Ώρα δώδεκα παρά δέκα πρώτα λεπτά. Ο δείκτης του μεγάλου ρολογιού που δέσποζε επιβλητικά στην πρόσοψη του σιδηροδρομικού σταθμού, μετρούσε, λες, μαζί με τα λεπτά και τους χτύπους της καρδιάς του, σε μια αντίστροφη μέτρηση. Μέσα απ’ τον καπνό του
τσιγάρου του παρατηρούσε το πλήθος να πηγαινοέρχεται, βιαστικό και θορυβώδες και όλη αυτή η κινητικότητα ενέτεινε την ημικρανία και το αίσθημα ναυτίας, που ένιωθε από το πρωί. Η αγρύπνια των τελευταίων ημερών τον είχε τσακίσει. Το μυαλό του τό ‘νιωθε μουδιασμένο, σα να τό’ χε πλακώσει μια πυκνή αόρατη ομίχλη κι η σκέψη του είχε γίνει βραδυκίνητη, δύσκαμπτη. Μια εσωτερική πάλη, λες, όλο αυτό το αίσθημα, ανάμεσα στην αναπόφευκτη ανάκληση οδυνηρών αναμνήσεων και στην απώθησή τους…
Το κρύο τσουχτερό. Γενάρης μήνας βλέπεις και άχνιζαν οι ανάσες. Σήκωσε το γιακά του δερμάτινου μπουφάν του και το κούμπωσε ως πάνω, για να ζεστάνει, λες, πιότερο τη ψυχή, παρά το κορμί του. Κρύο μέσα κι έξω… Όπως ακριβώς και τότε, που πέντε χρονών παιδάκι, γαντζωμένος απ’ το παλτό της μάνας του και τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο, κοιτούσε σα χαμένος με το παχουλό δαχτυλάκι στο στόμα, όλον εκείνο τον κόσμο που φλυαρούσε, αγκαλιαζόταν, αποχαιρετιζόταν. Άλλοι απ’ αυτούς, με χαρούμενα πρόσωπα κι άλλοι, με μάτια που στις άκρες τους κρέμονταν κόμποι δακρύων.
Και της μάνας τα μάτια ήταν υγρά. Διαμαντάκια που στραφτάλιζαν, είχαν σταθεί στις πυκνές μαύρες βλεφαρίδες της και το όμορφο στόμα της είχε σφιχτεί τόσο, που φάνταζε μια ίσια γραμμή. Στόμα πεθαμένου, με χείλη ωχρά που κάτι, λες, πάσχιζαν να πουν, μα το πνίγαν. Αγκάλιαζε τον πατέρα, μ’ όλη της δύναμη θαρρείς κι οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει. Κι ο πατέρας τόσο σοβαρός και αμίλητος, όσο δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ ως τότε, αφού κατόρθωσε ν’ απαγκιστρωθεί από τα χέρια της, έσκυψε και τον φίλησε κλείνοντάς τον ολόκληρο στην αγκαλιά του. Και το φιλί του εκείνο έκαιγε. Περίμενε κάτι να του πει, μα εκείνος δεν έβγαλε λέξη. Μόνο μια σύσπαση του μετώπου, τού ‘δινε μια όψη πονεμένη και τα χείλη του, φάνηκε στο μικρό Στέφανο, πως τρέμαν. Χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της μάνας με λατρεία και κατόπιν άρπαξε αποφασιστικά στα δυνατά του χέρια τη μεγάλη βαλίτσα. Με δυο πήδους βρέθηκε στο βαγόνι κι ο Στέφανος άκουσε τη μάνα να φωνάζει το όνομά του, πολλές φορές, σχεδόν σπαρακτικά, μέχρι που η φωνή της σκεπάστηκε από το διαπεραστικό σφύριγμα της αμαξοστοιχίας. Τον έβλεπε από το παράθυρο με το χέρι προτεταμένο σε χαιρετισμό, να ξεμακραίνει σιγά σιγά, καθώς το τρένο απομακρυνόταν απ’ το σταθμό, μέχρι που έγινε μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκίδα στο βάθος
του ορίζοντα, ώσπου στο τέλος έσβησε κι αυτή.
Για χρόνια έπειτα, κάθε φορά που η σκέψη πήγαινε στον πατέρα του, έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του αυτή τη μικρή κουκίδα, που έσβηνε, όπως έσβησε κι αυτός εκεί στη ξενιτιά, σε ένα εργατικό ατύχημα στο εργοστάσιο όπου δούλευε. Δεν τον ξανάδε ποτέ. Δεν τον είδε ούτε νεκρό, δεν τον αποχαιρέτισε, αφού η έκρηξη που προκάλεσε το θάνατο τριάντα εργατών, δεν είχε αφήσει παρά μόνο στάχτες.. Κι εκείνος, ο πατέρας, δεν γνώρισε ποτέ το αγέννητο παιδί του. Δεν το είδε να μεγαλώνει και να ανδρώνεται. Όπως και το Στέφανο. Δεν έτρεξε ποτέ μαζί τους στο παιχνίδι. Δεν γεύτηκαν ποτέ το φιλί του τα βράδια, πριν τον ύπνο.
