«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που άρχισες επιτέλους να ξαναζείς». Διαβάζει και ξαναδιαβάζει το μήνυμα της φίλης της στο κινητό. Είναι η μόνη που ξέρει τα πάντα για αυτήν. Σχεδόν τα πάντα. Εξάλλου ποιος γνωρίζει τα πάντα για εσένα, ούτε ο ίδιος σου ο εαυτός… Το διαβάζει ξανά και ξανά. Στέκεται σε κάθε λέξη και τη ζυγίζει. Αναρωτιέται… Ξανάρχισε να ζει; Προσπαθεί τουλάχιστον. Άφησε έναν άνθρωπο να την πλησιάσει. Μετά από τόσο καιρό… Σκέφτεται να μετακομίσουν μαζί. Ένα βήμα που θα φάνταζε αδύνατο λίγους μήνες πριν. Πώς έγινε αυτό; Σκέφτεται το βράδυ που τον γνώρισε. Ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στο πρόσωπό της. Το σώμα της ήταν αυτό που πήρε την απόφαση να ενδώσει εκείνο το βράδυ. Το αλκοόλ ήταν ο συνεργός. Είχε μουδιάσει την ψυχή της αρκετά έτσι ώστε να επιτρέψει στο σώμα να λειτουργήσει. Και λειτούργησε, προς μεγάλη της έκπληξη. Από εκεί και πέρα βήμα – βήμα η ιστορία προχώρησε. Φέρνει την εικόνα του στο μυαλό της. Είναι πολύ ωραίος, αυτό είναι γεγονός. Ψηλός, αρρενωπός, με πλούσια μαύρα μαλλιά κι ένα βλέμμα που μαγνητίζει. Έχει κάτι το μυστηριώδες που τη φοβίζει αλλά και την έλκει ταυτόχρονα. Η φίλη της δεν συμφωνεί καθόλου με αυτό. «Είναι ο πιο φυσιολογικός άντρας που έχω γνωρίσει!» της τονίζει κάθε φορά που πηγαίνει το θέμα της συζήτησης εκεί. Κι όμως αυτή ξέρει. Εμπιστεύεται την κρίση της στους ανθρώπους, το ένστικτό της ποτέ δεν την πρόδωσε. Ποτέ. Αυτή πρόδωσε τον εαυτό της και την κόρη της που δεν εμπιστεύτηκε την κρίση της τότε… Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει. Πότε ξανά θα μπορέσει να αναπολεί χωρίς το μυαλό της να καταλήγει πάντα εκεί; Στο τέλος… Στο λόγο που δε θέλει να κάνει καινούρια αρχή. Στην αποφράδα εκείνη μέρα που απήγαγαν την κόρη της κι η ζωή της όλη έσβησε. Κατέρρευσε. Κατέρρευσε όχι γιατί την έχασε, αλλά γιατί δεν μπορούσε να την βρει. Ήταν … Είναι σίγουρη πως είναι ζωντανή. Αν και δεν το παραδέχεται πλέον σε κανέναν γιατί το θεωρούν άρρωστο πια. Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια. Όποιος το ακούει του φαίνεται πολύς καιρός. Δεν είναι όμως. Ο πόνος είναι ίδιος, σαν να συνέβη δεκαπέντε μέρες πριν. Ίσως και μεγαλύτερος, γιατί προστίθεται η απόγνωση του πόσα έχασες και πόσα δε γνωρίζεις από τη ζωή του παιδιού σου. Εάν ζει… Απλά είναι καλύτερα κρυμμένος πλέον. Βαθιά εσωτερικευμένος και διαχειρίσιμος. Μαθαίνεις να ζεις από την αρχή παρέα με αυτή τη μαύρη ανάμνηση και το συναίσθημα που τη συνοδεύει… Διακρίνει τη σιλουέτα του από μακριά που πλησιάζει μαζί με μια κοπέλα. Είναι η κόρη του. Σήμερα θα γνωριστούν για πρώτη φορά. Αυτή δεν του έχει πει ότι έχει μια κόρη. Δεν βρήκε