Μερικές σχέσεις είναι καρμικές. Ένας αρχαίος Ιαπωνικός μύθος λέει πως μια αόρατη κόκκινη κλωστή δένει τους ανθρώπους που κάποια στιγμή η μοίρα, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, θα τους φέρει κοντά.
Ο Πέτρος έχει ταξιδέψει πολύ στη ζωή του, έχει συναντήσει χιλιάδες ανθρώπους λόγω της δουλειάς του ως τραγουδιστής, και απολάμβανε πάντα να συνδυάζει τα επαγγελματικά του με την προσωπική διασκέδαση. Ήταν αρκετά εμφανίσιμος και γοητευτικός, παρά τις πέντε δεκαετίες που βάραιναν την πλάτη του. Όμως, πάντα ένιωθε μέσα του ένα κενό, ακόμα και όταν περιτριγυριζόταν από όμορφες γυναίκες. Ήταν κάτι απροσδιόριστο που πάντα το αναζητούσε κοιτάζοντας την θάλασσα, λες και αυτό που περίμενε θα ερχόταν από εκεί. Η ιδέα και μόνο να είναι μόνος του τον τρόμαζε, για αυτό και ποτέ δεν του έλειπε η παρέα. Αλλά βαριόταν εύκολα.
Τώρα έβγαινε από το ταχυδρομείο αναστενάζοντας καθώς, ξαφνικά, έπιασε δυνατή βροχή με χαλάζι και στέκεται στην πόρτα, μέχρι να κοπάσει, σιγομουρμουρίζοντας: «πετραδάκι, πετραδάκι, για τα σένα το ’χτισα, της αγάπης το τσαρδάκι κι όμως δε σ’ απόχτησα…» «Σίγουρα όταν το τραγουδούσε ο Ξανθόπουλος δεν θα είχε το χαλάζι υπόψη», ακούει μια φωνή πίσω του να λέει. Γυρίζει και χαμογελάει όταν συνειδητοποίησε ότι τα λόγια απευθύνονταν σε αυτόν. «Για την ιστορία, ο Μενιδιάτης το τραγούδησε πρώτος!», λέει. «Καλά, δεν θα τσακωθούμε για τα πνευματικά δικαιώματα!» «Φυσικά και όχι! Μήπως δικά μας είναι;!» «Φυσικά ή όχι; Να είστε πιο συγκεκριμένος στις απαντήσεις σας, γιατί γίνονται και παρεξηγήσεις.» «Είστε πάντα πνευματώδης στις απαντήσεις σας;», ρωτάει την συνομιλήτριά του. «Μόνο όταν μου το βγάζει ο άλλος», του λέει εκείνη. «Να είστε πιο συγκεκριμένη όταν χρησιμοποιείτε ρήματα όπως το «βγάζει», γιατί γίνονται και παρεξηγήσεις», της χαμογελάει με ύφος νικητή που κέρδισε την παρτίδα. Του χαμογελάει ντροπαλά, ρίχνοντας μια ματιά στον ουρανό. «Σταμάτησε να βρέχει. Χάρηκα!» Και περνάει από μπροστά του, βγαίνοντας έξω, καθώς εκείνος, μηχανικά, κάνει στην άκρη κοιτάζοντάς την να τον προσπερνάει με μια αέρινη κίνηση και αφήνοντάς τον να θαυμάζει την κομψή σιλουέτα της. Ήταν έτοιμος να της ζητήσει να βγούνε όταν δέχτηκε μια σπρωξιά και ένα πάτημα από ένα καροτσάκι αγοράς από μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία που προσπαθούσε, γρήγορα, να μπει μέσα στο κτίριο, για να προστατευτεί από την βροχή. «Κάνε στη μπάντα, νεαρέ, να περάσει ο κόσμος!» «Θα σου έλεγα τίποτα, αλλά σε συγχωρώ για το νεαρός που είπες» Η ηλικιωμένη, αφήνει το καροτσάκι από τα χέρια της και σκουπίζει τα γυαλιά της από την βροχή. Τα φοράει, τον πλησιάζει, τον κοιτάζει εξονυχιστικά και του λέει: «Έτσι είπα; Λάθος έκανα» «Α, ναι;» «Ναι. Εσύ έχεις την ίδια ηλικία με τον εγγονό μου!» «Σιγά μην είμαι και δισέγγονός σου!», διαμαρτύρεται εκείνος. «Άντε να σε δει κανένας οφθαλμίατρος που κόντεψες να μας αφήσεις ανάπηρους!»
