“Μαντάμ Μπατερφλάι” της Ελένη Χριστοφοράτου

Δεν μιλούσε ποτέ. Δεν ξέρω αν ήταν μουγγός ή αν απλώς δεν ήθελε πάρε δώσε με κανέναν. Κυκλοφορούσαν πάντως γι’ αυτόν διάφορες ιστορίες. Ότι είχε μπλέξει με τη μαφία, πρόδωσε μυστικά και του ’κοψαν τη γλώσσα. Ότι όταν ήταν μικρός, είδε τις απόκριες κάποιον ντυμένο αρκούδα, τον πέρασε για αληθινή αρκούδα κι απ’ το σοκ τού κόπηκε η μιλιά. Ότι ο καρκίνος τού ’χε κάνει μετάσταση στο λάρυγγα και στην εγχείρηση του αφαίρεσαν τις φωνητικές χορδές. Τι απ’ αυτά ήταν αλήθεια δεν θα μπορούσα να πω με βεβαιότητα ούτε και μ’ ένοιαζε άλλωστε. Στην πτέρυγα των καρκινοπαθών ο ένας δέχεται τον άλλο όπως είναι, χωρίς να εξετάζει τα πώς και τα γιατί.

Δεχόμουνα τη Ρίνα που όλη μέρα μοιρολογούσε -κάποτε τραβούσε και τα μαλλιά της σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας- τον Σπύρο που βλαστημούσε τα θεία, τον Κώστα που μιλούσε για τον Ολυμπιακό σαν να μην υπήρχε στον κόσμο άλλο θέμα συζήτησης και φορούσε το κόκκινο κασκόλ ακόμα κι όταν έξω έσκαγε ο τζίτζικας.

Η μόνη ευχάριστη παρέα ήταν ο «γέρος». Όχι πως ήταν πραγματικά γέρος, αλλά επειδή ήταν μεγαλύτερος απ’ όλους μας στο δωμάτιο κι έλεγε σοφίες, τον φωνάζαμε «γέρο», λες κι η προσφώνηση αυτή απέπνεε μεγαλύτερο σεβασμό στο πρόσωπό του. Μ’ έβαζε να κρατάω τσίλιες μην έρθει καμιά νοσοκόμα και κάπνιζε αρειμανίως: «Τι θα μου κάνει;» απαντούσε στην ανείπωτη ερώτησή μου. «Να μου μαυρίσει τα πνευμόνια; Ό,τι ζημιά ήταν να γίνει, γίνηκε. Αυτό έλεγα και στη γυναίκα μου που γκρίνιαζε να το κόψω. Να πάω τουλάχιστον χορτάτος από τσιγαράκι».

Advertising

Advertisements
Ad 14

Άλλοτε άκουγα αδιαμαρτύρητα τη στωική του απόφαση να πεθάνει, άλλοτε του ’λεγα πως θα μας θάψει όλους. «Εσύ γέρο, θα ζήσεις. Τα ’χεις φιλοσοφήσει όλα. Αλίμονο σε μας». Μ’ άκουγε η Ρίνα κι έμπηγε τα κλάματα. «Βούλωστο, το Χριστό σου και την Παναγία σου!» κόρωνε ο Σπύρος. «Δεν μπορώ ν’ ακούω τις τσιρίδες σου». Αργότερα μετάνιωνε, σηκωνόταν και βόλταρε στο διάδρομο με κυρτούς ώμους. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τελικά, πλησίαζε τη Ρίνα και τη χάιδευε στον ώμο. «Σχώρα με», της έλεγε με μια ικεσία σαν να κρεμόταν η σωτηρία του απ’ τη συγχώρεσή της. «Είμαι γουρούνι. Δεν το θέλω. Η αρρώστια…»

Διαβάστε επίσης  "Κρυσταλλία, Το χρυσό Κλειδί" της Ραφαήλοβιτς Λεμονιάς

Ο μουγγός κουκουλωνόταν κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έδειχνε να ενοχλείται απ’ τους θορύβους. Αν μιλούσε, θα μας έλεγε σίγουρα να βγάλουμε το σκασμό. «Τι άνθρωπος!» σχολίαζε ο Κώστας. «Και σεισμός να γίνει, σκοτίστηκε. Μια φορά πήγα να του πιάσω κουβέντα για το θρύλο κι άλλαξε πλευρό. Μπας κι είναι και κουφός;» Ο γέρος ρούφαγε το τσιγάρο του με απόλαυση. «Και ακούει και νιώθει», μας έλεγε. «Τα πάντα. Έχει ευαίσθητες κεραίες, ακούστε που σας λέω. Σηκώνει όμως κι εκείνος το σταυρό του».