τον λόγο. Ίσως θα δικαιολογούσε πολλά από τη συμπεριφορά της, αλλά δεν την ενδιαφέρει. Η κόρη του έχει την ίδια ηλικία με τη δικιά της. Τη φωνάζει Ελπίδα. Αυτή την είχε βαπτίσει Χαρά, γιατί αυτή τη λέξη είχε αναφωνήσει αυθόρμητα τη στιγμή που τη γέννησε… «Χαρά μου!» … Η χαρά της ζωής της που χάθηκε έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη σε ένα πάρκο της Αθήνας κι η πολύχρωμη ζωή της ξαφνικά μαύρισε, ατόνησε, πάγωσε…
«Αν δεν απαντήσεις, θα καλέσω την αστυνομία», διαβάζει το μήνυμα της φίλης της. Κοιτάει τις κλήσεις: 56! Μηνύματα: 22… Μάλλον πρέπει να απαντήσει. Μάλλον; Την πιάνουν υστερικά γέλια. Τι θα πει στη φίλη της; Πως νομίζει ότι πριν δυο μέρες ήπιε καφέ με την κόρη της; Θα κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι και θα της κλείσει επί τόπου ραντεβού με την ψυχαναλύτρια. Την ψυχαναλύτρια, της οποίας το νούμερο έχει σχηματίσει πάνω από δεκαπέντε φορές στην οθόνη του κινητού της αυτές τις δυο τελευταίες μέρες και το έχει σβήσει άλλες τόσες. Δεν την καλεί γιατί είναι σίγουρη ότι θα της πει ότι βλέπει αυτό που θέλει να δει, ότι όλα είναι άσχετα γεγονότα, ότι το εμμονικό της μυαλό τα συνδυάζει έτσι, ότι φοβάται να ευτυχήσει, ότι, ότι, ότι πρέπει να την ξεχάσει και να προχωρήσει. Όμως αυτό έκανε. Αυτή τη φορά προχώρησε και η Ελπίδα βρέθηκε μπροστά της. Η Ελπίδα που είναι κι αυτή δεκαεννιά χρονών όπως και η κόρη της, που έχει τα ίδια λαδιά μάτια, τη χαρακτηριστική ελιά ψηλά στο μάγουλό της και το δεύτερο με το τρίτο δάχτυλο στο αριστερό της πόδι είναι ελαφρά ενωμένα. «Περίεργο δεν είναι;», τη ρώτησε όταν την πρόσεξε να κοιτάει τα πόδια της. «Στην εφηβεία μέχρι που σκεφτόμουν να τα χειρουργήσω, αλλά πλέον δεν με ενοχλούν». Δεν έχει ανάμνηση πριν τα πέντε της χρόνια. Το πένθος από το χαμό της μητέρας της σε τόση νεαρή ηλικία είναι η αιτία. Ο ψυχισμός της την προστάτευσε. Ο πατέρας της τη μεγάλωσε άψογα. Και μητέρα και πατέρας μαζί. Ο ρόλος του τον ωρίμασε και τον ώθησε να αφήσει και κάτι «μικρομπλεξίματα» που είχε με την παρανομία μικρότερος και να εξελιχθεί σε ένα πατέρα – πρότυπο… Τουλάχιστον είναι ευτυχισμένη. Είχε κι ένα ταττού με τη λέξη «Joy» στον αστράγαλο. Της αρέσει λέει αυτή η λέξη σε όλες τις γλώσσες, την αντιπροσωπεύει… Κάπου εκεί άρχισε να ζαλίζεται και να την πιάνει ταχυπαλμία. Σηκώθηκε, τους χαιρέτησε, δικαιολογήθηκε για την ξαφνική αδιαθεσία κι έφυγε τρέχοντας…
