«Όποιος θέλει να δουλέψει, δουλεύει» είπε με αυστηρό τόνο ο πατέρας και ύστερα …σιωπή. Σκόρπιοι θόρυβοι ακούγονταν από τα πιρούνια που ακουμπούσανε στα μισοτελειωμένα πιάτα του μεσημεριανού φαγητού της Κυριακής. Στην κεφαλή του τραπεζιού ο πατέρας κοίταζε τον γιο του, μέσα από τα παλιομοδίτικα γυαλιά του, ευθύβολα, επίμονα και αποφασιστικά. Τα θυμωμένα μάτια του κατέληξαν ύστερα από αρκετή ώρα, στη αμίλητη μητέρα, σαν να ήταν εκείνη ο τελικός αποδέκτης, σαν να ήθελε να μεταφέρει αυτό το βαρύ κατηγορητήριο στον συνήθη …μάρτυρα υπεράσπισης.
Εκείνη, συναισθανόμενη την βαρύτητα της στιγμής, άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα κάτω, κοίταξε το πιάτο της και έκανε πως δήθεν συνεχίζει. Η Μαρία το δεύτερο παιδί της οικογένειας, έσυρε την καρέκλα της επιδεικτικά προς τα πίσω, τινάχτηκε νευρικά από τη θέση της και αποχώρησε χωρίς να βγάλει λέξη. Ο Χρήστος ούτε που την κοίταξε. Τα έβλεπε όμως όλα. Σκηνές γνώριμες, κλίμα …οικείο.
Ο Χρήστος τα είχε ξανακούσει αυτά. Κάθε φορά πιο αυστηρά, κάθε φορά πιο δυνατά, με ύφος ετυμηγορίας καταδικαστικής και αμετάκλητης. Δεν ήταν τόσο τα λόγια, ήταν ο τρόπος που κάθε φορά τον πλήγωνε. Υπεύθυνος και υπόλογος για την ανεργία του ήταν , το είχε εμπεδώσει καλά αυτό. Έσερνε το μίασμα της απόρριψης, της αχρηστίας, του αποκλεισμού.
Τρία χρόνια τώρα παρακολουθούσε συζητήσεις που κατέληγαν στην ίδια ατάκα. Όποιος θέλει να δουλέψει δουλεύει» λένε οι …τακτοποιημένοι στους μετέωρους παρευρισκόμενους. Κάθε τραπέζι ένα παιχνίδι, οι καλοί και οι κακοί, οι θύτες και τα θύματα, οι προκομμένοι και οι ανεπρόκοποι. Εμφύλιος κανονικός με όπλα τις λέξεις.
Μια ζαλάδα σκέψεων άρχιζαν να κινούνται κυκλικά στο μυαλό του. Ένας …ανεμοστρόβιλος αποφάσεων ξεσηκώθηκε μέσα του. Δεν είχε κανένα δικαίωμα επιλογής. Το όφειλε στα τελευταία ψίχουλα αξιοπρέπειας που του είχαν μείνει. Δεν είχε άλλο βήμα, μετά για εκείνον υπήρχε ένας γκρεμός. Έτσι το έβλεπε.
Τους άφησε όλους, έναν, έναν να σηκωθούν απ΄ το τραπέζι. Αόρατα χέρια τον έσπρωχναν κι εκείνος με το βάρος του κρατούσε αντίσταση. Μια φωνή μέσα του, του υπαγόρευε το χρέος του. Του είχαν σωθεί οι επιλογές.
Μόνος του είχε απομείνει. Σηκώθηκε αργά, κοίταξε καλά τον χώρο γύρο του, πήρε ένα μπουφάν που κρεμόταν στο μπράτσο μιας παλιάς πολυθρόνας και έφυγε διακριτικά να μην ενοχλήσει. Δεν χαιρέτησε κανέναν. ¨Όλα τα αντίο του ήταν βουβά.
Βγήκε έξω, στάθηκε στο πλατύσκαλο της εξώπορτας, δεν βρήκε κάτι συγκεκριμένο να σκεφτεί, όλα έμοιαζαν ένα μπλεγμένο κουβάρι.
Δεν είχε αξία που θα πάει. Αριστερά ή δεξιά, το ίδιο πράγμα ήταν.