Ήταν μια μέρα που παραήμασταν στις μαύρες μας όταν μας πρωτομίλησε για την μπλε πεταλούδα. Ο Κώστας είχε κολλήσει στ’ αυτί του ένα ραδιοφωνάκι ν’ ακούσει τα τελευταία κατορθώματα του Ολυμπιακού, η Ρίνα μυξόκλαιγε για όσα δεν προλάβαινε να ζήσει, ο Σπύρος έμοιαζε να συγκρατιέται με τη βία να μην τη διαολοστείλει κι ο μουγγός δεν είχε προβάλει καθόλου απ’ τα σκεπάσματα. Ο «γέρος» κάπνιζε όπως πάντα. «Πώς είστε έτσι, βρε; Ψηλά το κεφάλι! Έχετε τα νιάτα σας, όλη τη ζωή μπροστά σας». «Ποια ζωή;» τσίριξε η Ρίνα κι άρχισε να κλαίει γοερά. Ο γέρος ύψωσε πάνω της το γαλήνιο βλέμμα του. «Τη ζωή που υπόσχεται η μπλε πεταλούδα».

Ο Κώστας έκλεισε το ραδιοφωνάκι, ο Σπύρος πλησίασε απορημένος, η Ρίνα σταμάτησε απότομα σαν κούκλα που της τέλειωσε η μπαταρία κι εγώ πρέπει να γούρλωσα πολύ τα μάτια, γιατί ο «γέρος» το παρατήρησε γελώντας: «Μη γουρλώνεις έτσι τα μάτια σου, τσιλιαδόρε μου. Δεν είπα τίποτα τρομερό». «Τι είναι η μπλε πεταλούδα;» άκουσα τον εαυτό μου να ρωτάει μηχανικά. Ο «γέρος» έσβησε το μισοτελειωμένο του τσιγάρο σ’ ένα πλαστικό ποτήρι με νερό. «Μπλε πεταλούδα σημαίνει χαρά. Μπλε πεταλούδα σημαίνει τύχη. Όποιος τη δει, θα ’ναι καλότυχος, αυτό να θυμάστε». Ο Σπύρος έξυσε το κεφάλι του. «Και πώς θα τη δούμε εδώ μέσα;» «Η μπλε πεταλούδα έρχεται παντού, άμα θέλει. Δε λογαριάζει ούτε κτίρια ούτε τοίχους. Τον νου σας από δω κι εμπρός, μην τυχόν έρθει και δεν τη δείτε».

Διαβάστε επίσης  "Θεσσαλονίκη" της Ίον
Advertising

Από τότε βουλιάξαμε σε μια γλυκιά προσμονή. Η Ρίνα έκλαιγε λιγότερο, περισσότερο ρουφούσε τη μύτη της, ο Σπύρος κατάπινε τις βλαστήμιες που του ’ρχονταν στο στόμα, κι ο Κώστας ανακάλυψε πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα να του κεντρίζουν το ενδιαφέρον εκτός απ’ τον θρύλο. Μόνο ο μουγγός παρέμενε πεισματικά κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Ξεμύτιζε μόνο για τουαλέτα και για να τσιμπήσει δυο μπουκιές απ’ τ’ ανάλατα φαγητά του νοσοκομείου.

Εγώ είχα παραδοθεί ολοκληρωτικά στην μπλε πεταλούδα. Τις νύχτες την έβλεπα στον ύπνο μου να παίρνει γυναικεία μορφή, να γίνεται κυρία των τιμών περασμένων αιώνων, με μακριές τουαλέτες που εκτόξευαν γαλαζωπούς κρυστάλλους. Μέχρι και να τη χορέψω της πρότεινα και στροβιλιζόμασταν αγκαλιά. Δεν ήθελα να ξυπνήσω.

