“Η πείνα” της Κασσιανής Σικελιανού

Είναι μια μέρα από εκείνες τις ευθείες. Που ξυπνάς και δεν θες να κάνεις τίποτα. Δυσκολεύεσαι να σηκωθείς από το κρεβάτι, να πλυθείς, να χτενιστείς, να βουρτσίσεις τα δόντια σου μετά το πρωινό, να ντυθείς και να βγεις για την οποιαδήποτε δουλειά, υποχρέωση, ακόμη και βόλτα. Τίποτα δεν μπορεί να σε παρηγορήσει, πόσο μάλλον να σου φέρει χαρά. Ούτε το πρωινό φως ούτε μια ζεστή κουβέντα ή ένα ειλικρινές χαμόγελο από έναν δικό σου άνθρωπο ή έναν ξένο, έναν περαστικό στον δρόμο. Προσπαθείς να κατανικήσεις την ανία σου, να βρεις το δικό σου κίνητρο που θα σε παρακινήσει να κάνεις κάτι. Νιώθεις σε κάποιες φάσεις ότι μπορείς, ότι θα το ξεπεράσεις, ότι θα κάνεις τα πάντα και γρήγορα και τέλεια. Και μετά, όλα πάλι μαυρίζουν, όλα φαίνονται πληκτικά, ακόμη και ανούσια για τη μετέπειτα πορεία στη ζωή σου, σε ό,τι τέλος πάντων αποκαλείς ζωή…

 

Έτσι ξύπνησε και σήμερα, με αυτήν τη δύσκολα διαχειρίσιμη διάθεση. Πεινούσε πολύ κι ένα μικρό επεισόδιο υπερφαγίας ήρθε να κάνει χειρότερο το πρωινό της. Ενώ θα μπορούσε -και έπρεπε- να πάρει το γνωστό πρωινό, ένα φλιτζάνι σκέτο γαλλικό καφέ, -άντε και με λίγη δόση ζαχαρίνης, άλλωστε είχε μάθει να ζει με υποκατάστατα τα τελευταία τέσσερα χρόνια,- παρασύρθηκε με την ελπίδα ότι δεν θα παρασυρόταν, όπως γινόταν πάντοτε. Μέσα σε ένα ημίωρο είχε καταβροχθίσει (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) έξι φέτες ψωμί του τοστ με ένα παχύ στρώμα βούτυρο και πολύ μέλι, είχε πιει και γάλα και χυμούς (συσκευασμένους για να νιώθει τη γλύκα της ζάχαρης), ένα γιαούρτι με ζάχαρη και καρύδια και ετοιμαζόταν να βγει για να αγοράσει διάφορα, πλήρη λιπαρών και επεξεργασμένων υδατανθράκων. Γεμίζει το καρότσι της σύντομα και όσο πιο διακριτικά μπορεί, βάζει νευρικά τα πράγματα στις πλαστικές σακούλες, πληρώνει και φεύγει γραμμή για το σπίτι. Ωστόσο, περνά αναγκαστικά και από τον φούρνο της γειτονιάς, αγοράζει τρεις φρατζόλες ψωμί, τυρόπιτες, σπανακόπιτες, ζαμπονοτυρόπιτες, μπάρες δημητριακών, κέικ και δύο σοκολατίνες.

Έρχεται σπίτι ξανά, δεν προλαβαίνει να βάλει τα πράγματα στο ψυγείο και η βουλιμία την έχει κατακλύσει. Θέλει πολύ να φάει, να καλύψει κενά, πεινάει (όχι τόσο σωματικά όσο ψυχικά και συναισθηματικά). Αδυνατεί να αντισταθεί, θέλει να κλάψει, να λιποθυμήσει, νιώθει την επιθυμία σχεδόν σα σεξουαλική, πονάει το σώμα της και η ψυχή της …