Θυμάται ακόμα τη μάνα στο σταθμό, καθώς το τρένο χανόταν απ’ τα μάτια τους, να σφίγγει με λυγμούς που τράνταζαν το στήθος της, με το ένα της χέρι το ανοιχτό παλτό της για να προστατευθεί απ τ’ αγιάζι και με τ’ ‘άλλο, το δικό του μικρό χεράκι τόσο δυνατά, που στο τέλος τού ξέφυγε μια κραυγή πόνου. Μια τέτοια κραυγή τού ξέφυγε και τώρα, χωρίς να το θέλει. Ένα χέρι απλώθηκε κι έπιασε το δικό του, μα δεν ήταν της μάνας. Ήταν του γιου του, του Παύλου.
-Πατέρα, τί έπαθες; Τί έχεις; τον ρώτησε ανήσυχος.
-Τίποτα, παιδί μου, ησύχασε. Αυτός ο πονοκέφαλος που με ταλαιπωρεί απ’ το πρωί, πάει να με τρελάνει.
-Τόσο πολύ πονάς;
-Τόσο, παιδί μου, του απάντησε κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια και τραβώντας τον πάνω του με δύναμη, τον έκλεισε στη αγκαλιά του.
-Ε, δε θέλω τέτοια τώρα! Θα είμαι μια χαρά! Θα μιλάμε κάθε μέρα, του είπε ο Παύλος και περιέφερε χωρίς λόγο το υγρό του βλέμμα στο σταθμό, σε μια προσπάθεια να κρύψει τη δική του συγκίνηση.
Ο Παύλος ήταν μοναχοπαίδι του. Καμάρι δικό του και της μακαρίτισσας της γυναίκας του, που τον άφησε ορφανό στα δώδεκα του χρόνια. Έκτοτε, έγινε ο ίδιος πατέρας και μάνα μαζί
για τον μονάκριβό του. Τον έβλεπε να προοδεύει, ν’ αριστεύει στο σχολείο και αξιώθηκε να τον δει να περνά και την πόρτα του Πολυτεχνείου.
Έξι χρόνια, όμως, τώρα, από τότε που τέλειωσε τις σπουδές του, δεν κατόρθωσε να κάνει κάτι. Οι καιροί δύσκολοι. Ήταν ακόμη ένα παιδί απ’ τη γενιά που τσακίστηκε από την οικονομική κρίση. Όσες πόρτες κι αν χτύπησαν, όσες γνωριμίες του και να χρησιμοποίησε ο ίδιος για να βοηθήσει το παιδί του, απέβησαν όλα άκαρπες προσπάθειες. Ένα: “λυπούμαστε πολύ, αλλά….”, ήταν η μόνιμη απάντηση που λάμβαναν.
Κάπως έτσι, πήρε την απόφαση ο Παύλος να φύγει στο εξωτερικό. Η Ελλάδα έδιωχνε γι’ άλλη μια φορά τα παιδιά της!… Με εφόδια το “άριστα” του πτυχίου του, τρεις ξένες γλώσσες και συστατικές επιστολές καθηγητών του από το Πολυτεχνείο, έφευγε αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Μακριά του.. Η μοίρα έπαιζε, λες, για δεύτερη φορά στο Στέφανο το ίδιο σαδιστικό παιχνίδι. Αυτό της βίωσης του μισεμού δικού του ανθρώπου.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για τον πατέρα του, αλλά για το ίδιο του το παιδί. Δεν είχε τίποτα άλλο να τού φωτίζει τη ζωή, να του γλυκαίνει τη μοναξιά.. Είχε συνηθίζει να τον φροντίζει, να τον νοιάζεται. Δεν τού είχε φέρει αντίρρηση, παρόλα αυτά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία του ίδιου του του παιδιού; Όχι, όχι! Αυτό δεν θα τό ‘κανε ποτέ! Θα ξερίζωνε στην ανάγκη την καρδιά του, μα αυτό δεν θα τό ‘κανε.
