“Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη…” του Τσιρικούδη Αντώνη

Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που ξυπνούσα χωρίς κέφια, όπως συνήθιζες να λες. Με λόγο, θα έλεγα εγώ. Έβαλα τον καφέ στο μάτι κι εσύ έβγαλες τις κούπες από το ντουλάπι και το γάλα από το ψυγείο. Ζάχαρη δεν έβαλες, όχι πως θα έσωζε την κατάσταση… Γέμισες τα φλιτζάνια και τα έφερες στο τραπέζι της κουζίνας, δίχως να δώσεις σημασία στο πακέτο σου με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, που τα είχα εξορίσει στον πάγκο, μακριά από το τραπέζι, όπου τα είχες ξεχάσει το προηγούμενο βράδυ. Τα έφερες κι αυτά μαζί κι άναψες τσιγάρο, εγώ στην καρέκλα απέναντι να ρουφάω νευρικές τζούρες, όταν δεν προσπαθούσα με το χαρτί κουζίνας να καταπολεμήσω την αλλεργία, που μόνο εμένα έπιανε. Έχεις ανάγκη εσύ…

Κάτι είπες για ένα σχέδιο για ταινία και δεν έδωσα σημασία. Δεν το έβαλες κάτω. «Την επόμενη Παρασκευή είναι τα γενέθλια της Ειρήνης». Πάλι δεν απάντησα και σηκώθηκες με τον καφέ και το τσιγάρο στο χέρι να βγεις στην αυλή.

Σε ακολούθησε ο σκύλος κι εγώ μαζί του. Τρίφτηκε στα πόδια σου για λίγο και στη συνέχεια ήρθε να κάνει το ίδιο και σε μένα.

Advertising

Advertisements
Ad 14

«Να κάποιος που ξυπνά με κέφια» είπες. «Κάθε πρωί».

Το εξέλαβα ως καμπανάκι για τη δική μου ακεφιά. Αν δεν το έκανες το σχόλιο, μπορεί και να μην επαναλάμβανα όσα μου είπες το περασμένο βράδυ, όταν γύρισες μεθυσμένος μετά από άλλη μια έξοδο με τους φίλους σου. Μου είχες ζητήσει να σε ακολουθήσω και δεν το έκανα. Τι να έλεγα με την Ειρήνη και τον Βασίλη; Πάλι για τα παιδιά τους θα μιλούσαν, λες κι άλλοι δεν είχαν κάνει παιδιά πριν από αυτούς, λες και οι άλλοι θα σταματούσαν να κάνουν στο μέλλον. Δεν είχα τη δική σου υπομονή.

 

Κατά τις έντεκα σου το είχα στείλει το μήνυμα. «Αν βαρεθείς κι έχεις όρεξη να βγούμε για κάνα ποτό, είμαι στο σπίτι». Δεν απάντησες. Το ήξερα ότι οι μονάδες στο κινητό σου είχαν τελειώσει, όπως ήξερα πως χρήματα, για να βάλεις, δεν είχες. Δεν ήθελα όμως να σου τηλεφωνήσω, από φόβο ότι δεν θα μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση και θα κατέληγα μαζί σας να ανακυκλώνω τα ίδια και τα ίδια. Καλύτερα μόνη στο σπίτι, αποφάσισα, κι άνοιξα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Κατά τις δώδεκα που το τέλειωσα σκέφτηκα να σε πάρω, δεν θα έμενες πολύ, μου είχες πει. Ίσως σε κατάφερνα να βγούμε καμιά βόλτα, Παρασκευή βράδυ ήταν. Θυμήθηκα πως είχες ξεμείνει και το άφησα. Ανέβηκα στο υπνοδωμάτιο και πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που είχα παρατημένο στο κομοδίνο μέρες τώρα. Το πήρα στα χέρια μου και ξεχάστηκα, ώσπου σε άκουσα να ανοίγεις την εξώπορτα.

Διαβάστε επίσης  "Οικογενειακή Υπόθεση" του Κωνσταντίνου Τσίμα

Τράβηξες την καρέκλα και σωριάστηκες πάνω της ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Πέντε λεπτά αργότερα άναψες το φως του μπάνιου να βουρτσίσεις τα δόντια σου, εγώ ακόμη στην ίδια σελίδα. Όταν μπήκες στο υπνοδωμάτιο, τη γύρισα χωρίς να την έχω διαβάσει και το κεφάλι μου δεν το έστρεψα προς το μέρος σου.  Παραξενεύτηκες που ήμουν ακόμη ξύπνια κι άρχισες να γδύνεσαι.