Advertising

Advertisements
Διαβάστε επίσης  "Γιατί κανείς και ποτέ δεν μπόρεσε να κρυφτεί από την αγάπη" της Ασημίνας Μάνου
Ad 14

Ρίχνεται στο φαγητό με την τηλεόραση ανοιχτή στα πρωινάδικα που δείχνουν δήθεν ευτυχισμένους ανθρώπους, πλαστικά πρόσωπα και αδύνατα σώματα, που δεν στερούνται τίποτα για να είναι έτσι και τρώνε ό,τι θέλουν, ανθρώπους που παίζουν παιχνίδια, είναι γεμάτοι ενεργητικότητα, γελούν και κάνουν αφειδώλευτα κομπλιμέντα, γιατί εγώ τα έχω βρει με τον εαυτό μου, και αισθάνονται ανταγωνιστικότητα, γιατί υπάρχει χώρος για όλους και όλοι δουλεύουμε για να κάνουμε τον κόσμο να γελάει ….

Όμως, ο κόσμος δεν γελάει καθόλου. Όλοι είναι απαισιόδοξοι και μες στην κατήφεια. Το χαμόγελο είναι δύσκολο να φανεί στο πρόσωπο κάποιου –ίσως και του καθενός μας. Όπως εκείνη τώρα, που τρώει γλυκά και αλμυρά μαζί, λερώνεται από λάδια, σαντιγί και σιρόπια και κάνει αυτό που της γεμίζει τα κενά … Γεμίζουν λάδια, μέλια, σιρόπια, κομμάτια σφολιάτας και ο καναπές, το ριχτάρι που τον καλύπτει (σιγά! δώρο της μάνας της που ποτέ δεν εκτίμησε το γούστο της και την άποψή της στην διακόσμηση, λες κι αυτή δεν ήξερε από αισθητική, αυτή που είχε κάνει τόσα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης!).

Τρώει … Με βουλιμία ερωτική, βλέποντας και ακούγοντας παθητικά όποια μαλακία της σέρβιραν …

Ξαφνικά, την πλησιάζει το γατάκι της.

Advertising

 

Ο Ζάχος ήταν ένα γατάκι που είχε βρει αδέσποτο έξω από ένα πολυκατάστημα στα βόρεια προάστια. Παραμονές χριστουγεννιάτικης περιόδου κι ενώ όλοι και όλες έτρεχαν πανικόβλητοι για τις τελευταίες εορταστικές αγορές τους –γιατί δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις γιορτές χωρίς υπερκαταναλωτικό πνεύμα!– εκείνη είχε βγει αναγκαστικά για να νιώσει λίγο καλύτερα. Ενώ δεν είχε βρει τίποτα να αγοράσει, γιατί τίποτα δεν ταίριαζε στις σωματικές της αναλογίες –εξάλλου, είναι και πολύ άσχημη και τίποτα δεν μπορεί να την σουλουπώσει– βγήκε έξω να ηρεμήσει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του κόσμου που βασανιζόταν με ανούσια πράγματα. Άλλωστε, αυτό το υπερβολικό σκηνικό, τα στολίδια που έφταναν τα όρια του κιτς, τα πολύχρωμα φωτάκια και λαμπάκια κάθε μεγέθους και μάρκας που σε τυφλώνουν –λες και δεν θα δεις αλλιώς την ασχήμια του κόσμου!– της έφερνε άλλοτε νύστα κι άλλοτε θυμό.