Δυο μέρες τώρα τα γυροφέρνει στο μυαλό της κι έχει πλέξει ένα σωρό διαφορετικά σενάρια. Κατέληξε όμως σε τρεις βασικές αποφάσεις. Αυτή τη φορά θα κρατήσει τις σκέψεις της για τον εαυτό της. Αλλά η ίδια πρέπει να μάθει. Αλλιώς θα τρελαθεί. Την «αλήθεια» την βρήκε στο εσωτερικό της χούφτας της. Το λαστιχάκι για τα μαλλιά που της ζήτησε όταν άρχισε να ιδρώνει από το άγχος της. Πήρε ήδη τον αγαπημένο της ξάδελφο, τον βιοχημικό, στην Αθήνα. Στενοχωρήθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να της πει όχι. «Μάχη, νόμιζα ότι έβαλες τελεία επιτέλους…», της είπε. Θα της έστελνε τα αποτελέσματα σε δυο τρεις μέρες με μήνυμα στο κινητό. Στο μεταξύ, είχε αποφασίσει ότι ακόμη κι αν, αν, ούτε να το πει δεν μπορούσε, αν γινόταν αυτό το θαύμα κι υπήρχε ταύτιση, θα αντλούσε τη δύναμη από την ανείπωτη αυτή ευτυχία που της επιφύλαξε η ζωή και δεν θα έλεγε τίποτα. Ούτε στην κόρη της. Πάλεψε πολύ μέσα της για να κατασταλάξει, αλλά πείστηκε ότι αυτό είναι το σωστό και το πιο δίκαιο. Όχι γι’ αυτήν. Για την κόρη της. Η Ελπίδα είναι ευτυχισμένη. Γιατί να γκρεμίσει την πραγματικότητά της; Γιατί να διαταράξει την ταυτότητά της; Η Ελπίδα τώρα ξέρει ποια είναι. Είναι σίγουρη για τον εαυτό της, γεμάτη αυτοπεποίθηση, χαρούμενη. Μια τέτοια αλήθεια θα μετέτρεπε ό,τι αληθινό είχε γνωρίσει μέχρι τώρα στη ζωή της σε ένα μάτσο ψέματα. Θα την διέλυε. Όχι, δεν θα το έκανε αυτό στην κόρη της. Αυτή εξάλλου είχε την τύχη να την ξαναβρεί. Ολόκληρη. Υγιή. Ισορροπημένη. Κι ας μην γνωρίσει την ύπαρξή της. Θα έχει την τύχη να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της δίπλα στην κόρη της. Αν το τίμημα είναι να τη θεωρεί θετή μητέρα, είναι πολύ μικρό μπροστά στην άλλη λύση. Παίρνει δυο βαθιές ανάσες. Ναι, τα έχει ζυγίσει όλα σωστά. Είναι ώρα να αντιμετωπίσει την πραγματικότητά της. Αρχίζει να τηλεφωνεί…
Έτρωγαν οι τρεις τους στη βεράντα του σπιτιού του, στο σπίτι που θα ήταν και δικό της σε λίγες μέρες. Είχε κλείσει επιτέλους τη μεταφορική. Το Σάββατο μετακόμιζε μαζί του. Η Ελπίδα μιλούσε ξένοιαστα. Τους έλεγε ιστορίες από τη φοιτητική της ζωή και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Η ίδια ήταν πεισμένη πλέον ότι είναι το αίμα της. Μόνο από το συναίσθημα που την κατέκλυζε κάθε φορά που την έβλεπε. Της είχε ξυπνήσει όλα τα συναισθήματα που είχαν παγώσει μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Έλαμπε. Όλοι είχαν προσέξει αυτή την περίεργη ξαφνική αλλαγή. Πίστευαν ότι ο έρωτας τελικά κατάφερε να μαλακώσει τη βασανισμένη της καρδιά.
- Μάχη… Μπορώ να σου πω κάτι; Χωρίς όμως να με παρεξηγήσεις…
- Ελεύθερα, το ρωτάς;
- Αν και δεν θα σε φωνάξω ποτέ μαμά, δεν είναι ούτε του στυλ μου, ούτε της ιδιοσυγκρασίας μου, ήδη σε νιώθω σαν τη μαμά που ποτέ δεν είχα. Δεν υπερβάλλω, αλήθεια!
Εκείνη την ώρα ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο της Μάχης. Χτυπάει το κινητό της. Μήνυμα. Διαβάζει «Τα δείγματα ταυτίζονται. Επικοινώνησε μαζί μου άμεσα!»