Κι αφού την είδα κάμποσες φορές στο όνειρό μου, την είδα και στον ξύπνιο μου. Ο «γέρος» είχε πεθάνει ξαφνικά ένα βροχερό πρωινό, τον βρήκε με τα μάτια ορθάνοιχτα η νοσοκόμα που του πήγε την πάπια. Η έκφρασή της δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Ο θάνατος γι’ αυτήν ήταν κάτι συνηθισμένο. Ούτε κι εμείς όμως τον κλάψαμε, είχαμε θυμώσει μαζί του, γιατί τον θεωρούσαμε αθάνατο και μας στοίχισε σκληρά η διάψευση. Ήταν κι η σκέψη που δεν τολμούσαμε να πούμε φωναχτά, αλλά μας έτρωγε, πως αφού έφυγε ο σοφός της παρέας, τι έχουμε πια να περιμένουμε εμείς οι ασήμαντοι; Ακόμα κι η μπλε πεταλούδα είχε ξεθωριάσει σαν σκονισμένη μνήμη που ’χε παρασύρει ο «γέρος» στον τάφο του. Σταμάτησε να ’ρχεται και στα όνειρά μου σαν να ’χα κάνει κάποια αταξία όπως τα μικρά παιδιά και έπρεπε να με τιμωρήσει.

Διαβάστε επίσης  "Στάση" του Κωνσταντίνου Λύχνου

Και μια μέρα σε ανύποπτο χρόνο, την είδα να φτερουγίζει στο παράθυρο. Στην αρχή δεν κατάλαβα, την πέρασα για οφθαλμαπάτη. Έβγαλα τα γυαλιά μου και τα καθάρισα με το σάλιο μου. Όταν τα ξανάβαλα, έβλεπα ολοκάθαρα το μπλε φτερούγισμα κι άρχισα να ουρλιάζω. Η Ρίνα, ο Σπύρος κι ο Κώστας τα ’χασαν. Έτρεξαν στο παράθυρο κι άρχισαν κι αυτοί να ξεφωνίζουν και να γελάνε. «Η μπλε πεταλούδα! Η μπλε πεταλούδα! Η μπλε πεταλούδα!»

Advertising

Ο όροφος αναστατώθηκε. Οι άρρωστοι ήρθαν απ’ τα διπλανά δωμάτια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, είχαν όλοι ακούσει για την πεταλούδα, άλλος με το πι, άλλος με τον ορό, οι πιο γεροί χόρευαν πότε στο ’να πόδι, πότε στ’ άλλο. Τραγουδούσαν, χειροκροτούσαν. «Η μπλε πεταλούδα! Η μπλε πεταλούδα! Η μπλε πεταλούδα!» Μια μέθη μάς κατέκλυζε σαν τα μεθύσια που ’κανα παλιά με τους συμφοιτητές μου, τότε που η ζωή ξεχείλιζε πληθωρικά στις φλέβες. Ούρλιαζα ακαταπόνητα, ο λαιμός μου είχε αρχίσει να γδέρνεται απ’ τις κραυγές κι όμως η φωνή μου μου φαινόταν λίγη, ασθενική. Ήθελα μια φωνή ισχυρότερη να το βροντοφωνάξω, μια φωνή στεντόρεια που θα ’φτανε μέχρι κάτω στο δρόμο και θα μπλεκόταν ανάμεσα στους πεζούς και τ’ αυτοκίνητα: «Η μπλε πεταλούδα!»

Τρεις νοσοκόμες όρμησαν στο δωμάτιο πανικόβλητες, μας φώναζαν να ησυχάσουμε, σημασία δεν δίναμε εμείς. Όλο μας το είναι ήταν στραμμένο στην μπλε πεταλούδα, λες κι είχαμε γεννηθεί μονάχα γι’ αυτή τη στιγμή. Το δίχως άλλο σκέφτηκαν πως μας σάλεψε απ’ την αρρώστια κι έφυγαν βιαστικά να φέρουν την προϊσταμένη.

Αλλά ποιος τους έδινε σημασία όταν η πεταλούδα γιγαντώθηκε μέσα σε κείνο το μπλε που χρύσιζε στον ήλιο κι όταν ακόμα κι ο μουγγός ξεκουκουλώθηκε, κατέβηκε απ’ το κρεβάτι του και κόλλησε το μέτωπο στο τζάμι;

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η ώρα στον κόσμο είναι πέντε: Και είναι τρομακτικά εφιαλτική

Το καινούριο βιβλίο Η ώρα στον κόσμο είναι πέντε της

Οι πορσελάνινες κούκλες του 19ου αιώνα

Οι πορσελάνινες κούκλες, που πολλές από εμάς μπορεί να έχουμε