Χαμένη στις σκέψεις της, το είδε απρόσμενα μπροστά της. Μια τριχωτή μπάλα κουλουριασμένη στα σκαλοπάτια του πολυκαταστήματος. Αρχικά, δεν κατάλαβε τι είναι και πλησίασε περίεργη. Εξάλλου, κανένας δεν την κοιτούσε και δεν της έδινε σημασία (πάντα ήταν αδιάφορη). Ο γατούλης της ήταν σκελετωμένος και νιαούριζε λυπημένα. Ούτε τα μάτια του δεν είχε ανοίξει ακόμη καλά-καλά, σημάδι ότι δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες από τη γέννησή του. Η καρδούλα της σφίχτηκε, γιατί σκέφτηκε και πόσα παιδιά -και γενικώς, πόσοι άνθρωποι- βρίσκονται στην ίδια θέση τέτοιες μέρες, σε ερμητικά κλειστά σπίτια ή ιδρύματα, χωρίς επικοινωνία, το αντάλλαγμα μερικών λόγων, την έκφραση συναισθημάτων, τα βλέμματα που όλα τα λένε (ακόμη κι αυτά που πολλές φορές δεν μπορούν να πουν τα λόγια), μια αγκαλιά, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για ενθάρρυνση … Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά τον πήρε κοντά της. Και το όνομα αυτού … Ζάχος, δηλαδή Ζαχαρίας, καθόσον ήταν γλύκας σα ζάχαρη…!

Διαβάστε επίσης  "Άνθη φιλίας στα βράχια του θανάτου" του Νικολάου Κατέχη

 

Κι ενώ αυτό το τοσοδούλικο πλασματάκι της είχε δώσει πολλές χαρές όσες δεν εισέπραξε ποτέ, τώρα που της ζητά μια αγκαλιά, εκείνη τον διώχνει, τον βρίζει, τον κλειδώνει απέξω, γιατί την αποσυντονίζει από το πάθος της. Και ξαφνικά συνειδητοποιεί τί έχει κάνει, πώς έχει συμπεριφερθεί στο μοναδικό πλάσμα που την αγαπά και την θέλει γι’ αυτό που είναι, έτσι όπως θέλει να είναι …

Κάθεται στο πάτωμα, η πλάτη της ακουμπά στην κλειστή πόρτα του δωματίου και απέξω ακούει τον Ζάχο να νιαουρίζει λυπητερά και να γρατζουνάει την πόρτα. Την θέλει πολύ και την διεκδικεί. Είναι ίσως το μοναδικό πλάσμα που την διεκδικεί τόσο πολύ. Κι ας τον πέταξε έξω πριν από λίγα λεπτά.

Advertising

Κλαίει κι εκείνη. Τα αναφιλητά της συνοδεύουν τα νιαουρίσματα του Ζάχου. Πόσο ανακουφιστικό και λυτρωτικό είναι …. Τα δάκρυά της τρέχουν στα μάγουλά της, κατεβαίνουν στον λαιμό της, ποτίζουν την μπλούζα της … κόκκινη στο χρώμα, αν και το μισούσε. Σαν το αίμα …

 

Πρώτη φορά που αντίκρυσε αίμα ήταν στα τέσσερά της. Είχε κοπεί με ένα ψαλίδι, καθώς έκανε τα καλλιτεχνικά της. Της άρεσε πολύ η χαρτοκοπτική, η ζωγραφική, γενικώς η τέχνη. Μάλλον από τότε είχε τις ευαισθησίες της. Ή ίσως αδυναμίες της … Άσπρισε από τον φόβο της, αλλά ευτυχώς η δασκάλα της την καθησύχασε.

Κυρία, θα μου φύγει όλο το αίμα και θα πεθάνω; της είχε πει. Ήταν μια σκέψη που έκανε φωναχτά και το ρήμα πεθαίνω ήχησε περίεργα στα αυτιά όλων.

Όχι, γλυκιά μου! Δεν είναι τίποτα! Να, πάει πέρασε, είπε η νηπιαγωγός τοποθετώντας με επιδεξιότητα το τσιρότο στην πληγή.

