“Κονσέρτο σε Ξι Φαλτσόρε” της Χριστίνας-Μαρίας Βάλντερ

Πράξη Πρώτη

 

Βράδυ. Δύο ξένοι στο θεωρείο ενός άδειου αραχνιασμένου θεάτρου.

 

Εσύ: Γεμίζεις το ποτήρι σου με μολυβένια σιωπή και πίνεις εις υγείαν της «ουσιώδους επικοινωνίας» μας. Τι ειρωνεία…αμφιβάλλω κατά πόσο ξέχασες τα λόγια σου. Νομίζω ότι το σενάριο το ξέρουμε και οι δυο. Το πτυχίο υποκριτικής σου αναφέρει ξεκάθαρα την ειδίκευση στην «Περιαυτολογία». Απόψε άραγε οι λιγοστές σου λέξεις απευθύνονται σε μένα ή απλώς διακοσμούν την απόσταση ανάμεσά μας;…

Advertising

Advertisements
Ad 14

 

Εγώ: Ως συνήθως σιωπώ, γιατί δεν τόλμησα να αλλάξω μια συνήθεια τόσο βολική και οικεία. Η δική μου ειδίκευση; «Όλα καλά, μια χαρά».

Συνηθίσαμε κι οι δυο το σενάριο. Συνήθισα την ψυχή μου να κοχλάζει σε μια βασανιστική σιωπή μέχρι που η εσωτερική έκρηξη να είναι αναπόφευκτη.

Έχεις ακούσει ποτέ κάποια σιωπηλή μου έκρηξη; Προφανώς και όχι, αφού φρόντισα να καλύψω το ωστικό της κύμα με αμήχανο γέλιο και μάντεψε… λίγη ακόμα σιωπή.

 

Απόψε, όμως, νιώθω ότι οι μηχανισμοί κάλυψης υπολειτουργούν. Ίσως να αγανάκτησε κάποιο μικρό γρανάζι, ίσως τα απόβλητα των προηγούμενων εσωτερικών εκρήξεων να μην μπορούν πλέον να συγκρατηθούν.

Advertising

 

(Κίνδυνος εμφάνισης πραγματικού συναισθήματος! Επαναλαμβάνω, κίνδυνος εμφάνισης πραγματικού συναισθήματος!)

 

Το ποτήρι σου τρέμει…ή μήπως εγώ τρέμω;

Το ποτήρι σου ξεχειλίζει, μη βάλεις άλλο…ή μήπως τα μάτια μου ξεχειλίζουν από μια φοβισμένη σιωπή που με τόση μαεστρία κάλυπτα.

Το βουητό στα αυτιά μου αυξάνεται σαν ξεκούρδιστα όργανα που το παρθενικό τους άκουσμα είναι φάλτσο και ασταθές…

Advertising

Οι οργανοπαίχτες παίρνουν βιαστικά τις θέσεις τους, σκουπίζουν τις ιδρωμένες παλάμες τους στους μηρούς τους και ανοίγουν την παρτιτούρα που τόσο καλά έχουν μελετήσει όλα αυτά τα χρόνια.

Ωστόσο όσο ξεδιπλώνουν τα χαρτιά τους, εμφανίζονται συνεχώς νέα… σημειώσεις που είχαν ξεχάσει ότι έχουν κάνει, σελιδοδείκτες και παραπομπές σε άλλα σημεία της παρτιτούρας.

Σαστίζουν από το μέγεθος του κονσέρτου.Από πού να αρχίσουν; Πώς να συνοψίσουν τον πόνο; Δεν συνοψίζεται.

Στριμώχνουν ετεροχρονισμένες νότες άγνωστης τονικότητας σε όσα μέτρα προλαβαίνουν και αρχίζουν τη συναυλία αυτή με δάκρυα στα μάτια και με την ελπίδα ότι ο μοναδικός θεατής του κονσέρτου θα συγκινηθεί από την απελπισμένη προσπάθεια των χαμηλά αμειβόμενων μουσικών.

Advertising

 

Το κονσέρτο δεν κράτησε πολύ. Όσο άντεξαν οι μουσικοί, όσο κατόρθωσε ο Μαέστρος να σταθεί στα πόδια του, όσο ούρλιαζαν παραπονιάρικα τα όργανα.