Οι μέρες πέρασαν νεράκι. Ο Χρήστος, είχε βρει μια γωνιά, δεν ενοχλούσε κανέναν, μόνο τους …περαστικούς -που και που- για τα χρειαζούμενα.
Τα μαλλιά είχαν μακρύνει, είχε αφήσει μούσια. Μάτια δόντια, πρόσωπο, όλα έμοιαζαν πιο σκούρα. Σκυμμένο το κεφάλι προς τα κάτω, αφηρημένη πάντα η ματιά του. Αμίλητος και στεναχωρημένος, χωρίς διάθεση για ζωή και προσπάθεια. Παρατημένος.
Ξαπλωμένος στο πλατύσκαλο, μιας πολυκατοικίας που βρισκόταν στην άνοδο προς την μεγάλη πλατεία του κέντρου, κουλουριασμένος με μια βρώμικη κουβέρτα, άκουγε τη φωνή του πατέρα του να του λέει: «Όποιος θέλει να δουλέψει, δουλεύει» .
Όλοι οι περαστικοί του φαίνονταν πετυχημένοι. Έτσι αισθανόταν κάθε φορά που έβλεπε ανθρώπους να περπατάνε βιαστικά με έναν προορισμό. «’Άραγε τι δουλειά να κάνουν όλοι αυτοί» σκεφτόταν -που κου που- βλέποντας τους καθαρούς και περιποιημένους να πηγαίνουν και να έρχονται. Άλλες στιγμές αναρωτιόταν «πως τα κατάφεραν και πέτυχαν» όλοι αυτοί και εγώ ξέμεινα από τη ζωή ξαπλωμένος εδώ πέρα» . Όλους αυτούς, τους καθημερινούς περαστικούς, τους δήθεν επιτυχημένους, ο Χρήστος τους είχε φανταστεί να κάθονται σε εκείνη την καρέκλα εκείνης της Κυριακής και ο πατέρας του να σηκώνει με ενθουσιασμό το ποτήρι του και να τους καλοδέχεται.
Τον Χρήστο, περισσότερο από όλα τον στεναχωρούσε πως δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, δεν τον βαστούσαν τα πόδια του. Αν και υγιής, βρισκόταν πάντα σε θέση αρρώστου, δηλαδή ξαπλωμένος.
Μια ημέρα, μετά από καιρό, κάθισε δίπλα του ένας συνομήλικος. Ήταν ιδιοκτήτης ενός καταστήματος που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από την πολυκατοικία που κοιμόταν.
Συστηθήκανε διστακτικά, αντάλλαξαν ονόματα και κάποια βασικά.
«Πως και είσαι εδώ, τόσο καιρό» τον ρώτησε ο καταστηματάρχης.
«Με έδιωξε η ζωή» του απάντησε ο Χρήστος. Λίγες κουβέντες κάθε φορά.
Μια μέρα, ο νεαρός άκουσε τον Χρήστο να του εξιστορεί σταδιακά το σκηνικό της οριστικής φυγής του από το σπίτι της οικογένειας, σχεδόν αποσβολωμένος.
Εκείνον, τον είχε βοηθήσει τόσο ο πατέρας του στο ξεκίνημα, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι γίνονται τέτοια …ατυχήματα στη ζωή στα τραπέζια της Κυριακάτικης χαράς.
«Δεν έχει σημασία Χρήστο τι κάνεις αλλά τι κάνεις ότι κάνεις» του είπε. «Δηλαδή» τον ρώτησε ο Χρήστος.
«Δηλαδή, εγώ έχω ένα μαγαζί που με βάζει μέσα, γυρίζω και προσθέτω κάθε βράδυ, έξοδα και χρέη. Όταν θα έρθει ο ..λογαριασμός θα έχουν περάσει τα χρόνια, θα έχει μείνει η εικόνα του ευυπόληπτου επαγγελματία, που πήγαινε και ερχόταν. Θα έχουν ξεγελαστεί όλοι, ακόμη και εγώ ο ίδιος» Θα έχω κοροϊδέψει τον καιρό» του είπε κοιτάζοντας τον ίσια στα μάτια.
«Στην δική μου περίπτωση ο καιρός κοροϊδεύει εμένα, δεν κοροϊδεύω εγώ εκείνον , αυτό είναι το θέμα» του είπε ο Χρήστος και σώπασαν και οι δύο για αρκετή ώρα.