2
«Δεν έχεις καθόλου τρόπους!» «Τους έχασα μόλις με πάτησες με το καροτσάκι σου. Πάλι καλά που δεν οδηγείς, κιόλας!» «Ατύχημα ήταν. Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εσύ τι είσαι, ο πορτιέρης των ΕΛΤΑ;» «Όχι, ο πορτιέρο του Ολυμπιακού!» «Πολύ θα το ’θελες! Σιγά μην είσαι εσύ σαν τον Καπίνο! Εκείνος καταρχάς είναι πιτσιρίκι και ντερέκι», και τον κοιτάζει από την κορφή ως τα νύχια. «Και δεν φοράει εσπαντρίγιες με την βροχή» «Να τα μας! Μας έγινε και ειδική στο ποδόσφαιρο και στη μόδα η γιαγιά! Αααχ!! Πας καλά κυρά μου;», μόλις τον πάτησε με το καροτσάκι της, επίτηδες αυτή την φορά. «Να το στρίψω ήθελα» «Άμα μου στρίψει εμένα να δεις!» «Άιντε να χαθείς, αγενέστατε!», του λέει και φεύγει αφήνοντάς τον να δαγκώνει τα χείλη του, για να μην ξεστομίσει καμιά κουβέντα που θα κοβόταν στη λογοκρισία.
«Ελα, ρε, Πέτρο! Έλα, ρε, Πέτρο! Πού χάθηκες; Ξέρεις πόση ώρα σε περιμένω;». Ο Ηλίας είναι φίλος του Πέτρου και παραλίγο ξαδέρφια, αν η αδερφή της μάνας του Πέτρου παντρευόταν τον πατέρα του Ηλία. Μεταξύ τους, όμως, αυτοαποκαλούνται ξαδέρφια, και τώρα τον περίμενε στην καφετέρια που είχαν δώσει ραντεβού. «Ξάδερφε, παράτα με, γιατί είμαι βαπόρι!» «Εκ Περσίας;» «Εξ ΕΛΤΑ» «Μπήκαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία στις εφοπλιστικές επιχειρήσεις; Από πότε;» «Μη με κουρδίζεις κι εσύ, τώρα! Τι πίνεις;» «Καφέ. Αλλά δεν θες» «Γιατί δεν θέλω;» «Εσύ είπες πως είσαι βαπόρι, άρα κάτι άλλο πρέπει να πιεις», του λέει ειρωνικά. «Ευτυχώς που δεν είσαι, πραγματικά, αίμα μου, γιατί με αυτά που λες σιγά μην σε έβαζα στη διαθήκη μου» «Απόκληρο και ξεχασμένο θα με άφηνες;», ρωτάει δίχως να πάρει απάντηση. «Συμβαίνει κάτι;» Ο Πέτρος ξεφυσάει ατενίζοντας έξω. «Πάλι βρέχει», λέει με νοσταλγία. «Φοβάσαι μην βραχείς; Τα βαπόρια αντέχουν στη βροχή», λέει πειράζοντάς τον, αλλά αντί να δει το θυμωμένο βλέμμα του φίλου του, τον ακούει να τραγουδάει το ρεφρέν από το τραγούδι «προσευχή» του τραγουδιστή Λάκη Αλεξάνδρου: «Τώρα, μια προσευχή/στα χείλη μου έγινες εσύ/και κάνω μια ευχή/να ’ρθεις ξανά με την βροχή…»
Οι μέρες και οι βδομάδες περνούσαν σαν σελίδες ημερολογίου που τις παίρνει ο άνεμος. Άλλαξε μέχρι και η εποχή και ήρθε η άνοιξη. Μόνο στην καρδιά του Πέτρου επικρατούσε ακόμα εκείνη η νοσταλγική γεύση της ημέρας του χειμώνα που είχε συνομιλήσει με εκείνη την όμορφη άγνωστη στην είσοδο του ταχυδρομείου. Λες και οι λεπτοδείχτες του χρόνου είχαν σταματήσει εκείνη την ημέρα. Έπαιρνε τους δρόμους συχνά μην τυχόν και την συναντούσε ξανά, αλλά μάταια. Ξυπνούσε και κοιμόταν με την σκέψη της. Μέχρι και οι εφήμερες αγκαλιές δεν τον χωρούσαν πια.
3
Ένα πρωί κατέβαινε βιαστικός στο κέντρο της πόλης για δουλειές. Η τράπεζα είχε πολύ κόσμο. Παίρνει κουπόνι και βγαίνει βιαστικός έξω και πάει σε μια καφετέρια να πιει τον καφέ του πριν επιστρέψει. Παρατηρεί έναν ύποπτο τύπο να αρπάζει την τσάντα μιας ηλικιωμένης γυναίκας στο διπλανό τραπέζι και να τρέχει να ξεφύγει. Τον κυνηγάει, τον προλαβαίνει, και ο δρόμος γίνεται ρινγκ προς τέρψιν της περιέργειας των περαστικών, μέχρι την στιγμή που ο ένας από τους δυο δέχεται ένα χτύπημα στο κεφάλι κατά λάθος.