Δεν ήταν κι ο μόνος, άλλωστε, που έβλεπε το παιδί του να ξενιτεύεται. Κι άλλα νέα παιδιά λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης άφηναν την πατρίδα, προκειμένου ν’ αναζητήσουν δουλειά. Κι άλλοι γονείς βίωναν τον πόνο του αποχωρισμού, όπως αυτός. Κι αν το παιδί του γινόταν μ’ αυτό τον τρόπο ευτυχισμένο; Τα δεδομένα ήταν διαφορετικά σήμερα και οι επαγγελματικές προοπτικές καλύτερες. Γιατί οι σκέψεις αυτές, όμως, δεν μπορούσαν να τον παρηγορήσουν; Γιατί δεν απάλυναν στο ελάχιστο τον πόνο της ψυχής του; Με μια ψυχή ήδη μωλωπισμένη από παιδί, δε μπορεί να γνωρίζει κανείς το γιατί…
Θα μπορούσε, ίσως, να τον επισκέπτεται κάπου κάπου. Η αλήθεια ήταν πως η κατάσταση της υγείας του δεν τού επέτρεπε ταξίδια μακρινά και ταλαιπωρίες. Εκείνο το έμφραγμα που είχε υποστεί κάποια χρόνια πριν, είχε τσακίσει την ατσαλένια υγεία που μέχρι τότε είχε.
Χρειαζόταν προσοχή. Το προηγούμενο βράδυ είχε επισκεφτεί τον τάφο της γυναίκας του. Άναψε το καντήλι και κάθισε ώρα πολλή κοιτάζοντας τη φωτογραφία της. Αυτή, που χαμογελούσε με εκείνο το γλυκό της, ζεστό χαμόγελο, που τον ηρεμούσε πάντοτε όταν ζούσε. Κάποια στιγμή, πήρε να της μιλάει:
-Άννα, ο γιος μας φεύγει. Ξέρω πως πρέπει να φανώ δυνατός, γιατί είναι για το καλό του. Δεν το μπορώ, όμως, καλή μου! Είμαι μόνος, Άννα! Μόνος κι ανήμπορος. Και νιώθω τόσο γέρος! Κι εσύ δεν είσαι εδώ, να μού κρατήσεις το χέρι. Θα γνωρίσω, άραγε, ποτέ τα εγγόνια μου; Θα τα δω να μεγαλώνουν; Θα τους πω παραμύθια; Θα τα νανουρίσω, όπως δε με νανούρισε ποτέ ο πατέρας;… Δεν μπορώ να φύγω από δω, Άννα. Οι αναμνήσεις μου όλες είναι δεμένες με τούτο τον τόπο, οι ρίζες μου είναι εδώ, εσύ… Είμαι μεγάλος πια, για να αλλάξω τη ζωή μου και τις συνήθειές μου. Τέτοια της έλεγε κι η Άννα απ’ τη φωτογραφία τον κοιτούσε πάντα χαμογελαστή. Και το χαμόγελό της για πρώτη φορά αδυνατούσε να τον παρηγορήσει. Του φαινόταν τόσο αταίριαστο, τόσο αντιφατικό μ’ αυτό που βίωνε ο ίδιος. Και το σκοτάδι της νύχτας πύκνωσε και δεν διέκρινε πια το πρόσωπό της. Κι ψυχή του γέμισε ερημιά, όπως εκείνος ο τόπος.
Ερημιά και σιωπή…
Η ώρα δώδεκα παρά δύο λεπτά. Παρά ένα. Ανακοινώθηκε απ’ τα μεγάφωνα η άφιξη του συρμού. Έβλεπε ήδη από μακριά το τρένο να πλησιάζει. Ένιωσε τα μηνίγγια του έτοιμα να σπάσουν κι εκείνη η ομίχλη που μούδιαζε το μυαλό του, τώρα το ακινητοποίησε ολότελα… Οι φιγούρες των ανθρώπων, τ’ αντικείμενα, οι ράγες, σα να άρχισαν όλα μεμιάς να χοροπηδούν.
Ξάφνου, τού φάνηκε πως απ’ το παράθυρο ενός βαγονιού είδε ένα χέρι. Ένα χέρι προτεταμένο σε χαιρετισμό. Το χέρι του πατέρα του! Όχι! Ερχόταν να πάρει μαζί του τον Παύλο! Να τραβήξει πάνω στο βαγόνι τον εγγονό του, και να γίνουν κι οι δυο μια κουκίδα στο βάθος του ορίζοντα. Μια κουκίδα, που στο τέλος θα σβήσει… Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Δεν έπρεπε να το αφήσει να γίνει! Έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του τρένου, για να προφτάσει…
-Όχι, πατέρα! Μη! αναφώνησε και ρίχτηκε μπρος.
-Πατέρα, όχι! άκουσε και την κραυγή του Παύλου πίσω του, να επαναλαμβάνει σαν ηχώ τα λόγια του.
Κι ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε αυτό, μαζί με το στρίγκλισμα των σιδερένιων φρένων…