Παγωμένος ο χρόνος, ίδιες όλες οι μέρες, νύχτα και μέρα ένα πράγμα, για τον άνθρωπο που έμεινε καρφωμένος για χρόνια στο πλατύσκαλο της ζωής, χωρίς -ούτε καν- να της χτυπήσει το κουδούνι.
Δεν θέλησε ποτέ να μάθει τίποτα για την παλιά του οικογένεια. Δεν τον αναζήτησε κανένας και ποτέ. Ξεγραμμένο με μια γόμα το όνομα του, πεταμένη και σκισμένη η σελίδα του.
Στους περαστικούς, ο Χρήστος ντρεπόταν και δεν εμφάνιζε το πρόσωπο του. Ήταν πάντα τυλιγμένος με μια κουβέρτα, χειμώνα, καλοκαίρι. Κάποια βράδια μόνο, σηκωνόταν για λίγο και καθόταν στα σκαλιά κοιτάζοντας τον δρόμο, έτσι για να ξεπιαστεί.
Η ματιά του σκάλωνε πάντα στα παιδιά. Ίσως γιατί τον κοιτούσαν επίμονα και εκείνα.
Ήταν πλέον χειμώνας, έξω κρύο βαρύ, ένας αέρας παγωμένος χτυπούσε τους περαστικούς που βιαστικοί, μέσα στα ζεστά τους πανωφόρια, προσπερνούσαν το πλατύσκαλο του Χρήστου.
Οι επισκέπτες και οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν φροντίσει να μεταφερθεί το πρόχειρο κατάλυμα του λίγα μέτρα μακρύτερα, να μην ενοχλεί την καθημερινότητα τους. Μια κυρία, μεγάλη σε ηλικία που τον αποκαλούσε γιο της, του έφερνε συνήθως φαγητό και το ακουμπούσε διακριτικά δίπλα του. Μετά αποχωρούσε αμήχανα, εκτός και αν την καλούσε εκείνος.
Σαν όνειρο εκείνο το πρωί, είδε να έρχεται εκεί η αδερφή του. Την είδε να σκύβει και να του πιάνει τα χέρια σφιχτά με τα δικά της. «’Έρχομαι κάθε βράδυ και σε σκεπάζω, σου χαϊδεύω τα μαλλιά και ύστερα φεύγω» θυμάται να του είπε μέσα στον βαθύ ύπνο του.
Πετάχτηκε, κάθισε λίγο για να συνέλθει. Ήταν όνειρο δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. ¨Όμως είχε ταραχθεί τόσο που ήθελε για πρώτη φορά να αλλάξει σημείο.
Παρατήρησε ώρες τον κόσμο να τον παρατηρεί. Τους άκουγε να τον σχολιάζουν χαμηλόφωνα , βλέποντας τον έτσι απεριποίητο, βρώμικο και ταλαιπωρημένο.
Με την άκρη του ματιού του μια γυναίκα κρατώντας ένα μικρό παιδάκι από το χέρι, έδειχνε με ένα νεύμα προς το σημείο του και του απαντούσε ψιθυριστά. Φορούσανε σκουφάκια και οι δύο, τα μάτια τους μόλις που ξεχώριζαν. ‘Γιατί είναι μόνος του ξαπλωμένος μέσα στο κρύο όμως’ ρώτησε πιθανότατα για δεύτερη φορά ο μικρός τη μαμά του.
Γιατί είναι από εκείνους που δεν θέλουνε να ζουν όπως εμείς» του απάντησε εκείνη και τα ερωτηματικά του πιτσιρικά αποτυπώθηκαν όλα στα αθώα του ματάκια.
Έφτασε στην πιο κοντινή απόσταση. Η μαμά απέφυγε να τον κοιτάξει και γύρισε προς τον δρόμο, ο μικρός άρχιζε να φέρνει όλο και πιο έντονα το κεφάλι του προς τα πίσω, σχεδόν περπατούσε γυρισμένος όλος προς τα πίσω.
Ο Χρήστος σήκωσε το χέρι του, χαμογέλασε και τον χαιρέτησε. Ο μικρός συνέχιζε να τον κοιτάζει.
Ήταν ο ανιψιός του και η Μαρία κοίταζε το δρόμο…..
Πηγή εικόνας:
http://www.protothema.gr/greece/article/539312/astegoi/