Πρώτα σταμάτησαν τα κοντραμπάσα.

Διαβάστε επίσης  "Το κουτί της γιαγιάς πανδώρας" της Ελένη Δεμερτζή

Μετά παραιτήθηκαν τα τσέλα και οι βιόλες.

Μόνο του έμεινε το πρώτο βιολί να γρατζουνάει τις χορδές απελπισμένα, ώσπου σταμάτησε κι αυτό.

Advertising

Και η συναυλία τελείωσε και τα όργανα λουφάζουν.

Και μετά σιωπή.

 

Ο μαέστρος γύρισε αργά προς το μοναδικό θεατή του θεάτρου. Οι μουσικοί σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους με μάτια γεμάτα προσμονή και ελπίδα.

Μέχρι και οι αράχνες του εγκαταλελειμμένου θεάτρου γύρισαν προς το μοναδικό θεατή και περίμεναν. Ίσως την ένδειξη κάποιου συναισθήματος. Ίσως δύο-τρία βαριεστημένα παλαμάκια…

Advertising

 

Και ο μοναδικός θεατής του θεάτρου κοίταξε ατάραχα το ρολόι του, τελείωσε το ποτό του, εξάσκησε την ειδίκευσή του στην «Περιαυτολογία» και αποχώρησε από το θέατρο.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τίποτα δεν θα άλλαζε.

Μπορεί να σε χειροκροτεί ολόκληρο το θέατρο, αλλά αν ο μοναδικός θεατής του οποίο του χειροκρότημα χρειάζεσαι δεν σε επευφημεί… αυτό είναι ο ορισμός της απογοήτευσης.

 

Ο Μαέστρος χαμήλωσε το κεφάλι, οι οργανοπαίχτες με βουρκωμένες ψυχές έβαλαν τα όργανα στις θήκες τους και πήγαν στο μπαρ του θεάτρου.

Advertising

«Το κλασικό;» ρωτάει ο μπάρμαν «Μια μολυβένια σιωπή;»

«Όπως πάντα» αναστέναξε ο Μαέστρος.

 

Πράξη Δεύτερη

 

Πέρασαν χρόνια από το κονσέρτο μου σε Ξι Φαλτσόρε…

Advertising

Το θυμάμαι σαν χθες.

Εγώ: Πλέον συνθέτω νέα κονσέρτα με άλλες ορχήστρες. Ωστόσο, αν και έχω αλλάξει τονικότητα, η Ξι φαλτσόρε, οφείλω να ομολογήσω, ότι αναδεύεται σε κάποιο σκοτεινό σημείο του δάσους που είμαι πολύ απασχολημένη για να επισκευτώ.

Εσύ: Οι γεωγραφικές συντεταγμένες σου εντοπίζονται σε ένα σημείο από το οποίο κρατώ μια ασφαλή απόσταση, γιατί ακόμα δεν έχω σταθεροποιήσει την νέα τονικότητά και ξεκουρδίζομαι εύκολα με το που αλλάζει η θερμοκρασία.

 

Αν γυρνούσες ποτέ στο αραχνιασμένο θέατρο, δεν θα το γνώριζες. Θα άκουγες το Μαέστρο να μιλά με λόγια αγάπης για τη νέα του δημιουργία στην κατάμεστη ανακαινισμένη αίθουσα.

Advertising

«Έχετε ακούσει για τις «αρμονικές νότες»? Είναι οι νότες πίσω από τις νότες, ο απόηχος του ήχου»

Αν είχες μείνει λίγο ακόμα ίσως μάθαινες ότι αυτό έχει μείνει από το οργισμένο κονσέρτο μου σε μια απογοητευμένη Ξι Φαλτσόρε. Ο απόηχος

 

 

Θα σου πω την αλήθεια, όμως. Για καιρό μετά τη συναυλία είχα επισκέψεις.

Είχα την τιμή να γνωρίσω όλες τις διακεκριμένες προσωπικότητες.

