε με φόβο και με κραυγή βοήθειας. Βγήκε έξω στο μπαλκόνι και είδε πάλι μια γάτα. Μόλις έβλεπαν, όπως φαίνεται, τη γάτα να πλησιάζει τη φωλιά τους οι απελπισμένοι γονείς, μόλις αντιλαμβανόντουσαν τον κύνδυνο, το κακό που θα ακολουθούσε, καλούσαν σαν σε βοήθεια κάποιον δυνατότερο, για να τους σώσει. Ίσως από ένστικτο, ίσως από πόνο δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το μικρό που έχασαν και ας λένε κάποιοι ότι δεν μπορούν να νιώθουν τα ζώα όπως οι άνθρωποι.
Το κορίτσι κατέβηκε και έδιωξε τη γάτα. Και ξαφνικά, το κελάηδημα ξανάγινε τραγουδιστό. Ναι, αυτό το τραγούδι, που έσπαζε τη μονοτονία των κουτιών από τσιμέντο, όπου ζουν οι άνθρωποι φυλακισμένοι από επιλογή και ανάγκη. Αυτό το κελάηδημα, που έμοιαζε με φωνή που καλούσε για συνάντηση, για συντροφιά, για το πραγματικό νόημα της ζωής του ανθρώπου.
Αυτή η κραυγή για βοήθεια ακουγόταν τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα και κάθε φορά που το κορίτσι του πρώτου ορόφου βρισκόταν στο σπίτι και την άκουγε έβγαινε στο μπαλκόνι και έβλεπε μια γάτα κοντά στη φωλιά των κοτσυφιών. Κάθε φορά, κατέβαινε, βιαστικά, τις σκάλες και την έδιωχνε, παίρνοντας σαν ανταμοιβή το μελωδικό ευχαριστώ, που τη συντρόφευε στις χαρές και τις λύπες, στην ξεκούραση και στην κούραση.
Και πόσο δυνατό το μάθημα για την αγάπη της μάνας και τον πόνο, που δεν περιορίζεται στους ανθρώπους , για την αλαζονεία τους, καθώς λησμόνησαν ότι δεν είναι οι μοναδικοί ιδιοκτήτες του πλανήτη και ότι, χωρίς τους άλλους συγκατοίκους, το κοινό σπίτι δεν θα αντέξει. Λησμόνησαν, ακόμη, πως πραγματική δύναμη σημαίνει να βοηθάς τον πιο αδύναμο και να προσπαθείς να ακούσεις τη φωνή του, ακόμη και όταν η φωνή του είναι διαφορετική από τη δική σου. Γιατί δεν μπορείς να μετρήσεις τη δύναμή σου χωρίς να σώσεις τους πιο ανυπεράσπιστους, χωρίς να θυμάσαι, πάντα, πως θα έρθει η ώρα, που θα χρειαστείς και συ βοήθεια και θα ελπίζεις να βρεθεί κάποιος να ακούσει τη φωνή σου ,με όποιον τρόπο μπορείς να την εκφράσεις.