Ο Πέτρος βρίσκεται σε κρεβάτι του νοσοκομείου με τον γιατρό να του δίνει οδηγίες λέγοντάς του πως δεν πρέπει να σηκωθεί, επειδή υπέστη κάκωση, αλλά για κάθε ενδεχόμενο θα τον κρατούσε εκείνη την ημέρα στο νοσοκομείο μέχρι να βγουν οι εξετάσεις, και του συνιστά να ξεκουραστεί. Ο γιατρός βγαίνει από το δωμάτιο και ο Πέτρος κλείνει ελαφρά τα μάτια του. Αυτό δεν κράτησε για πολύ, γιατί ξαφνικά άρχισε να τον ενοχλεί ένας περίεργος θόρυβος που ακουγόταν δίπλα του. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει την ηλικιωμένη κυρία του ταχυδρομείου να κεντάει ένα σεμέν τραβώντας κάπου-κάπου κλωστή από ένα κουβάρι μέσα από ένα πλαστικό μπουκάλι. «Δεν το πιστεύω! Κι εδώ εσύ;!» «Σωτήρα μου!», του λέει ευδιάθετη, δείχνοντάς του την τσάντα της. «Δική σου ήταν;!! Δεν το πιστεύω! Γιατί, σε μένα αυτό;!» «Γιατί, εγώ τι φταίω, που όπου πηγαίνω σε βλέπω μπροστά μου σαν τον χάρο!» «Έννοια σου και θα τον δεις καμιά ώρα, στην πραγματικότητα, μπροστά σου» «Δεν είμαι εγώ η ασθενής στο νοσοκομείο», του λέει θυμίζοντάς του που βρίσκεται. «Να δω τι άλλο θα πάθω! Εξαιτίας σου έχασα την γυναίκα της ζωής μου» «Γλίτωσε η γυναίκα!» Την αγριοκοιτάζει ενώ εκείνη συνεχίζει να κεντά. «Γιατί τσακώνεστε εδώ; Μέχρι έξω ακούγεστε!», λέει μια νοσοκόμα που εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου και τους πλησιάζει. Ο Πέτρος μένει έκπληκτος. «Η κοπέλα του ταχυδρομείου!», αναφωνεί. «Κι εσείς ο γιαλατζί Ξανθόπουλος! Ελπίζω να μην αρχίσετε να τραγουδάτε κι εδώ!», του λέει εύθυμα. Η ηλικιωμένη κυρία σταματάει το κέντημα και καθώς ήταν καθιστή ρίχνει το βλέμμα της μία στη νοσοκόμα και μία στον Πέτρο. Μαζεύει τα πράγματά της και αποχωρεί, χωρίς να αντιληφθούν την απουσία της, σαν καλή νεράιδα που ολοκλήρωσε την αποστολή της. Το βλέμμα τους, τώρα, σαν μαγνήτης είχε καρφωθεί μέσα στα μάτια του άλλου. Αν μπορούσε να μιλήσει η σιωπή θα έλεγε πως αυτοί οι δυο άνθρωποι «άνθισαν» καθώς ο ένας αντίκρισε τον άλλον. Και παρότι έξω είχε συννεφιά, μια αόρατη φωτεινή αύρα φώτιζε τα πρόσωπά τους που είχαν μείνει χαμογελαστά και σιωπηλά σαν να είχε παγώσει ο χρόνος. «Είστε καλύτερα;», τον ρωτάει, έπειτα. «Αφού σας έχω αποκλειστική νοσοκόμα, ναι, είμαι καλύτερα» «Αποκλειστική; Ναι, εσείς και άλλοι είκοσι πέντε σε αυτόν τον όροφο». «Να πάτε να τους στείλετε για ύπνο τους άλλους, δεν θέλω να σας μοιράζομαι» «Ώστε έτσι, ε; Προς το παρόν θα πάω να τους δώσω τα φάρμακά τους.» «Ήθελα πολύ να σας ξαναδώ! Αν ήξερα ότι δουλεύετε εδώ θα είχα κανονίσει να με στείλουν πιο σύντομα κοντά σας!»
4
Εκείνη του χαμογελάει και τον κοιτάζει έντονα με τα μεγάλα της γαλανά μάτια που τον έκαναν να χάνεται μέσα τους σαν να έπλεε σε ωκεανό. Ήθελε να του πει πως και αυτή τον σκεφτόταν όλο αυτό το διάστημα, πως η μορφή του είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό της, αλλά της φαινόταν περίεργο αυτό που ένιωθε για έναν άγνωστο. «Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Εσείς μην τυχόν και αρχίσετε να τραγουδάτε, γιατί θα έρθω να σας βάλω φίμωτρο!» Ο Πέτρος για απάντηση βγάζει μια σκυλίσια παραπονιάρικη κραυγή σαν γαύγισμα κι εκείνη γελάει νιώθοντας ευτυχισμένη. Αν ήξερε μόνο πόσο πολύ την ποθούσε κι εκείνος! Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και κοντοστάθηκε. Πριν φύγει από το δωμάτιο, γυρίζει, κι ενώ τα σώματά τους είχαν μείνει ακίνητα, με τα βλέμματά τους διασταυρωμένα σαν να έδωσαν σιωπηλή υπόσχεση ότι η συνέχεια μεταξύ τους θα είναι πιο ενδιαφέρουσα, οι ψυχές τους σαν εγκλωβισμένες πεταλούδες σε κλειστό βάζο άρχισαν να φτεροκοπούν…
πηγή φωτογραφίας:
https://www.flickr.com/photos/lauramakabresku/15963905378/