Advertising

«Με περίμενες;» ρώτησες, αν και περισσότερο ως δήλωση μου φάνηκε με τον τρόπο που το είπες.

«Διάβαζα και ξεχάστηκα» σε διέψευσα.

 

«Τι ήταν πάλι αυτό που μου είπες χτες το βράδυ;» θα σε ρωτούσα το πρωί στην αυλή με τον σκύλο ορεξάτο να τρίβεται μια στα δικά μου, μια στα δικά σου πόδια.

«Τι σου είπα;» με ρώτησες με απορία.

Advertising

 

Με το που έβγαλες τις κάλτσες, έσβησα το φως κι έμεινα να κοιτώ το λαμπατέρ, η πλάτη μου στραμμένη σε σένα. Με αγκάλιασες και το χέρι σου άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω. Τα ξέχασα όλα, τους φίλους σου τους βαρετούς και το ό, τι δεν βρήκες έναν τρόπο να απαντήσεις στο μήνυμα που σου είχα στείλει. Δεν ήσουν ο μόνος με κινητό, είχαν κι οι άλλοι, τελευταίας τεχνολογίας, με μονάδες, με ίντερνετ. Τα ξέχασα όλα, κι ας δήλωσες πως δεν θα κάναμε τίποτα. Να κοιμηθούμε αγκαλιά ήθελες και να κάνουμε παιδιά!

«Πως σου ήρθε τώρα αυτό;» σε ρώτησα κι απάντηση δεν πήρα. Είχες αποκοιμηθεί. Το ροχαλητό σου, που άλλες φορές δεν του έδινα σημασία, να μην το αντέχω. Να μην αντέχω και το γεγονός πως έριξες τη βόμβα και κοιμήθηκες αφήνοντας με μόνη να βράζω στο ζουμί μου.

Διαβάστε επίσης  "ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΟΛΠΟ" της Σύλβια Βογιατζή

 

Για αυτό ήμουν κακόκεφη το πρωί. Γιατί δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ, να μου λέω όσα θα έλεγα σε εσένα, αν δεν με άφηνες στα κρύα του λουτρού. Εδώ τον εαυτό σου δεν μπορούσες να συντηρήσεις… Ακόμη και τον σκύλο, που υπεραγαπούσες, όταν χωρίσαμε για δυο μήνες, σε μένα τον παράτησες, για να μην υποφέρει κοντά σου. Κι ήθελες και παιδί… Πίστευα πως το είχαμε ξεπεράσει, πως δεν θα το συζητούσαμε ξανά, για να έρθεις μεθυσμένος να μου το θυμίσεις, χωρίς να μου δώσεις την ευκαιρία να σου μιλήσω και το πρωί να μην το θυμάσαι…

 

«Δεν έχει σημασία» σου είπα. «Ήσουν μεθυσμένος. Κι εγώ κάνω και λέω διάφορα, όταν μεθώ» και τελείωσε εκεί η ιστορία. Μέχρι την επόμενη Παρασκευή που πάλι με τους φίλους σου βγήκες. Εγώ, για μια ακόμη φορά, μόνη στο σπίτι με ένα βιβλίο στο χέρι να σκέφτομαι αν θα ξεπερνούσες το όριο των δύο. Όταν άκουσα την πόρτα, έσβησα το φως, για να μην με ρωτήσεις αν σε περίμενα. Γιατί αυτό έκανα. Τσιγάρο δεν άναψες και τα δόντια σου ξέχασες να τα βουρτσίσεις, τη δήλωση όμως την έκανες.

Advertising

«Έπρεπε να κάνουμε παιδί» είπες, κι ας είχα σβήσει το φως, κι ας έκανα πως κοιμόμουν. Πέταξα άγαρμπα τα χέρια σου από πάνω μου και σε ρώτησα φουρκισμένη.

«Το εννοείς αυτό που λες;»

Κάτι μουρμούρισες που δεν το έπιασα, η πρόταση να τελειώνει με το: «Όχι με σένα».

