Η δεκαοχτάχρονη Νεφέλη μέσα στην τρέλα της αγάπης της για τον Παύλο άργησε να αντιληφθεί τον καμουφλαρισμένο εχθρό και να αποφασίσει να τον αποτινάξει από πάνω της.
Δεν είχε περάσει ούτε δίμηνο από την φοιτητική συγκατοίκησή τους που εναγωνίως περίμενε και ονειρευόταν. Η παθιασμένη σχέση τους διένυε τον πρώτο της χρόνο. Ο Παύλος ήταν η πρώτη της αγάπη. Ο πρώτος της έρωτας. Όλη η ζωή της ήταν αυτός ο δεσμός. Είχε παραμερίσει φίλες και κολλητές, είχε απομακρυνθεί από την οικογένεια και τις αδελφές της. Ζούσε την σχέση της στο έπακρο.
Και ήταν τόσο χαρούμενη!
Και ο καλός της την λάτρευε και της το έδειχνε. Ο γλυκούλης ο Παύλος την υπεραγαπούσε. Την προστάτευε. Είχε γίνει η σκιά της. Η ίδια δεν έκανε βήμα χωρίς τον καλό της. Με μεγάλη λαχτάρα και χαρά στήσανε τη φωλίτσα τους. Ένα μικρό ημιυπόγειο δυαράκι το παλάτι τους. Με την διακόσμηση που ήθελαν εκείνοι. Με τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα, τα οποία αγόρασαν με μεγάλη δυσκολία, καθώς τα χρήματα τους ως φοιτητές ήταν μετρημένα. Ήταν αρκετά για να είναι ευτυχισμένη!
Όμως γκρίζα συννεφάκια εμφανίζονταν στον ουρανό τους τελευταία. Της προκαλούσε σύγχυση η αντιφατική συμπεριφορά του Παύλου. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας του από την αρχή και τον είχε συνηθίσει. Εκεί που ήταν ευγενικός και μελιστάλαχτος γινόταν σαρκαστικός και καυστικός. Της κλόνιζε την αυτοπεποίθηση με την συμπεριφορά του. Την μείωνε, την υποτιμούσε και την έκανε να ντρέπεται για τον εαυτό της. Εκεί που την τόνωνε στιγμιαία, ακολουθούσαν άσχημα αστεία και κοροϊδία καμουφλαρισμένη. Αργά και συστηματικά έσταζε σταγόνα-σταγόνα τον ορό της συναισθηματικής βίας μέσα στο αίμα της.
Η κοπέλα ήταν τόσο βυθισμένη στο λήθαργο της αγάπης του που δεν αντιλαμβανόταν την χειραγώγηση. Στις εξόδους το αγόρι έλεγχε το ντύσιμό της, το βάψιμό της, τις κινήσεις της και ξεσπούσε σε σκηνές ζηλοτυπίας άνευ λόγου και αιτίας. Της ασκούσε συστηματικά οξεία κριτική με καυστικά σχόλια. Μπροστά στους άλλους περιστασιακά της φερόταν τρυφερά και ευγενικά χρυσώνοντας το χάπι. Ίσως για να κάνει καλή εντύπωση στους απέξω.
Με τον καιρό είχε καταφέρει να την απομονώσει από τους φίλους και τους συγγενείς της. Στην αρχή η Νεφέλη το θεωρούσε παρεπόμενο της έντονης σχέσης που βίωνε. Συμβιώνοντας μαζί του τον “έπιασε” να κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα. Οι συμφοιτήτριές της του ξίνιζαν. Οι γείτονές τους τον ενοχλούσαν. Οι συγγενείς ήταν παρείσακτοι. Ήταν φανερό. Την ήθελε κατ΄ αποκλειστικότητα. Την κολάκευε λίγο το γεγονός ότι την ήθελε όλη δική του. Όμως ο έρωτας τής είχε δέσει τα μάτια και αρνιόταν να βγάλει τις παρωπίδες της. Μόνο όσα δεχόταν η καρδιά πλέον έβλεπε. “Μπα! Ιδέα μου είναι!” σκεφτόταν και έδιωχνε τις κακές σκέψεις από το μυαλό της.
Εκείνος έπεφτε γονυπετής μπροστά της και με δάκρυα στα μάτια την παρακαλούσε να τον συγχωρέσει κάθε φορά που την πλήγωνε. Απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, αν τον εγκατέλειπε. Και το ίδιο μοτίβο υφαινόταν και ξηλωνόταν ξανά και ξανά. Άλλες φορές προσπαθούσε εναλλακτικά να την πείσει ότι της άξιζε η άσχημη συμπεριφορά του. Ότι όλα τα προκαλούσε η δική της κακοτροπία.