Advertising

Αρχικά ήρθε η Απογοήτευση. Με φίλησε σταυρωτά και με ρώτησε αν ξέρω για τις εξελίξεις στο χώρο της μόδας «Το μαύρο της μελαγχολίας θα το λατρέψεις! Πάω αμέσως να σου αγοράσω μερικά χρόνια σε αυτήν την απόχρωση!» Και το έκανε.  Γενναιόδωρη γυναίκα η Απογοήτευση!

Διαβάστε επίσης  "Η Άννυ του μπαρ" του Αθανάση Απέργη

H Οργή, απ’την άλλη ήταν ιδιαίτερα επίμονη στο να τηλεφωνεί κάθε φορά που τηλεφωνούσες. Μία απαντούσα σε σένα, μία απαντούσα σε εκείνη, αλλά πιο συχνά μιλούσατε οι δυο σας, γιατί η Οργή έχει την τάση να μιλάει στους ανθρώπους εκ μέρους μου.

Ωστόσο, καμιά από τις επίτιμες προσωπικότητες που με επισκέφτηκαν τα χρόνια μετά το κονσέρτο δεν ήταν τόσο επικίνδυνη όσο το Μίσος. Το Μίσος ήρθε αγκαζέ με την Εκδίκηση και φύτεψαν στο δάσος μου μαύρα φλεγόμενα έλατα που μουρμούριζαν για χρόνια στοίχους από ένα τραγούδι τόσο τρομακτικό, που τρόμαζε και εμένα την ίδια.

«Μακάρι να είσαι μόνος, όταν σε βρει ο πόνος… είθε να σε βρουν συμφορές που αιώνια να κλαις στην άρρωστη φυλακή σου»

Advertising

Το τραγουδούσα για χρόνια. Το τραγούδησα τόσο μέχρι που το σιχάθηκα.

Τότε κατάλαβα…

Το δικό μου δάσος καιγόταν, όχι το δικό σου. Οι νέες μου φίλες έβαλαν φωτιά στο δάσος μου.

 

Τότε άρχισε ένας τιτάνιος αγώνας. Μια πάλη που όμοιά της δεν είχα δώσει. Έπρεπε να σβήσω τη φωτιά…

Advertising

Κάλεσα για βοήθεια την πυροσβεστική, διαπραγματεύτηκα με την Απογοήτευση, την Οργή και το Μίσος που όλο αναζωπύρωναν τη φωτιά, τις ικέτευσα να φύγουν, αλλά εκείνες χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα που διέθεταν για να με ξανακάνουν φίλη τους… Ούρλιαζα «φύγετε επιτέλους! Έχω αλλάξει τονικότητες, έχω αφήσει πίσω μου αυτό το κονσέρτο σε Ξι Φαλτσόρε, προσπαθώ να φυτέψω νέα δέντρα!» αλλά κάθε μου λέξη τροφοδοτούσε τη φωτιά.

Φαύλος κύκλος…

Κόπωση…

Και ποιο το νόημα;…Δεν μπορώ να τις νικήσω… Αλλά δεν θέλω να συνεργαστώ άλλο μαζί τους…

Advertising

Ο εσωτερικός μου μαέστρος κουράστηκε να παλεύει, χωρίς αποτέλεσμα

 

Άφησε τη μπαγκέτα να γλιστρήσει από τα χέρια του, έπεσε στα γόνατα και για πρώτη φορά προσευχήθηκε μέσα στο φλεγόμενο δάσος. Προσευχήθηκε μια προσευχή βουβή από λέξεις και σκέψεις. Αφουγκράστηκε τον ήχο που κάνει το δάσος όταν καίγεται, παρατήρησε τους διαλόγους της Οργής με την Απογοήτευση και το Μίσος.Τον προκαλούσαν να αντιδράσει, τον χλεύαζαν. Εκείνος όμως έπαψε να προσπαθεί να σωπάσει τις φωνές τους, γιατί κατάλαβε ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα του αναζωπύρωνε τη φωτιά.

Παύση…

Ένα καινούριο- για εκείνον- μέρος της ύπαρξής του έβρισκε μια πρωτόγνωρη Γαλήνη στο να ακροάζεται, χωρίς να κρίνει, τους ήχους του δάσους.

Advertising

 

Διαβάστε επίσης  “Oυαι υμίν” της LOCA

Η Γαλήνη ήταν ένα μικρό χαρούμενο κοριτσάκι με ξανθές κοτσίδες. Τον ταξίδεψε σε άλλα σημεία του δάσους του.