«Και ποιος σου είπε πως θα μεγάλωνα ποτέ εγώ παιδί μαζί σου;» σε ρώτησα εξοργισμένη, κι ας μην ήμουν σίγουρη ότι θα το άκουγες. Το εκνευριστικό ροχαλητό σου να έχει επικρατήσει κι εγώ να χάνω για ένα ακόμη βράδυ τον ύπνο μου.

Advertising

 

Το επόμενο πρωί η ίδια ιστορία. Να πίνουμε καφέ στην αυλή και να μην μιλάμε καλύπτοντας τη σιωπή με τυποποιημένες φράσεις που απευθύναμε στον σκύλο. Κι είχα μούτρα να κατηγορώ τους φίλους σου… Να προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μη δώσω συνέχεια κι όταν δεν τα κατάφερα και σε ρώτησα, να μη θυμάσαι τίποτα. «Παιδί; Πως σου ήρθε τώρα αυτό;»

Διαβάστε επίσης  "Ό,τι σου μιλάει δεν σημαίνει ότι είναι ζωντανό" της Άρτεμις

 

Την τελευταία Παρασκευή θα σε ακολουθούσα, αν με καλούσαν. Ο Κλάιβ κι η Σαντάλ, φίλοι από το παρελθόν για μένα, που εσύ τους κράτησες, με αποτέλεσμα να λάβεις την πρόσκληση για την ετήσια μάζωξη που διοργάνωναν, για να καταγράψουν, θα έλεγες, τις απώλειες. Ήταν εγωκεντρικά τομάρια, σου είχα πει. Κι εκείνου του το είπα. «Μόνο να παίρνουν». Μια φορά τους ζητήσαμε να χρησιμοποιήσουμε το μπάνιο τους, για μια μέρα μόνο, μέχρι να φτιάξουμε το δικό μας που χάλασε, κι αρνήθηκαν, κι ας ήταν στο χωριό, κι ας είχες τα κλειδιά που σου άφησαν για περίπτωση ανάγκης. «Τέτοιοι γείτονες καλύτερα να μας λείπουν» σου είπα κι εσύ κάτι βρήκες, για να τους δικαιολογήσεις. Για αυτό σε κάλεσαν, εμένα δεν γινόταν. Πως θα μπορούσαν, μετά από όσα τους είχα σύρει; «Δεν γίνεται να μας αρέσουν οι ίδιοι άνθρωποι, ούτε να έχουμε τους ίδιους φίλους» σου είπα με την ελπίδα πως δεν θα με άφηνες μόνη, πως θα αρνιόσουν την πρόσκληση, για να κάνουμε κάτι μαζί. Όχι επειδή με λυπόσουν, επειδή το ήθελες. Πήγες κι εγώ έμεινα στο σπίτι, άλλη μια Παρασκευή, να αναρωτιέμαι γιατί σου έλεγα πράγματα που δεν εννοούσα κι άλλα που έπρεπε και ήθελα να σου πω δεν κατάφερνα να τα ξεστομίσω. Να σκέφτομαι και το παιδί που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Θα τον βρίσκαμε τον τρόπο, αν το ήθελες πραγματικά. Κι ας μην κοιμόμαστε μαζί πια, κι ας άπλωνες τα χέρια σου μόνο για να με αγκαλιάσεις.

 

Τα ίδια σκεφτόμουν και το πρωί που ξύπνησα, μόνη, περιμένοντας το μήνυμα που δεν έστειλες, κι ας σε είχα δει το προηγούμενο βράδυ να βάζεις μονάδες στο κινητό. Περιμένοντας να σηκώσεις και το τηλέφωνο, για να απαντήσεις στις κλήσεις μου που άρχισαν να φθίνουν σιγά σιγά, όπως κι όσα νομίζαμε πως νιώθαμε τόσα χρόνια. Τουλάχιστον, δεν θα έχεις να υποκρίνεσαι πως δεν θυμάσαι όσα μου λες μεθυσμένος το βράδυ κι εγώ δεν θα κάνω πως είναι το κρασί μου μιλάει. Πάει κι αυτό.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Eggers

Το σινεμά τρόμου του Robert Eggers

Ο Νεοϋορκέζος Robert Houston Eggers, φέτος συμπληρώνει την τέταρτη κατά

Βραδιές με δωρεάν προβολές στα Ιωάννινα!

Οι κινηματογραφικές προβολές συνεχίζονται με τις κινηματογραφικές αίθουσες να γεμίζουν!