Την έκανε να νιώθει ένοχη. Ότι είναι η πέτρα του σκανδάλου. Ότι εκείνη έχει το πρόβλημα και ότι εκείνη δημιουργεί τις εντάσεις. Αυτή η εγκεφαλική κακοποίηση την έκανε ώρες και φορές να χάνει τον εαυτό της. Να θολώνει το νεανικό μυαλό της. Να αισθάνεται εκείνη υπαίτια. Ένιωθε καθημερινά μειονεκτικά και όσο εκείνη βάλτωνε, τόσο εκείνος ήταν δίπλα της για να της προσφέρει βοήθεια.
Πέρασαν δυόμιση χρόνια με υπομονή και ήπιους χειρισμούς από μέρους της. Τον αγαπούσε. Δεν ήθελε να τον χάσει. Φρούδες προσπάθειες να μην τον προκαλεί. Είχε πειστεί ήδη ότι έτσι είναι η αγάπη. Υποχωρήσεις, υποχωρήσεις και πάλι υποχωρήσεις έπλεκαν το κέντημα της σχέσης τους. Εκείνος ήταν ο σωστός και εκείνη η λάθος. Για όλα τα ζητήματα. Για τα πάντα έσφαλε η Νεφέλη. Πάντως για να λέμε την αλήθεια, ο Παύλος δεν είχε χειροδικήσει ποτέ επάνω της. Όχι. Δεν την είχε κακομεταχειριστεί ποτέ.
Τουλάχιστον μέχρι τότε…
Ήταν απόγευμα Δεκέμβρη. Ο χειμώνας βαρύς και το χιόνι στρωμένο από μέρες στην πόλη. Μια νέα μέρα είχε ξεπροβάλει αλλά τα κέφια ήταν πεσμένα στο φοιτητικό σπίτι. Ο Παύλος είχε ξυπνήσει στραβά. Της το κρατούσε μανιάτικο που το προηγούμενο βράδυ, στο μπαράκι, ο αντιπαθητικός για εκείνον γνωστός του, ο Τάκης – που έτυχε να καθίσει δίπλα της – τής μιλούσε επί ένα δεκάλεπτο!!!! Αδιανόητο! “Χασκογελούσες μπροστά στη μούρη μου με τον πυροβολημένο!” θυμήθηκε με το καλημέρα.
Εκείνη είχε στα χέρια της μία μικρή πλαστική μοβ μπαλίτσα και προσπαθώντας να μην του αντιμιλήσει άρχισε να την χτυπά στο πάτωμα. Από το προηγούμενο βράδυ είχαν καυγαδίσει άγρια και είχε κουραστεί να προσπαθεί να του δικαιολογεί τα αυτονόητα.
-“Απάντησέ μου! Τι έχεις να πεις; Με περνάς για ηλίθιο; Μπροστά στα μούτρα μου; Ε; Τι το σημαντικό σου έλεγε και κρυφογελούσες;” συνέχισε το παραλήρημα αδικαιολόγητης ζήλιας ο Παύλος.
Εκείνη χωρίς να αντιδρά συνέχισε να ρίχνει τη μπάλα. Ήξερε πως ότι και να έλεγε θα χρησιμοποιόταν εναντίον της, οπότε προτίμησε να σιωπήσει.
Η σιωπή της εξόργισε τον νεαρό περισσότερο και ξαφνικά νά σου πετάγεται σαν ελατήριο από τη θέση του και αρπάζει τη μπάλα από τα χέρια της. Την κάνει κομματάκια με το μαχαίρι που άλειφε τη μαρμελάδα στο ψωμί του και με βίαιες κινήσεις αρπάζει τα κομμάτια και τα σπρώχνει στο στόμα της.
“Θα σου δώσω να τα φας για να ησυχάσεις! της είπε. “Αυτή η συμπεριφορά σού αξίζει Νεφέλη, τέτοια που είσαι! δικαιολόγησε τον εαυτό του. “Έλα φάε να τελειώνουμε!” ούρλιαξε κρατώντας την από τα μαλλιά της και πιέζοντάς της να φάει το πλαστικό.
Ακούστηκε ένα υπόκωφο κρακ. Η δεξαμενή των δακρύων της είχε σπάσει. Μαζί έσπασε και η μέχρι τότε καραμελένια καρδιά της. Έμεινε αποσβολωμένη και σαστισμένη να κοιτάζει το τέρας έτοιμο να την καταβροχθίσει. Η Νεφέλη ένιωσε τόσο αδύναμη, τόσο τιποτένια, τόσο απροστάτευτη…
…Ξύπνησε κάθιδρη. Το κεφάλι της κουβαλούσε ένα σακί από πέτρες. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Δυσκολεύτηκε να ανασηκωθεί για να ανάψει το λαμπατέρ στο κομοδίνο της. Μέσα στο σκοτάδι παραπάτησε ψάχνοντας τις παντόφλες της. Είχε στα χείλη της ακόμη τη γεύση της πλαστικής μπάλας…
Άργησε να καταλάβει που βρισκόταν. Είχε στεγνώσει το μέσα της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ήρθε αντιμέτωπη με το είδωλό της στον καθρέφτη του διαδρόμου. Ανακουφίστηκε όταν είδε ότι τώρα είχε γκρίζα μαλλιά. Δεν ήταν πια δεκαοχτώ.