Advertising

Είχε σκεφτεί να μην ξανασχοληθεί ούτε με την χαρτοκοπτική ούτε με τίποτα. Και το ανακοίνωσε πεισματικά. Πρώτα στη μαμά της και μετά, στη δασκάλα της. Η αντίδραση της μαμάς, η κλασική,: ένα ειρωνικό χαμογελάκι, σα να λέει παράτα μας πια… πρέπει μονίμως να ασχολούμαι μαζί σου. Λες και της ζήτησε ποτέ να ασχοληθεί μαζί της… το μόνο που της είχε ζητήσει ήταν να μιλάνε για χίλια δύο ενδιαφέροντα πράγματα που είχε να της πει. Πολλές φορές γνώριζε από πριν την απόρριψη και δεν έμπαινε στον κόπο να αναφέρει τίποτα. Απλώς φανταζόταν πώς θα ήταν να συζητούσαν για όλα αυτά που βιώνει …

Διαβάστε επίσης  "ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ" της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΙΩΤΗ

Μαμά, σήμερα στο σχολείο μάθαμε να κάνουμε προτάσεις!

Μαμά, σήμερα μάθαμε την προπαίδεια του 9!

Μαμά, σήμερα μπήκαμε στην Πολιτεία του Πλάτωνα. Δύσκολο κείμενο! Αλλά, μου άρεσε πολύ! Ειδικά ο μύθος του Ηρός, πολύ όμορφη αφήγηση!     

Advertising

Μαμά, σήμερα στη Σχολή ξεκινήσαμε άγνωστο στα Λατινικά! Πω πω, πρώτη φορά κάνω! Να δω πώς θα αντιμετωπίσω και πάλι το τέρας!

 

Και αντιμετώπιζε το τέρας μόνη της. Και πέρναγε μέσα από τις Συμπληγάδες μόνη της κι ας τσακιζόταν λίγο, τί πειράζει άλλωστε; Χαρακτήρα διαμορφώνουν οι δυσκολίες … Ποτέ δεν έλεγε τίποτε από όλα αυτά. Στην ερώτηση, Πώς πήγε η ημέρα σου;, η απάντηση ήταν η κουραστικά συνήθης, Καλά, πολύ διάβασμα και αργότερα στη ζωή της, Καλά, πολλή δουλειά, μόνο δουλειά …

 

Ναι, σίγουρα. Οι δυσκολίες διαμορφώνουν χαρακτήρα. Έτσι και τώρα. Έχει τη δυσκολία με την πείνα, σωματική ή ψυχική; Την απάντηση την γνωρίζει. Κι όπως της είχε πει και τότε η νηπιαγωγός με την χαρτοκοπτική, Και τί θα πετύχεις τελικά αν σταματήσεις; Μόνο να μην είσαι δημιουργική ούτε χαρούμενη! Αυτά τα λόγια τα είχε φυλάξει μέσα στο μυαλό και την καρδιά της, γιατί της γέννησαν για πρώτη φορά την ενθάρρυνση …

Advertising

Έτσι και τώρα. Νιώθει πάλι αυτήν την ελπίδα να αντιμετωπίσει ό,τι την τρώει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Θα ήταν πιο εύκολο βέβαια να παραιτηθεί. Αν φύγει όλο το αίμα από τον οργανισμό, αυτός αφυδατώνεται και μπορεί κάλλιστα να προκληθεί το τέλος ή μήπως μια νέα αρχή; Δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι πάντοτε θα υπάρχει αυτή η επιθυμία για συνέχεια του αγώνα, αυτή η γαμημένη η προσπάθεια…

Σκούπισε τα δάκρυά της και σηκώθηκε, ανοίγοντας την πόρτα στον Ζάχο, ο οποίος έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Κοιμήθηκαν μαζί μέσα στα σεντόνια τα λερωμένα από σαντιγί και σιρόπια …

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Άγιοι Δέκα: το ιστορικό χωριό της Κέρκυρας

Άγιοι Δέκα Οι Άγιοι Δέκα είναι ηπειρωτικός οικισμός της Κεντρικής

Ο καθρέφτης στην τέχνη και ο συμβολισμός του στους πίνακες

Ο καθρέφτης υπάρχει ως θέμα σε πολλούς πίνακες ζωγραφικής. Πολλοί