«Έχουμε δέντρα, αλλά δεν είμαστε δέντρα» του είπε «Αν δεν μας αρέσει εδώ που είμαστε, μπορούμε να πάμε σε άλλο μέρος του δάσους… ίσως σε ένα ξέφωτο, ώστε να έχουμε χώρο να φυτέψουμε υγιή δέντρα.»

Ο μαέστρος είχε αντιρρήσεις: «Δηλαδή να απαρνηθώ το μέρος του δάσους που είναι καμένο και να προσποιηθώ ότι δεν κάηκε ποτέ; Μήπως να ευχαριστήσω και για την πυρκαγιά;»

Η μικρή Γαλήνη γέλασε και τον ρώτησε «Γιατί οι άνθρωποι πάνε να ζήσουν στην εξοχή; Όταν αποφασίζεις να εγκαταλείψεις το καυσαέριο της πόλης, δεν σημαίνει ότι αρνείσαι την ύπαρξή του. Απλώς αποφάσισες ότι δεν σε υπηρετεί πλέον εκείνος ο τόπος. Όσο μένεις εκεί τον μολύνεις κι άλλο. Εσύ σε ποιο μέρος του δικού σου δάσους επιλέγεις να κατοικήσεις;»

Advertising

 

Ύστερα πέρασαν το γεφυράκι ενός ποταμού με γάργαρα νερά.

«Μέχρι να προλάβεις να ρίξεις μια ματιά έχουν εξαφανιστεί τα νερά που κοιτούσες…» μουρμούρισε ο μαέστρος

« «Έχει κυλήσει πολύ νερό στο Γάγγη» λέει μια ινδική παροιμία.» μουρμούρισε με τη σειρα της η Γαλήνη. «Είναι τόσο μακριά σου αυτό που έγινε…ο Γάγγης το πήρε μαζί με τα γάργαρα νερά του»

 

Σιγά-σιγά ένιωσε να τον λούζει αγάπη για αυτό το ποτάμι, για τη Γαλήνη, για το δάσος του… Γύρισε στο σημείο με τα φλεγόμενα δέντρα, αλλά το μόνο που είδε ήταν αποκαΐδια. Ήταν τα εγκαύματα της δικής του ψυχής και τα αγκάλιασε κι αυτά, όπως μια μάνα αγκαλιάζει το παιδάκι της που έκαψε το δάχτυλό του.

Advertising

«Να το φιλήσω να γειάνει;»

 

Ο Μαέστρος ένιωσε την ανάγκη να χορέψει. Στην αρχή λικνιζόταν δειλά και μετά χόρεψε τον πιο ξέφρενο χορό κλαίγοντας από συγκίνηση και τραγουδώντας το τραγούδι της ψυχής του που αντήχησε στα πέρατα του κόσμου. Χοροπηδούσε σαν μικρό παιδί. Ήταν μια μελωδία που χρόνια ήθελε να τραγουδήσει. Ήταν η μελωδία της συγχώρεσης και της λύτρωσης.

Και πίστεψέ με, δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύτρωση από το να συγχωρείς τον εμπρηστή που δεν ζήτησε συγγνώμη.

Πιθανότατα δεν θα μάθει ποτέ ότι είναι δική του.

Advertising

Αλλά πλέον δεν πειράζει.

Γιατί, αγαπώ τόσο τον εσωτερικό μου μαέστρο, ώστε να τον σώσω από την καταδίκη του:  ισόβια φυλάκιση στο φλεγόμενο δάσος υπό τους ήχους της μελωδίας σε Ξι Φαλτσόρε να τον στοιχειώνει.

Αγαπώ τόσο τον εσωτερικό μου μαέστρο, ώστε να του χαρίζω καθημερινά το δώρο της συγχώρεσης.

 

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η ώρα στον κόσμο είναι πέντε: Και είναι τρομακτικά εφιαλτική

Το καινούριο βιβλίο Η ώρα στον κόσμο είναι πέντε της

Οι πορσελάνινες κούκλες του 19ου αιώνα

Οι πορσελάνινες κούκλες, που πολλές από εμάς μπορεί να έχουμε