Η εφιαλτική σκηνή του παρελθόντος την στοίχειωνε τριάντα χρόνια μετά, όμως αναθάρρησε όταν θυμήθηκε ότι ήταν η αφορμή για να απαγκιστρωθεί από τα δίχτυα του Παύλου. Χάρηκε στη σκέψη ότι η αποστασιοποίησή της από εκείνον, την βοήθησε να ανακτήσει την χαμένη αυτοπεποίθησή της. Χάρηκε που είχε βρει τη δύναμη τότε να πετάξει από πάνω της τα σωληνάκια του πικρόχολου ορού που την τάιζε. Είχε πετάξει δυόμιση χρόνια της ζωής της στα Τάρταρα. Τα είχε χαλαλίσει σε κάποιον που δεν νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη. Όμως ήταν αποφασισμένη. Δεν της άξιζε τέτοια συμπεριφορά από ΚΑΝΕΝΑ!
“ Ο Παύλος δεν σε αγαπάει αδελφούλα μου! Δεν είναι έτσι η αγάπη, πίστεψέ με” θυμήθηκε τα λόγια της μεγάλης της αδελφής. “Αυτός που θα σε αγαπήσει θα θέλει τον ήλιο στο πρόσωπό του, την αισιοδοξία στα μάτια σου, το χαμόγελο στα χείλη σου, την ευτυχία στην ψυχή σου, κοριτσάκι μου!” της είχε πει αγκαλιάζοντάς της, μετά το ατυχές γεγονός, τότε που η Αμαλία εγκαταλείποντας τη φοιτητική γωνίτσα τους έτρεξε και της ζήτησε απεγνωσμένα βοήθεια. Πόσο, μα πόσο δίκιο είχε η αδελφή της!
Επιστρέφοντας στο κρεβάτι έριξε το βλέμμα της στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Είδε το φωτεινό πρόσωπο του Βασίλη να την παρατηρεί αγουροξυπνημένος και να της απλώνει το χέρι. Ένιωσε ανακούφιση!
-“Έλα αγάπη μου! Εφιάλτης ήταν και πέρασε! Δεν θα επιτρέψω τίποτα και κανένα να σε πικράνει!” ακούστηκε η ήρεμη και καθησυχαστική φωνή του.
Ο Βασίλης της! Η όασή της! Το απάνεμο λιμανάκι της που είχε έρθει στη ζωή της πέντε χρόνια μετά από την λύτρωσή της από τη δύνη της πρώτης αγάπης. Η Νεφέλη κούρνιασε στα στιβαρά μπράτσα του και αυτός την έσφιξε μέσα στη ζεστή αγκαλιά του. Αμέσως η ταραγμένη γυναίκα ένιωσε ασφάλεια και αγαλλίαση.
Κάρφωσε με ευγνωμοσύνη το βλέμμα της στον άνθρωπο που της είχε μάθει να σέβεται πρώτα απ΄ όλα τον εαυτό της, που της είχε μάθει ότι αξίζει. Σ΄αυτόν που ενδοφλέβια της χορηγούσε τον ορό της αγάπης πασπαλισμένο με αισιοδοξία και αυτοεκτίμηση. Στον άνθρωπο που την πλημμύριζε με κατανόηση και σεβασμό για την προσωπικότητά της. Στον άνδρα που την εμπιστευόταν και της έδινε άπλετη ελευθερία κινήσεων.
Στον σύζυγό της που ένιωθε ελεύθερη να του εκμυστηρεύεται τα πάντα χωρίς φόβο και πάθος. Στην ώριμη και αληθινή αγάπη που την έκανε να ανακτήσει την χαμένη της αυτοπεποίθηση. Στον άνθρωπο που απολάμβανε να την βλέπει να εξελίσσεται επαγγελματικά και προσωπικά. Στον άνθρωπο που την είχε αποδεχτεί για αυτό που πραγματικά ήταν. Στον άνθρωπο που έλαμπε όταν αυτή χαμογελούσε. Στον άνθρωπο που πραγματικά την είχε αγαπήσει.
Πόση τρυφερότητα και στοργή δεν της είχε προσφέρει! Ένιωσε ανακούφιση καθώς συμπέρανε ότι δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο τον Βασίλη της! Πως να μη λατρέψεις έναν τέτοιο χαρακτήρα, έναν τέτοιο άνδρα με Α κεφαλαίο!
Πλέον ήταν χίλια τα εκατό σίγουρη!
Η ενδοφλέβια αγάπη ήταν που της ταίριαζε!
Πηγή εικόνας:
http://i1.wp.com/antikleidi.com/wp-content/uploads/2013/09/Got-Doubt1.jpg?zoom=1.5&resize=650%2C488